Τα «φαντάσματα» της εθνικής Αργεντινής που θυσιάστηκαν για μια πρόκριση

Οι ξεχασμένοι ήρωες που επιβίωσαν στην «κόλαση»

Λίγες ποδοσφαιρικές ιστορίες μπορούν να συγκριθούν με αυτήν και ελάχιστες έχουν μείνει τόσο ξεχασμένες, παρά τα στοιχεία αρχαίας τραγωδίας που κουβαλάνε, όσο αυτή της «Εθνικής ομάδας-φάντασμα». Ενός αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος της Αργεντινής που στάλθηκε να κάνει κάτι που έμοιαζε περισσότερο με στρατιωτικά γυμνάσια επίλεκτων στρατιωτών για πόλεμο, παρά με προετοιμασία αθλητών για ένα παιχνίδι.

Βέβαια για την «αλμπισελέστε» και τον λαό της Αργεντινής ΕΚΕΙΝΟ δεν ήταν ένα «απλό παιχνίδι», αλλά πολλά παραπάνω. Τέσσερα χρόνια μετά τoν εξευτελισμό του αποκλεισμού στα προκριματικά ενός Παγκοσμίου Κυπέλλου, ο «εφιάλτης της Λα Παζ» επέστρεφε και ξαναζωντάνευε, όπως ο Φρέντι Κρούγκερ στον κινηματογραφικό «Εφιάλτη με τις λεύκες».

Τότε, πίσω στο 1969, η Αργεντινή γνώριζε πικρή ήττα στην έδρα της Βολιβίας με 3-1 κι αυτό το αποτέλεσμα την άφησε μακριά από τα γήπεδα του Μεξικού, εκεί όπου μερικούς μήνες αργότερα η μισητή Βραζιλία παρουσίασε την πιο ελκυστική και ερωτεύσιμη εθνική ομάδα όλων των εποχών, κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο κι έμεινε για πάντα στο μυαλό των φιλάθλων συνυφασμένη με το «jogo bonito», το ποδόσφαιρο που βλέπεις και χαμογελάς.

Τέτοιο χουνέρι δεν ήθελαν να βιώσουν δεύτερη σερί φορά οι βασανισμένοι κάτοικοι της Αργεντινής, που εκείνη την περίοδο έβλεπαν τον Περόν να επιστρέφει στην χώρα και να μπαίνει έτσι τέλος στην χούντα που τον είχε ανατρέψει με πραξικόπημα 18 χρόνια πριν. Όμως η ιστορία είχε τα δικά της σχέδια και μπόλικα κέφια.

Με το ημερολόγιο να δείχνει 1973, το ποδοσφαιρικό σενάριο επαναλαμβανόταν. Δύο αγωνιστικές πριν το τέλος της προκριματικής φάσης η εθνική ομάδα είχε ακόμη να παίξει εντός έδρας με την Παραγουάη, αλλά πριν φτάσει εκεί μεσολαβούσε η κόντρα με την Βολιβία. Στην Λα Παζ, την πόλη που είχε γίνει τόπος μαρτυρίου το ’69, κυρίως λόγω του υψομέτρου. Χτισμένη στα 3.640 μέτρα πάνω από την θάλασσα, η πρωτεύουσα της χώρας έδινε πάντα ένα έξτρα πλεονέκτημα στους γηπεδούχους, ειδικά εκείνα τα χρόνια, αφού το υψόμετρο έκανε πάντα τους μη συνηθισμένους σε τέτοιες ατμοσφαιρικές συνθήκες φιλοξενούμενους, να ξεμένουν από ανάσες και δυνάμεις λόγω της διαφορετικής σύνθεσης του αέρα εκεί πάνω.

Τότε ο Ομάρ Σίβορι, τεράστιο όνομα ως παίκτης και πλέον ομοσπονδιακός τεχνικός, είχε μια αλλόκοτη και -όπως αποδείχτηκε- κυνική αλλά έξυπνη ιδέα. Να στείλει τους εκλεκτούς του σε μια τοποθεσία με υψόμετρο ώστε να κάνουν εκεί ειδική προετοιμασία μόνο για αυτό το ματς και να εγκλιματιστούν οι ποδοσφαιριστές όσο γίνεται στις αντίξοες και άγνωστες συνθήκες που θα συναντούσαν στην Βολιβία.

