Στην ερώτηση για τον κορυφαίο ριμπάουντερ που πέρασε ποτέ από την Α1, οι απαντήσεις πιθανότατα θα ποικίλλουν, με τους περισσότερους πάντως μάλλον να στέκονται στο όνομα του Στόγιαν Βράνκοβιτς. Ενός εκ των κορυφαίων ψηλών στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ, που ωστόσο παρά τα κατορθώματά του δεν είναι ο κάτοχος ενός απίστευτου ρεκόρ, το οποίο φέρει φαρδιά-πλατιά την υπογραφή του Μαρκ Λάντσμπεργκερ.
Εάν απάντησες «ποιος είναι αυτός», μάλλον χρειάζεσαι εντατικά μαθήματα… μπασκετικής ιστορίας, καθώς μιλάμε για έναν παίκτη που όταν έφτασε στην Ελλάδα για λογαριασμό του Πανιωνίου το καλοκαίρι του 1988 προκάλεσε τεράστια αίσθηση.
Και απολύτως αναμενόμενα… Άλλωστε δεν έρχεται κάθε μέρα στα μέρη μας ένας τύπος με πολυετή θητεία στο NBA, με δύο δαχτυλίδια πρωταθλητή στα δάχτυλά του και πρώην συμπαίκτες «ιερά τέρατα» του αθλήματος όπως οι Μάτζικ Τζόνσον, Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ, στους τεράστιους Λος Άντζελες Λέικερς της δεκαετίας του ’80!
Κι όμως! Εκείνη την εποχή όλα ήταν πιθανά στο ελληνικό μπάσκετ που με «καύσιμο» την κατάκτηση του Ευρωμπάσκετ του 1987 βρισκόταν σε φάση απογείωσης για να γίνει αυτό στο οποίο εξελίχθηκε τα επόμενα χρόνια, όταν οι ελληνικές ομάδες έγιναν δημοφιλής προορισμός σπουδαίων παικτών, μετατρέποντάς τες από φτωχούς συγγενείς σε συστηματικούς διεκδικητές ευρωπαϊκών τροπαίων.
Ήταν η τελευταία ημέρα εκείνου του καλοκαιριού όταν οι προσπάθειες του τότε προέδρου του Πανιωνίου, Αβραάμ Μοβσεσιάν, απέδωσαν καρπούς και ο Μαρκ Λάντσμπεργκερ άφηνε μετά από μια τετραετία την ιταλική Φορλί για να φορέσει την φανέλα των «κυανέρυθρων». Πάντως, παρά το εντυπωσιακό βιογραφικό του, το σουλούπι του δεν… γέμιζε και τόσο το μάτι.
Ο Αμερικανός είχε κλείσει ήδη τα 34 χρόνια του, ενώ το ύψος του (οριακά πάνω από τα δύο μέτρα, 2.03 σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία) δεν μπορούσε να σε προϊδεάσει για την αδιανόητη έφεση που είχε στο ριμπάουντ, διαδικασία που είχε μετατρέψει σε… επιστήμη. Κάτι αντίστοιχο, δηλαδή, του Τσαρλς Μπάρκλεϊ ή του Ντένις Ρόντμαν, που θεωρούνται (και είναι) οι κορυφαίοι του είδους, βάζοντας… κάτω παίκτες κατά πολύ υψηλότερους.
Όπως άλλωστε έχουν αποκαλύψει και οι προαναφερθέντες, όλο το μυστικό στο ριμπάουντ κρύβεται στην… μελέτη. Στο να δουλέψουν τόσο πολύ ώστε να είναι σε θέση να αντιλαμβάνονται πού θα πάει η μπάλα μετά την επαφή της με το καλάθι, ανάλογα με την δύναμη ή την γωνία επαφής. Κι έτσι να βρεθούν ένα βήμα μπροστά από τους αντιπάλους τους και σε καλύτερη θέση προκειμένου να μαζέψουν τα «σκουπίδια» της ρακέτας και να εξασφαλίσουν ακόμη μία κατοχή για λογαριασμό της ομάδας τους.
Κάποτε, κάποιος παίκτης του ΝΒΑ είχε πει ότι το να αναλάβεις το μαρκάρισμα του Μάικλ Τζόρνταν σήμαινε πως την επόμενη μέρα θα έβλεπες σίγουρα τον εαυτό σου στις εφημερίδες καθώς όλο και κάποιος φωτογράφος θα είχε απαθανατίσει την απέλπιδα (και συνήθως καταδικασμένη) προσπάθειά σου να τον σταματήσεις. Κάτι τέτοιο είχε συμβεί και με τον Λάντσμπεργκερ, όχι φυσικά με αντίπαλο τον Air, αλλά κόντρα σε ένα άλλο μυθικό όνομα. Τον Τζούλιους Έρβινγκ, που στους τελικούς των Σίξερς κόντρα στους Λέικερς το 1980 χάρισε μια θρυλική φάση όταν απέφυγε με μαεστρία τόσο τον μετέπειτα παίκτη του Πανιωνίου όσο και τον Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ για να αφήσει την μπάλα στο καλάθι. Έστω κι έτσι, ο Λάντσμπεργκερ κατάφερε να γίνει πρωτοσέλιδο!
Στην Ελλάδα ο ξανθομάλλης (από τα λίγα μαλλιά που του είχαν απομείνει) δεν είχε να αντιμετωπίσει παίκτες του διαμετρήματος του Dr J. Και ο ίδιος θυμάται φυσικά τις επικές μάχες με τον Παναγιώτη Φασούλα και δεν ξεχνά τις δικές του συνεργασίες με τον Φάνη Χριστοδούλου στους Νεοσμυρνιώτες. Κυρίως, όμως, κρατά στο μυαλό του την μνημειώδη εμφάνισή του σε ματς απέναντι στον Ολυμπιακό στις 28 Ιανουαρίου 1990, όταν κατέβασε 31 ολόκληρα ριμπάουντ, σκεπάζοντας τα καλάθια και δημιουργώντας ένα ανεπανάληπτο ρεκόρ στην Α1, το οποίο δεν κατάφερε να σπάσει ούτε καν ο Στόγιαν Βράνκοβιτς αργότερα.
Στη μία και μοναδική σεζόν που έμεινε στην Ελλάδα, αγωνίστηκε σε μόλις 19 ματς, έχοντας κατά μέσο όρο 17,9 ριμπάουντ! Κι αν σκέφτεστε ότι μάλλον μόνο αμυντικά μπορούσε να συνεισφέρει, οι 18,7 πόντοι που σημείωνε ανά παιχνίδι, πιθανότατα θα σας αλλάξουν την γνώμη!
Αντίστοιχα ήταν τα κατορθώματά του και στην Ιταλία, όπου σε ένα ματς είχε 34 ριμπάουντ (ρεκόρ και για την ιταλική λίγκα), νούμερο που του έχει χαρίσει μια θέση στην… αιωνιότητα και στο μπάσκετ της γειτονικής χώρας.
Πάντως μετά το τέλος της καριέρας του έριξε πίσω του… μαύρη πέτρα. Άνοιξε κοσμηματοπωλείο και δεν ασχολήθηκε ξανά με το μπάσκετ. Μάλλον κανείς από τους πελάτες του δεν θα μπορεί να μαντέψει τα πρωτοφανή και αξεπέραστα ρεκόρ που έχει καταγράψει στην Ευρώπη αυτός ο τύπος!