Εάν στο μπάσκετ, πέρα από όλα τα υπόλοιπα βραβεία που δίνονται στο τέλος της σεζόν, υπήρχε και ένα αντίστοιχο των Όσκαρ, είναι βέβαιο πως εκείνο του Β’ ανδρικού ρόλου θα έπιανε… αράχνες στην τροπαιοθήκη του Σκότι Πίπεν. Του αιώνιου υπαρχηγού των Μπουλς, του ανθρώπου που έμαθε να ζει στην σκιά του Μάικλ Τζόρνταν, δίχως να σκεπάζεται από αυτήν και μπόρεσε να «ανθίσει» μπασκετικά, κατακτώντας 6 τίτλους και μια μόνιμη θέση στην ιστορία του αθλήματος.
Στο δεύτερο επεισόδιο του πολυαναμενόμενου ντοκιμαντέρ «The Last Dance», για την ζωή και την καριέρα του «Air», ο Πίπεν έκανε κάτι που συνήθιζε στα χρόνια που μοιραζόταν ακόμη τα παρκέ του NBA με τον κορυφαίο όλων των εποχών. Του έκλεψε την παράσταση μέσα από τις αποκαλύψεις σχετικά με την χαώδη μισθολογική διαφορά που χώριζε τον Νο. 1 από τον Νο.2 της ομάδας.
Το 1997 οι απολαβές του Μάικλ Τζόρνταν ξεπερνούσαν τα 33 εκατομμύρια δολάρια, την ίδια ώρα που εκείνες του Σκότι Πίπεν δεν έφταναν καν στα 3 εκατομμύρια… Για την ακρίβεια ο «Ινδιάνος», όπως συνηθίζαμε να τον αποκαλούμε εκείνη την εποχή, έπαιρνε μόλις 2.775.000 ως αποτέλεσμα της υπογραφής που είχε βάλει μερικά χρόνια σε ένα εξαετούς διάρκειας συμβόλαιο.
Στο διάστημα που μεσολάβησε είχαν αλλάξει πολλά στο ΝΒΑ. Το salary cap είχε εκτοξευθεί σε ύψη δυσθεώρητα σε σχέση με εκείνα των αρχών της δεκαετίας του ’90, εξαιτίας διαφόρων παραγόντων, αλλά κυρίως λόγω των ίδιων των Μπουλς, που κατάφεραν να γίνουν το απόλυτο franchise μιας εποχής που το ατομικό ταλέντο περίσσευε και το πρωτάθλημα ήταν γεμάτο από μερικές από τις μεγαλύτερες μπασκετικές προσωπικότητες που είχαν εμφανιστεί ποτέ, ως συνέχεια των πραγματικά μεγάλων της περασμένης εποχής (βλέπε Μάτζικ ή Μπερντ).
Ο Πίπεν είχε μάθει να ζει πάντα σε καθεστώς ανασφάλειας. Έχοντας μεγαλώσει σε ένα σπίτι με 12 παιδιά, όχι ακριβώς μέσα σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, αλλά σίγουρα δεν βρήκε τίποτα στρωμένο για αυτόν στον δρόμο του. Με τον πατέρα του καθηλωμένο σε αναπηρικό καροτσάκι εξαιτίας ενός εγκεφαλικού κι έναν αδελφό σε παρόμοια κατάσταση λόγω ατυχήματος, γνώριζε από πρώτο χέρι πως καλό είναι να μην παίζεις την ζωή σου στα ζάρια και ότι μερικές φορές είναι προτιμότερο να αρπάζεις αυτό που μπορεί να σου δώσει άμεσα.