Υπήρχε, όμως, ένα σημαντικό πρόβλημα. Πολλοί από τους προβεβλημένους παίκτες αγωνίζονταν είτε στην Ευρώπη είτε σε μεγάλους εγχώριους συλλόγους και δεν θα δέχονταν να συμμετάσχουν μεσούσης της σεζόν. Οπότε, μετά από πολλή έρευνα, κατέληξε σε ένα γκρουπ ποδοσφαιριστών που ήταν έτοιμοι και πρόθυμοι. Κάποιοι από αυτούς ήδη διάσημοι, όπως ο μετέπειτα παγκόσμιος πρωταθλητής και πρώτος σκόρερ του 1978 Μάριο Κέμπες και κάποιοι άλλοι λιγότερο γνωστοί, αλλά ελπιδοφόροι και μέλη της εθνικής Νέων. Όπως για παράδειγμα ο 19χρονος τότε Χουάν Ραμόν Ρότσα, που αργότερα έγραψε ιστορία ως παίκτης και προπονητής του Παναθηναϊκού! Εκεί, σε εκείνη την «ομάδα-φάντασμα» κατέγραψε την παρουσία του στην «αλμπισελέστε» αγωνιζόμενος με το εθνόσημο! Αν -και όπως πολύ σωστά θυμήθηκε ο ίδιος στην διάρκεια της κουβέντας μας- την εποχή εκείνη δεν υπήρχε ακόμη ραμμένο στις εμφανίσεις. Πράγμα που επιβεβαιώνουν και οι φωτογραφίες.

Αποδείχτηκε πως η θεωρία απείχε πολύ από την πράξη. Η επιστροφή του Περόν από την εξορία τράβηξε πάνω της το ενδιαφέρον όλων. Ακόμη και των υπευθύνων της εθνικής, που στην κυριολεξία λησμόνησαν την ομάδα και την άφησαν στην τύχη της. Ούτε ο ίδιος ο Σίβορι δεν ακολούθησε τους παίκτες. Αντίθετα, έστειλε τον βοηθό του, Μιγκέλ Ινιομιρέγιο και εκείνο το παράξενο τσούρμο εθελοντών στην ασήμαντη πόλη Τιλκάρα. Στα βόρεια της χώρας και –κυρίως- σε υψηλό υψόμετρο. Εκεί θα φτιαχνόταν η βάση από όπου θα διεξαγόταν η προετοιμασία και η τελική επιλογή αυτών που θα έπαιζαν στην Βολιβία. Όταν μετά από πολύωρο ταξίδι, πρώτα με αεροπλάνο και στη συνέχεια οδικώς, η αποστολή έφτασε στον προορισμό της, όλοι κατάλαβαν σε τι κόλαση είχαν βρεθεί…

Στην πόλη δεν τους περίμενε κανείς και τίποτα δεν ήταν όπως τους είχαν υποσχεθεί οι άνθρωποι της ομοσπονδίας. Είδαν ένα απλά υποφερτό ξενοδοχείο και ένα μικρό, σκονισμένο μέρος που δεν είχε να τους προσφέρει την παραμικρή άνεση, παρά την απίστευτη ομορφιά της αργεντίνικης φύσης. Δεν είχαν μαζί τους μάγειρες ή οποιοδήποτε βοηθητικό προσωπικό και σύντομα αντιλήφθηκαν ότι ακόμη και για τα πιο απλά πράγματα, όπως ας πούμε να φάνε, θα έπρεπε να φροντίσουν οι ίδιοι. Πολύ γρήγορα έγινε ξεκάθαρο ότι για τον Χουάν Ραμόν Ρότσα και τους υπόλοιπους αυτό θα ήταν ένα παιχνίδι επιβίωσης.

