Η σχέση του Παναθηναϊκού με τη Σκανδιναβία ήταν πάντοτε σχέση αγάπης, παρόλο που στην δεκαετία που μας πέρασε αυτή η σχέση δεν απέδωσε τρομερούς καρπούς, εκτός από τον Μπεργκ που είναι μια ειδική κατηγορία.
Άλλοι Σκανδιναβοί που έβαλαν την πράσινη φανέλα από το 2011 ως και τη φετινή σεζόν ήταν ο Λουντ, ο Μπαϊράμι, ο Χουλτ, ο Μπιάρσμιρ, ο Μπερίσα που δεν πρέπει να έπαιξε καν ολόκληρο 90λεπτο, ο τίμιος Μόλινς, ο Χίλιεμαρκ και ο μόνιμα τραυματίας Τελάντερ.
Η σύγκριση με την προπερασμένη δεκαετία αριθμητικά βγάζει νικήτρια την προηγούμενη. Αλλά ποσοτικά έχουμε πολύ πιο έντονες αναμνήσεις. Δεν είναι μόνο η αυτοκρατορική ηρεμία του τεράστιου Ρενέ Χένρικσεν. Είναι ο εξίσου αλησμόνητος Γιαν Μικάελσεν. Είναι ο τιμιότατος Μάρκους Νίλσον. Είναι όμως κι ένας που οι περισσότεροι θυμούνται για ένα και μόνο γκολ του και όχι για την ασίστ π.χ. στο Ντραγκάο ή τη γκολάρα στο ίδιο γήπεδο ένα χρόνο πριν.
Ο Γιόνας Κόλκα είναι από τις περιπτώσεις παικτών που επιβεβαίωναν όλα τα στερεότυπα για τους Σκανδιναβούς. Χαμηλών τόνων, απόμακρος, ήρεμος. Κι όμως για αρκετούς, θέλουμε να πιστεύουμε, είναι ο τέταρτος πιο σημαντικός Σκανδιναβός μετά τον Ρενέ, τον Μίκλαντ και τον Μπεργκ.
Το στυλ του είναι ένα στυλ που στη συνέχεια των ετών έκανε κυρίαρχο ο Ρομπέν. Ο τεχνίτης εξτρέμ που παίζει στην ανάποδη από το καλό του πόδι πλευρά και συγκλίνει προς τα μέσα είτε για να σουτάρει είτε για να βγάλει μια σέντρα με φάλτσο προς την εστία, ώστε το παραμικρό άγγιγμα να προκαλέσει τρομερή δυσκολία αντίδρασης στον αντίπαλο τερματοφύλακα.
Ο Κόλκα βρέθηκε με αυτά τα χαρακτηριστικά σε ένα ποδόσφαιρο άλλης εποχής. Και γι΄αυτό πιθανότατα δεν είχε φανέλα βασικού στον Παναθηναϊκό, αλλά ήταν συνήθως η πρώτη αλλαγή και πολλές φορές χρυσή αλλαγή, αφού είτε σκόραρε είτε έβγαζε ασίστ. Αν ξεκινούσε να παίζει ποδόσφαιρο 3-4 χρόνια πιο μετά και ήταν στο prime του γύρω στο 2010 και μετά, είμαστε πεπεισμένοι πως θα είχε υψηλότατη χρηματιστηριακή αξία και θα μπορούσε στη χειρότερη να κάνει μια καριέρα αντίστοιχη του Μπαλτσικόφσκι. Να παίξει δηλαδή σε μια ισχυρή Ντόρντμουντ.
Δεξιοπόδαρος που μπορούσε να κοντρολάρει άρτια και το αριστερό του, δεν ήταν εύκολο για την τότε εποχή. Το 2002, αν δείτε στιγμιότυπα, είναι πραγματικά άλλος ποδοσφαιρικός κόσμος. Όπως αισθανόμασταν εμείς πριν 15 χρόνια βλέποντας στιγμιότυπα από το 1980, ίδια είναι η αναλογία.
Ο Κόλκα ήταν ένας Φινλανδός αρτίστας των εξτρέμ, έστω και για τα δεδομένα της Φινλανδίας ή του ελληνικού πρωταθλήματος. Το γκολ στον Ολυμπιακό δεν έχει αξία ως σκέτο γκολ, αφού υπήρξε και η τύχη του γκελ της μπάλας σε έναν κακό αγωνιστικό χώρο. Η αξία είναι η κίνηση του Κόλκα και το άδειασμα δύο αντιπάλων με την άνεση που είχε να αλλάζει κατεύθυνση.
Το πιο ωραίο του γκολ με τα πράσινα ήταν ίσως αυτό στο Ντραγκάο τη σεζόν 2001-2002, στη χρονιά της ξέφρενης πορείας στο Τσάμπιονς Λιγκ, στη β΄φάση των ομίλων.
Δείτε εδώ στο 18:10
https://www.youtube.com/watch?v=Y–zTSlIcqU
Η φάση όμως που θα τον συνοδεύει περισσότερο και ως μέγεθος ανάμνησης είναι σίγουρα η ντρίπλα και η σέντρα στο ίδιο γήπεδο το 2003, στα προημιτελικά του Ουέφα. Μια σέντρα που κατέληξε στο γκολ του Ολισαντέμπε.
Ο Κόλκα ήταν μια σφαίρα στην αριστερή πλευρά του γηπέδου. Δεν έπαιξε όσο άξιζε στον Παναθηναϊκό γιατί τις χρονιές των μεγάλων ευρωπαϊκών επιτυχιών η ομάδα είχε υιοθετήσει μια διαφορετική τακτική στην οποία ο ίδιος δύσκολα έβρισκε θέση.
Ο Μπασινάς με τον Σόουζα έπαιζαν στα χαφ, δεξιά ο Μικάελσεν και αριστερά ο Καραγκούνης. Το «τριφύλλι» δεν είχε την πολυτέλεια τότε να θυσιάσει ένα γρανάζι της συγκεκριμένης τετράδας για να παίξει ο Κόλκα. Παρόλα αυτά ο σίφουνας από τη Φινλανδία πάντα έβρισκε μια θέση στην καρδιά των οπαδών του Παναθηναϊκού. Τέτοιο εξτρέμ δεν ξεχνιέται εύκολα…