Είχε την αντίληψη όταν υπάρχουν εκπλήξεις, αυτές συνήθως είναι δυσάρεστες, κι έχοντας πολλές τέτοιες ήδη στην ζωή του ήθελε να κάνει τα πάντα ώστε να αποφύγει αντίστοιχες στο μέλλον. Άλλωστε, ακόμη και στο «The Last Dance» ξεχωρίζει η στιγμή με τον ίδιο τον Πίπεν να κάνει δηλώσεις φορώντας ακόμη το καπελάκι των Σόνικς που τον είχαν επιλέξει στο νούμερο 5 και να μένει σχεδόν σοκαρισμένος μαθαίνοντας στην κυριολεξία από τους δημοσιογράφους ότι χωρίς να το γνωρίζει είχε γίνει ήδη ανταλλαγή και θα κατέληγε στο Σικάγο…
Μια κίνηση που σύμφωνα με κάποιες πηγές δεν είχε καν τις… ευλογίες του MJ, ο οποίος φέρεται να προτιμούσε τον Τζο Γουλφ, έναν παίκτη που τελικά έκλεισε την καριέρα με μέσο όρο μόλις 4,4 πόντους και 3,3 ριμπάουντ. Η διορατικότητα του Τζέρι Κράουζ και η ικανότητά του να κλείνει deals ήταν ο λόγος που δημιουργήθηκε εκείνο το απόλυτο δίδυμο και το πραγματικά οξύμωρο στην όλη ιστορία ήταν ότι τελικά ο Πίπεν θα έφτανε σε άκρα με τους Μπουλς εξαιτίας της κορύφωσης της κόντρας με τον General Manager της ομάδας που σε πρώτη φάση αντιμετώπιζε ως ευεργέτη του!
Με εκείνα τα πρώτα χρήματα του συμβολαίου που υπέγραψε αμέσως μετά το trade, ο Πίπεν κατόρθωσε να εξασφαλίσει το μέλλον της μητέρας του, όπως ήταν η πρώτη έννοια του, ενώ με την πρόωρη ανανέωση και επέκτασή του το 1991 θέλησε να εξασφαλίσει τον εαυτό του και να βγάλει από πάνω του την ανασφάλεια του τι θα συμβεί στην οικογένειά του εάν έβρισκε κι εκείνον μια ατυχία με την μορφή ενός σοβαρού τραυματισμού στα παρκέ.
Στην ουσία οι όποιες ενστάσεις σχετικά με εκείνο το συμβόλαιο που τον έφερνε στην 122η θέση των αμειβομένων παικτών του ΝΒΑ δεν είχαν να κάνουν τόσο πολύ με τις απολαβές του, αλλά με την χρονική διάρκεια. Όλοι προεξοφλούσαν ότι μιας μικρότερης έκτασης συμφωνίας θα τον μετέτρεπε σύντομα σε έναν περιζήτητο free agent, με τις μισές (και βάλε) ομάδες του ΝΒΑ διατεθειμένες να του προσφέρουν «γη και ύδωρ» προκειμένου να τον εντάξουν στο ρόστερ τους.
Όπως ακριβώς συμβαίνει και στην ζωή γενικότερα, έτσι και στο μπάσκετ ειδικότερα, δεν παίρνεις πάντα αυτό που αξίζεις. Αναμφισβήτητα η περίπτωση του Πίπεν δεν αποτελεί εξαίρεση. Υπάρχει, όμως, διπλή ανάγνωση εδώ. Τα χρήματα που πήρε κατά την διάρκεια των «καλών χρόνων» και της ατομικής και ομαδικής κυριαρχίας ήταν ψίχουλα συγκρινόμενα με την προσφορά και την επίδρασή του.
Εάν, όμως, βάλεις κάτω τα συνολικά νούμερα, θα διαπιστώσεις ότι αργότερα συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Όταν τελικά αποδεσμεύτηκε από το Σικάγο, μετά την κόντρα του με την διοίκηση που κράτησε πάρα μα πάρα πολύ, ο Πίπεν έβγαλε την υπογραφή του σε πενταετές συμβόλαιο με τους Ρόκετς για 68 εκατομμύρια δολάρια (άσχετα εάν έμεινε στο Χιούστον μόλις ένα χρόνο) και συνέχιζε να βγάζει τρεις, τέσσερις και πέντε φορές περισσότερα χρήματα σε σχέση με το παρελθόν, παρά το γεγονός ότι στο Πόρτλαντ δεν είχε πάνω από 10-11 πόντους κατά μέσον όρο, ενώ την χρονιά της επιστροφής του στο Σικάγο, η ιστορική αδικία κατά κάποιον τρόπο διορθώθηκε με απολαβές ύψους 10.000.000 δολαρίων για 23 όλα κι όλα ματς, με συνεισφορά μικρότερη των 6 πόντων ανά παιχνίδι…
Στο κάτω-κάτω της γραφής, όπως είχε πει και ο ίδιος ο Πίπεν: «Σεβασμός είναι αυτό που κερδίζεις όταν κλέβεις την μπάλα από κάποιον άλλο» και στην δική του περίπτωση, εκτός παρκέ δεν τον έκλεψε κανείς. Ό,τι συνέβη φέρει και την δική του υπογραφή αλλά και μερίδιο ευθύνης.