Αρχικά οι ποδοσφαιριστές δεν ήταν καν σε θέση να κάνουν μερικά βήματα χωρίς να τους κοπεί η ανάσα –πόσω μάλλον να παίξουν μπάλα- ενώ όταν ξεκίνησαν οι προπονήσεις κάποιοι μετάνιωσαν την ώρα και την στιγμή που είπαν ναι σε αυτήν την πρόκληση-πρόσκληση. Τα πράγματα γίνονταν ακόμη χειρότερα μετά το πέρας των προπονήσεων. Έπρεπε να βρουν τρόφιμα και στη συνέχεια κάποιον να μαγειρέψει για να φάνε, αλλιώς έμεναν νηστικοί. Και για να γίνει μια άσχημη κατάσταση ανυπόφορη, η ομοσπονδία άρχισε να μην τηρεί καμία από τις υποσχέσεις της. Είχε τάξει ότι θα καταβάλει στους παίκτες τον μισθό που θα έπαιρναν από τις ομάδες τους, όμως εκείνοι χρήματα δεν έλαβαν κι όταν πλέον είχαν φτάσει στην Τιλκάρα, ενημερώθηκαν ότι θα έπαιρναν λεφτά μόνο εάν έδιναν φιλικά παιχνίδια και πληρώνονταν από αυτά. Ταξίδεψαν παντού, έφτασαν στο σημείο να παίξουν για τους εργάτες ενός ορυχείου στην επαρχία Χουχούι, εμπειρία που ο ίδιος ο Ρότσα σε επικοινωνία που είχαμε, χαρακτηρίζει «τεράστια» και «απίστευτη», αφού διαπίστωσε με τα ίδια του τα μάτια τις τραγικές συνθήκες δουλειάς αυτών των ανθρώπων των οποίων το προσδόκιμο ζωής δεν ξεπερνούσε τα 31-32 έτη…

Έτσι, τα αρχικά μόλις δύο προγραμματισμένα φιλικά ματς έγιναν οκτώ. Με τους εξουθενωμένους και πεινασμένους ποδοσφαιριστές να ταξιδεύουν με τρένα με ξύλινα καθίσματα ή διαλυμένα λεωφορεία σε κακοτράχαλους χωματόδρομους. Χωρίς να έχουν επικοινωνία με τους δικούς τους ανθρώπους και τις οικογένειές τους οι οποίες μάταια πήγαν να εισπράξουν ένα οικονομικό βοήθημα που επίσης είχε υποσχεθεί ως αποζημίωση η ομοσπονδία. Και μετά το παιχνίδι με την υποχρέωση να ταξιδέψουν πίσω και να βρουν κάποιο μπακάλικο ανοιχτό για να πάρουν προμήθειες. Μοιάζει εξωπραγματικό και σίγουρα είναι συγκρινόμενο με την αντίληψή μας για μια σύγχρονη προετοιμασία με αρχηγό αποστολής, τιμ μάνατζερ, γιατρούς, φροντιστές, φυσιοθεραπευτές, γυμναστές, ειδικούς, επιστήμονες, βοηθητικό προσωπικό, δημοσιογράφους, σεφ,  συμπληρώματα διατροφής και ισοτονικά ποτά. Κι επιπλέον, όπως αποκάλυψαν αργότερα, είχαν να αντιμετωπίσουν και το εχθρικό κοινό. Δύο από τα φιλικά δόθηκαν στο Περού, άλλα τέσσερα στην Βολιβία, ένα ματς διεξήχθη σε υψόμετρο 3.827 μέτρων, σε κάποιους αγώνες έπαιξαν την ίδια μέρα της άφιξής τους

Με αυτήν την επίπονη ρουτίνα πέρασαν 35 ολόκληρες μέρες, μέχρι αυτοί οι «κομάντο» να συναντήσουν τον άνθρωπο που είχε την ιδέα να τους στείλει σε αυτήν την εφιαλτική αποστολή. Τον Σίβορι. Ο εθνικός εκλέκτορας, όμως, δεν ταξίδεψε στην Βολιβία μόνος. Μαζί του έφερνε και τους υπόλοιπους παίκτες, από την Ευρώπη, που είχε επιλέξει εκ των υστέρων. Τα «φαντάσματα» αντάλλαξαν μεταξύ τους ματιές καθώς αντιλήφθηκαν ότι κάποιοι νεοφερμένοι, που δεν είχαν βιώσει τον εφιάλτη όπως εκείνοι, θα έπαιρναν την θέση τους στην ομάδα. Όπως θυμάται ο Χουάν Ρότσα υπήρχε όμως πολλή τρέλα και προσμονή στα αποδυτήρια πριν το ματς. Και οι παίκτες ήταν αποφασισμένοι να μην χαλάσουν το κλίμα λίγες ώρες πριν τη σέντρα

