Το καλοκαίρι του 1991, πολύ πριν ο νόμος Μποσμάν αλλάξει τα πάντα στο ποδόσφαιρο, οι ελληνικές ομάδες έχουν το δικαίωμα να διατηρούν στο ρόστερ τους μόλις τρεις ξένους. Ο νταμπλούχος Παναθηναϊκός του Βασίλη Δανιήλ διαθέτει ήδη στις τάξεις του δύο αλλοδαπούς που στην πορεία του χρόνου αποδείχθηκαν πραγματικά «διαμάντια». Τους Βάντζικ και Βαζέχα.
Με τον πήχη να έχει μπει ήδη πολύ ψηλά από τους δύο Πολωνούς, οι πράσινοι ψάχνουν τον «εκλεκτό» που θα τους πλαισιώσει, αλλά δεν χρειάζεται να κοιτάξουν πολύ μακριά. Από την προηγούμενη σεζόν κιόλας ένας… Iνδιάνος μαγνητίζει τα βλέμματα στα γήπεδα της Α’ Εθνικής, κάνοντας πράγματα και θαύματα με την φανέλα του ΟΦΗ. Με συνοπτικές διαδικασίες, όπως συνέβαινε συχνά εκείνη την εποχή με το δρομολόγιο Ηράκλειο-Αθήνα ή το αντίστροφο, ο Βίκτορ Ούγκο Ντελγάδο αφήνει το Γεντί Κουλέ και γίνεται κάτοικος Παιανίας.
Όπως φαίνεται και από τον τίτλο του βίντεο, ο Αργεντινός δεν μεγαλούργησε με το τριφύλλι, αφού σημείωσε μόλις ένα γκολ (αυτό στο ματς με τα Τρίκαλα) καταγράφοντας όλη κι όλη μία συμμετοχή σε αγώνα πρωταθλήματος κι αυτή περνώντας ως αλλαγή και αγωνιζόμενος για 18 λεπτά…
Ο μετρημένος και συγκεκριμένης αγωνιστικής φιλοσοφίας προπονητής του Παναθηναϊκού δεν «κολλάει»… ιδεολογικά με τον μακρυμάλλη Αργεντινό, ενώ ο ανταγωνισμός για μια θέση στην 11άδα, ειδικά στο μεσοεπιθετικό κομμάτι είναι τεράστιος. Στο ρόστερ, εκτός από το πιο καυτό δίδυμο που έχει ντυθεί ποτέ στα πράσινα (Σαραβάκος-Βαζέχα), υπάρχουν ακόμη επιτελικοί χαφ και πλάγιοι επιθετικοί μεγάλης αξίας, όπως οι Μπορέλι, Φραντζέσκος, Δώνης και Γεωργακόπουλος, ενώ παράλληλα και ο ίδιος ο Αργεντινός είναι ένας δύσκολος, μποέμ χαρακτήρας που δεν «δένει» με το… αυστηρό προφίλ της ομάδας.
«Τσακωμένος» με την προπόνηση (εάν αυτή δεν περιείχε μπάλα) και με τον αστικό μύθο να θέλει τον διαβόητο επιστάτη της Παιανίας Δημήτρη Αγριμάκη να τον… κυνηγάει κάθε φορά που έσβηνε τις γόπες των τσιγάρων του στις μοκέτες του προπονητικού κέντρου, ο Ντελγκάδο θα αποδειχτεί η απόλυτη απογοήτευση της χρονιάς και σχεδόν κανείς δεν τον μνημονεύει ως μέλος εκείνης της ομάδας που στο τέλος της σεζόν έφτασε να συμμετάσχει στα προημιτελικά του πρώτου –πειραματικού- Champions League. Μοιραία επέστρεψε τον Γενάρη στον ΟΦΗ. Εκεί όπου την προηγούμενη χρονιά είχε μεγαλουργήσει…
Τέτοια πράγματα ήταν σε θέση να κάνει –όταν ήταν στα κέφια του- ο θαυματουργός Ντελγκαδίτο, όπως τον φώναζαν στην Ουρακάν, στην ομάδα δηλαδή που αγωνιζόταν πριν κάποιος ψιθυρίσει στον άνθρωπο που διαχειριζόταν τις μεταγραφές των Κρητικών, Κώστα Καζανάκη, την ύπαρξή του και την δυνατότητα του συλλόγου του Ηρακλείου να τον αποκτήσει με πολύ λίγα (σχετικά) χρήματα.
Το scouting report έγινε από τον Χουάν Ραμόν Ρότσα, ο οποίος είχε πρόσφατα κρεμάσει τα παπούτσια του ως παίκτης και γνώριζε καλά την αγορά της Λατινικής Αμερικής, από την οποία ήδη οι Κρητικοί είχαν φέρει «λαβράκια», όπως οι Ίσις και Βέρα, ενώ και ο ίδιος ο Ευγένιος Γκέραρντ πάντα ήθελε στις ομάδες αυτό το έξτρα πικάντικο παιχνίδι, το οποίο μόνο εραστές της μπάλας από εκείνες τις χώρες μπορούσαν τότε να προσφέρουν.
