Τι θα γινόταν αν ο Τσιάρτας έπαιζε μπάλα όπως μιλάει για πολιτική

Από τις σπάνιες περιπτώσεις όπου το να κλωτσάς είναι προτιμότερο από το να μιλάς…

«Ανάδειξη των πραγματικών διαστάσεων από κάτι, αφαιρώντας τον μύθο ή τη μυθική διάσταση που το περιβάλλει».

Αυτός είναι ο ορισμός που δίνει το λεξικό για την έννοια «απομυθοποίηση».

Αν και θα μπορούσε απλώς να έχει μια (τωρινή) φωτογραφία του Βασίλη Τσιάρτα.

Ή τουλάχιστον κάποια από τις δημόσιες τοποθετήσεις του μετά που σταμάτησε την μπάλα.

Στα μάτια της συντριπτικής πλειοψηφίας των φιλάθλων ο παλαίμαχος άσος έμοιαζε (και δικαίως) ένας ποδοσφαιρικός καλλιτέχνης.

Ένας «μάγος» (όπως τον είχαν βαφτίσει στη Σεβίλλη) που λατρεύτηκε μαζί με τους άλλους παίκτες της Εθνικής του 2004 για τα μοναδικά συναισθήματα που μας είχαν χαρίσει.

Μόνο που το μοναδικό μαγικό στο οποίο συστηματικά επιδίδεται ο Τσιάρτας από τον καιρό που κρέμασε τα παπούτσια του είναι να εξαφανίζει την αγάπη και τη συμπάθεια όλων των υγιώς σκεπτόμενων.

Δεν φτάνει λοιπόν η αγωνία για τον κορωνοϊό, το αν και το πότε θα τελειώσει αυτός ο εφιάλτης, αναγκάζεσαι ν’ ασχοληθείς και με ένα ακόμα εμπρηστικό, μοχθηρό και μισαλλόδοξο ποστάρισμα του Ναουσαίου.

Και συνδυάζοντας την ιδιότητα που τον αγάπησες (αυτή του ποδοσφαιριστή) μ’ εκείνη που σ’ έκανε να μη θέλεις να τον ξαναδείς στα μάτια σου (αυτή του δηλητηριώδους σχολιαστή) σκέφτεσαι τι θα γινόταν αν έπαιζε μπάλα με τον ίδιο τρόπο που μιλάει για πολιτική.

Θα γίνονταν πιθανότατα τα εξής:

Θα ήταν ακόμα πιο αργός

Μια από τις κλασικές απαντήσεις όποτε του επισημαινόταν η έλλειψη ταχύτητας ήταν πως έτρεχε το μυαλό του (και η μπάλα). Κάτι που δεν μπορείς να πεις ακριβώς ότι συμβαίνει όταν εκφράζει την άποψή του. Γιατί αφήνοντας στην άκρη όλες τις άλλες πολιτικές τοποθετήσεις που τον έχουν καταστήσει αντιπαθή ακόμα και σε αυτούς που κάποτε τον θαύμαζαν, η δημόσια έκκληση να τιμηθεί η μνήμη των θυμάτων του κορωνοϊού με βρισιές και… κατάρες «σε αυτούς που τον δημιούργησαν» δίνει λαβή σε κακεντρεχείς να τον χαρακτηρίσουν αργόστροφο.

Θα έκανε (και δεν θα εκτελούσε) συνέχεια «φάουλ»

Κάποτε ήταν «κίνδυνος-θάνατος» πίσω από την στημένη μπάλα. Τώρα είναι «κίνδυνος-θάνατος» πίσω από το… πληκτρολόγιο του. Κάποτε τα χτυπήματά του έμοιαζαν σίγουρο γκολ. Τώρα τα «χτυπήματά» του (μέσω των social media) είναι επιεικώς άστοχα. Κάποτε ξεχώριζε για το λεπτότητα των κινήσεων και το ντελικάτο στιλ του. Και τώρα -με την τραχύτητα και την αγαρμποσύνη που εκφράζεται- έχει περάσει από το στάδιο του εκτελεστή, στο στάδιο του ατσούμπαλου σέντερ-μπακ που υποπίπτει συνεχώς σε «φάουλ».

 

Δεν θα έβγαινε ατσαλάκωτος από το γήπεδο

Ακόμα και ο ίδιος παραδεχόταν ότι δεν τον ενδιέφερε ιδιαίτερα το μαρκάρισμα. Αποφεύγοντας τις πολλές επαφές, τα μπλονζόν αυτοθυσίας και εννοείται τα τάκλιν, έφευγε ατσαλάκωτος ακόμα και από τερέν που ήταν λασπωμένα. Αν έπαιζε όμως μπάλα με τη λογική που έδειξε στο τελευταίο ποστάρισμά του, δεν θα φοβόταν να κυλιστεί κάτω. Να ματώσει και να λερωθεί. Γιατί αυτός πλένεται -σε αντίθεση με κομμουνιστές και συριζαίους, τους οποίους (σε μια ακόμα επίδειξη ήθους) κατηγόρησε ότι δεν το κάνουν.

Δεν θα μπορούσε ποτέ να πετύχει το «Γ»

Πέρα από το περιεχόμενο των ποσταρισμάτων του και τα «επιχειρήματα» με το οποία τα εμπλουτίζει, υπάρχει και κάτι άλλο που προκαλεί εντύπωση στις τοποθετήσεις του: Η ιδιαίτερα διαταραγμένη σχέση με την ορθογραφία -τουλάχιστον για κάποιον που δηλώνει τόσο υπέρμαχος της χώρας και της γλώσσας της. Πώς θα μπορούσε λοιπόν να πετυχαίνει το «Γ» (έστω κι αν είναι σύμφωνο) με την ευκολία που το έκανε κάποτε στην εστία, όταν μοιάζει ακατόρθωτο να πετύχει την κατάληξη -τε ή -ται σ’ ένα ρήμα;

Δεν θα είχαμε πάει στο Euro

Ποιο κόρνερ-μισό γκολ για τον Δέλλα στον ημιτελικό και ποια μπαλιά στον Χαριστέα με την ίδια ευκολία που βάζει ένα ποτήρι νερό; Αν ο ποδοσφαιριστής Τσιάρτας αγωνιζόταν όπως ο ρήτορας Τσιάρτας, τίποτα απ’ όλα αυτά δεν θα είχε συμβεί. Διότι στο τελευταίο παιχνίδι των προκριματικών με τη Βόρειο Ιρλανδία αποκλείεται να σούταρε το κρίσιμο πέναλτι με το… αριστερό. Θα το σούταρε με το κακό (αλλά απόλυτα ταιριαστό στις απόψεις του) δεξί, θα έστελνε την μπάλα στη Γυάρο και δεν θα είχαμε καν προκριθεί στο Euro.