Οι όποιες ενδόμυχες ελπίδες για το αντίθετο, μια «Εθνική Φαντασμάτων», μόνο με παίκτες που είχαν συμμετάσχει στην διαβολοπροετοιμασία, διαλύθηκαν σε δευτερόλεπτα. «Καρνεβάλι», είπε ο Σίβορι, δίνοντας την φανέλα με το νούμερο 1 στον τερματοφύλακα της Λας Πάλμας. Ο Φιγιόλ, που αργότερα θα κατακτούσε το Παγκόσμιο Κύπελλο του ’78 και έμεινε στην ιστορία ως ο κορυφαίος Αργεντινός γκολκίπερ όλων των εποχών, σχεδόν ξεσπά σε κλάματα. Είχε περάσει τα πάνδεινα για παραπάνω από ένα μήνα, μόνο και μόνο για να δει έναν «ξένο» να του παίρνει τη θέση… Ο Σίβορι ανακοινώνει τα υπόλοιπα ονόματα. «Αμυντικοί οι Γκλάρια, Ταλιάνι, Κορτές και Βάργκας». Ο τελευταίος είναι κι αυτός «απ’ έξω». Παίκτης της Ναντ. Ακολουθούν άλλοι τρεις «κομάντος» (Γκαλβάν, Τελχ, Πόι) και οι επιθετικοί είναι οι Κέμπες (που αργότερα έγραψε ότι εκείνον τον ένα μήνα προετοιμασίας έχασε 7 κιλά), Φορνάρι και ο Αγιάλα της Ατλέτικο Μαδρίτης.

Οι 8 από τους 11 (στη διάρκεια του αγώνα πέρασαν ως αλλαγές και οι Τρομπιάνι, Μποτσίνι) που παρατάχθηκαν στο γήπεδο της Λα Παζ ήταν μέλη της 15άδας που είχε επιβιώσει στην προετοιμασία, αφού ορισμένοι από την αρχική επιλογή δεν άντεξαν και έφυγαν μετά τις πρώτες μέρες. Οι άλλοι, μεταξύ των οποίων και ο Χουάν Ρότσα, δεν θα έβλεπαν τους κόπους τους να ανταμείβονται και θα γίνονταν οι πρώτοι από αυτούς που θα θυσιάζονταν για την πρόκριση της Αργεντινής στο Μουντιάλ, αφού έμειναν εκτός 16άδας. Η «αλμπισελέστε» τελικά θα νικήσει με 1-0 χάρις σε γκολ του Φορναρι και θα πάρει το εισιτήριο για τα γήπεδα της Γερμανίας, αφού επικράτησε 3-1 της Παραγουάης στο «Μπομπονέρα», δύο εβδομάδες αργότερα. Το κόλπο του Σίβορι είχε πιάσει. Η εθνική Αργεντινής θα επέστρεφε σε ένα Παγκόσμιο Κύπελλο.

Οι 15 που πραγματοποίησαν εκείνη την mission impossible ήταν οι Φιγιόλ, Μέρλο (Ρίβερ Πλέιτ) -Τριπίκιο,  Γκλαρια (Σαν Λορέντσο) –  Κορτές (Ατλαντα) –  Τσίρδο, Ταλιάνι (Εστουδιάντες) – Τρονκόσο, Φορνάρι (Βελέζ) – Γκαλβάν, Μποτσίνι (Ιντεπεντιέντε) -Τρομπιάνι (Μπόκα Τζούνιορς) – Κέμπες (Ινστιτούτο) – Πόι (Ροσάριο Σεντράλ) – Χουάν Ραμόν Ρότσα (Νιούελς Ολντ Μπόις). Όταν μερικούς μήνες μετά ο ομοσπονδιακός τεχνικός ανακοίνωνε την αποστολή για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974 μόνο οι Φιγιόλ, Γκλαρια, Πόι και Κέμπες άκουσαν τα ονόματά τους και μπήκαν στο αεροπλάνο.