Άλλες εισηγήσεις του Ρότσα (ειδικά για τον Παναθηναϊκό) είχαν πεταχτεί στον κάλαθο των αχρήστων, με τους πράσινους να χάνουν μοναδικές ευκαιρίες για να πάρουν παίκτες που μερικά χρόνια αργότερα αποδείχτηκαν παιχταράδες κι έπαιξαν σε τεράστιους συλλόγους, αλλά ο Καζανάκης τον εμπιστεύτηκε απόλυτα. «Παρ’ τον με κλειστά τα μάτια», θα μπορούσαν να είναι τα λόγια του Χουάν, με μια υποσημείωση. Τον παράξενο χαρακτήρα και την περίεργη προσωπικότητα του Ντελγκάδο, που είχε μεγαλώσει σε συνθήκες φτώχειας, πράγμα που αποτυπωνόταν και στο ποδοσφαιρικό του προφίλ.
Ήταν ένας μάγος, αλλά δεν έμπαινε σε καλούπια εύκολα. Έκανε «παπάδες» στο γήπεδο, αλλά μισούσε την προπόνηση. Έπινε, κάπνιζε, ξενυχτούσε… Όλα αυτά έκαναν τους ανθρώπους του ΟΦΗ να έχουν δεύτερες σκέψεις μέχρι που ο Καζανάκης αποφάσισε ο ίδιος να πάει να τον παρακολουθήσει δια ζώσης.
Δηλαδή, αν εσείς βλέπατε σλάλομ σαν το παραπάνω θα λέγατε όχι; Όχι, βέβαια! Σε χρόνο dt –και μετά από ένα ματς της Ουρακάν με την Ρίβερ Πλέιτ– οι επαφές των Κρητικών με τους Αργεντινούς ολοκληρώνονται και την ίδια μέρα κιόλας ο Ντελγκάδο υπογράφει στον ΟΦΗ. «Δένει» απόλυτα στο πλευρό του Χάιμε Βέρα και σχεδόν σε κάθε ματς συμμετέχει στις… λάτιν παραστάσεις της ομάδας του Γκέραρντ.
Με 6 γκολ σε 22 ματς ο Ντελγκάδο, ο οποίος τότε ήταν μόλις 22-23 ετών, ξεσηκώνει τα πλήθη και μετατρέπεται σε ατραξιόν του ελληνικού πρωταθλήματος. Ελάχιστοι από τους ποδοσφαιριστές της εποχής μπορούσαν να συγκριθούν μαζί του σε θέματα τεχνικής, ενώ ο ίδιος αποδεικνύεται μάστερ του απρόβλεπτου, καθώς με την μπάλα στα πόδια δεν υπήρχαν για εκείνον περιορισμοί. Ο Ντελγκαδίτο μετατρέπεται σε εφιάλτη για τους αντίπαλους αμυντικούς, που κινδύνευαν σε κάθε φάση να εκτεθούν ανεπανόρθωτα από μια έμπνευσή του.
Εκείνο το πέρασμά του από την Παιανία όμως τον φέρνει πολύ πίσω και διαταράσσει την εύθραυστη ψυχοσύνθεσή του. Επιστρέφει στον ΟΦΗ, αλλά συχνά παίζει με «κατεβασμένες ασφάλειες», ενώ οι φωνές για την άστατη (και αντιεπαγγελματική σε μεγάλο βαθμό) εξωγηπεδική ζωή του δυναμώνουν όταν εμπλέκεται σε τροχαίο που είχε ως αποτέλεσμα να καεί το αυτοκίνητο που οδηγούσε. Ήταν φανερό ότι ο Ντελγκάδο είχε χάσει την ευκαιρία της καριέρας του, επιλέγοντας σε μεγάλο βαθμό ο ίδιος να βάλει το ποδόσφαιρο σε δεύτερη μοίρα.
Τελικά αποχωρεί από την Ελλάδα το 1993 για να φορέσει ξανά την φανέλα της αγαπημένης του Ουρακάν, χωρίς ποτέ να κατορθώσει να φτάσει στο επίπεδο που θα μπορούσε. Συνεχίζει να παίζει μπάλα σε διάφορους συλλόγους της Νότιας Αμερικής, μέχρι τελικά να αποφασίσει να σταματήσει στα 31 μόλις χρόνια του και να αφήσει τους πάντες με την απορία πόσο διαφορετικά θα είχαν εξελιχθεί τα πράγματα εάν ήταν σε θέση να ντριπλάρει τους προσωπικούς δαίμονές του με την ίδια ευκολία που το έκανε με τους δύσμοιρους αμυντικούς που κατά καιρούς είχαν την ατυχία να τον βρουν μπροστά τους.