Κάποιοι είπαν πως ο Σίβορι έδειξε μεγάλη ασέβεια με τις επιλογές του και αφήνοντας εκτός τόσους πολλούς από αυτούς που έδωσαν και την ψυχή τους για την πρόκριση. Και σίγουρα οι αντιδράσεις θα ήταν πολύ μεγαλύτερες εάν όλη αυτή η επιχείρηση στρατιωτικού τύπου δεν έμενε κρυφή από το κοινό, τους οπαδούς, τα ΜΜΕ. Εάν δεν υπήρχε ο φωτογραφικός φακός του Λούτσιο Φλόρες (που τράβηξε την ιστορική φωτογραφία με τις μάσκες, μετά από προτροπή του Ινιομιρέγιο) και ο «νονός» της ομάδας Κάρλος Άρες, ο άνθρωπος που την βάφτισε έτσι, το μόνο που θα έμενε για να πιστοποιεί την αλήθεια θα ήταν οι διηγήσεις εκείνων που το έζησαν. Τουλάχιστον, όπως παραδέχεται ο Ρότσα, οι άνθρωποι της ομοσπονδίας είχαν την ευαισθησία να δώσουν πριμ πρόκρισης στο Παγκόσμιο Κύπελλο σε όλα τα «φαντάσματα». «Με αυτά τα χρήματα αγόρασα σπίτι για την οικογένειά μου… Εγώ βέβαια έπαιζα για την τρέλα μου έτσι κι αλλιώς, αλλά αυτά τα λεφτά μας βοήθησαν πολύ τότε. Έπαιρνα από τη Νιούελς 50.000 πέσος και το πριμ ήταν 10.000.000», θυμάται, ενώ κάνει και άλλη μία αποκάλυψη καθώς μιλά για την έκπληξή του όταν συνειδητοποίησε ότι ο Μάουρο Πόι, που έπαιξε μπάλα στα μέρη μας, είναι γιος του Πόι με τον οποίο μοιράστηκαν αυτήν την τρομερή εμπειρία ζωής!

Οι σχέσεις του Φιγιόλ με τον Σίβορι δεν αποκαταστάθηκαν ποτέ. Ο κορυφαίος τερματοφύλακας που έβγαλε το ποδόσφαιρο της χώρας δεν τον συγχώρεσε για το γεγονός ότι δεν τον ξεκίνησε στο ματς με την Βολιβία. Ο Μάριο Κέμπες παραμένει ακόμη και σήμερα ένας από τους λίγους που αναφέρεται σε αυτήν την παράξενη ιστορία του ποδοσφαίρου της χώρας. Οι πιο πολλοί γρήγορα σταμάτησαν να συζητούν για αυτήν. Άλλωστε, σύντομα η Αργεντινή θα αντιμετώπιζε πιο σοβαρά προβλήματα, με ακόμη μία στρατιωτική δικτατορία να αρπάζει την εξουσία. Ο θρίαμβος του 1978 κόντρα στην Ολλανδία (παρά τις σκιές στο ματς με το Περού) «έθαψε» για πάντα τους ήρωες της Τιλκάρα. Όταν έχεις μια εθνική ομάδα πρωταθλήτρια κόσμου γιατί να συζητάς για την «εθνική ομάδα-φάντασμα»;

Η ομάδα φάντασμα λίγο πριν βάλει τις κουκούλες. Ο Ρότσα, όρθιος δίπλα στον τοίχο στο δεξί μέρος της εικόνας

Μερικά χρόνια αργότερα το Παγκόσμιο Κύπελλο φιλοξενήθηκε στο Μεξικό. Κι εκεί κάποια γήπεδα είχαν χτιστεί σε πόλεις με υψόμετρο. Τότε όλοι έφεραν ξανά στο μυαλό τους εκείνα τα «φαντάσματα». Ο Κάρλος Μπιλάρδο αποφάσισε να αντιγράψει το κόλπο του Σίβορι και να ακολουθήσει το παράδειγμά του. Βέβαια, το έκανε με αξιοπρέπεια, στέλνοντας όλους τους παίκτες στην ίδια τοποθεσία, προετοιμάζοντας την ομάδα του για την τελική φάση. Όχι για ένα μήνα, αλλά για μερικές ημέρες. Και -φυσικά- αυτή τη φορά οργανωμένα, όπως αρμόζει σε ένα σύνολο με αρχηγό τον Μαραντόνα. Ο αστικός θρύλος λέει ότι πριν φύγουν, τα μέλη της αποστολής προσκύνησαν τον ναό της Παρθένου της Πούντα Κοράλ, προστάτιδας της μικρής πόλης. Έκαναν μάλιστα και τάμα ότι θα επέστρεφαν εάν κατακτούσαν το τρόπαιο. Όπως γνωρίζουμε όλοι, η Αργεντινή στέφθηκε πρωταθλήτρια, ωστόσο η υπόσχεση δεν τηρήθηκε. Σύμφωνα με τους κατοίκους, αν το τάμα δεν τηρηθεί, η εθνική ομάδα δεν θα κατακτήσει ποτέ ξανά Μουντιάλ. Μια «κατάρα» που ίσως είναι η μόνη… λογική εξήγηση του γιατί ο Λιονέλ Μέσι αποτυγχάνει συνεχώς με την «αλμπισελέστε» και δεν δύναται να την οδηγήσει σε ένα Παγκόσμιο Κύπελλο…