Ακόμη κι αν η κάκιστη εικόνα του Παναθηναϊκού γινόταν να είναι ακόμη χειρότερη στο ματς με τον Ολυμπιακό, η ευθύνη του Γιώργου Δώνη είναι ελάχιστη. Σχεδόν αμελητέα, εάν αναλογιστεί κανείς το σκηνικό διάλυσης της παρούσας ομάδας που έχει στηθεί εδώ και μήνες.
Οι σχέσεις του Έλληνα τεχνικού με την διοίκηση εδώ και πάρα πολύ καιρό βρίσκονται στο έσχατο σημείο. Κι ας πούμε την αλήθεια. Αν δεν ήταν στη μέση το θέμα της αποζημίωσης (με τον Δώνη να είναι γνωστό ότι δεν… χαρίζει σε κανέναν τα δεδουλευμένα του) θα αποτελούσε ήδη παρελθόν.
Η απόφαση να παραμείνει στο τιμόνι ενώ ουσιαστικά αποτελεί παρελθόν (στην πραγματικότητα από τη μέρα πρόσληψης του Τσάβι Ρόκα στη θέση του τεχνικού διευθυντή) ήταν 100% λανθασμένη. Ακόμα μία, θα έλεγε κανείς, στην μακρά σειρά βεβιασμένων κινήσεων που γίνονται τα τελευταία χρόνια στον Παναθηναϊκό.
Κι αυτό, την ίδια ώρα που αντίστοιχη ήταν η κατάσταση και στο υπόλοιπο αγωνιστικό τμήμα. Με μια ντουζίνα παικτών να γνωρίζουν από τώρα ότι δεν θα συνεχίσουν την καριέρα τους στο τριφύλλι, είτε λόγω μη ανανέωσης των δανεισμών τους, είτε εξαιτίας της απροθυμίας ή της αδυναμίας να καλυφθούν οι απαιτήσεις τους προκειμένου να υπογράψουν νέα συμβόλαια.
Ουσιαστικά τόσο ο προπονητής όσο και οι παίκτες του (τουλάχιστον πολλοί εξ αυτών) νιώθουν το τελευταίο διάστημα «φιλοξενούμενοι» σε κάτι που κάποτε ήταν δικό τους. Υπό την έννοια ότι πορεύτηκαν μαζί με τον Δώνη μέσα από συνήθως δύσκολες και αντίξοες συνθήκες και δημιουργώντας ένα δέσιμο το οποίο κράτησε όρθια την ομάδα, την έφερε στα πλέι οφ και στην πραγματικότητα την οδήγησε στο να «ξύσει» το «ταβάνι» των δυνατοτήτων της. Μπορούσε να πάει πιο ψηλά αυτός ο Παναθηναϊκός, με αυτούς τους παίκτες, με αυτό το ρόστερ και με το συγκεκριμένο μπάτζετ, αν αντί του Δώνη βρισκόταν κάποιος άλλος τεχνικός; Ίσως… Αν λεγόταν Πεπ Γκουαρδιόλα ή Γιούργκεν Κλοπ.
Προφανώς και ο Δώνης δεν είναι αυτού του επιπέδου. Ούτε κατόρθωσε να γίνει ο μεταμορφωτής του Παναθηναϊκού. Δέχτηκε να υπηρετήσει ένα συγκεκριμένο πλάνο, έχοντας βέβαια απόλυτη επίγνωση των δυσχερειών, πόνταρε πολλά στο συναισθηματικό δέσιμό του με το τριφύλλι αλλά και τον μνημειώδη εγωισμό του και τελικά αποχωρεί κλείνοντας τον κύκλο του στις λεγόμενες μεγάλες ομάδες (ΑΕΚ, ΠΑΟΚ, Παναθηναϊκό) χωρίς –είναι αλήθεια- να έχει παρουσιάσει έργο που θα τον κάνει να μνημονεύεται από τους οπαδούς καμίας εξ αυτών.
Και εκεί ακριβώς είναι το σημείο που μπορείς να του αποδώσεις ευθύνες. Στο γεγονός δηλαδή ότι πέρασε από τους πάγκους των μεγάλων σε τρεις εντελώς διαφορετικές περιόδους, σε τρεις εντελώς διαφορετικούς κύκλους της επαγγελματικής ζωής του, κάτω από τρεις εντελώς διαφορετικές συνθήκες, αλλά τελικά αποχωρεί δίχως να έχει πετύχει αυτά που σίγουρα ο ίδιος ονειρευόταν και σίγουρα όχι όσα θα ήλπιζαν ή θα περίμεναν αυτοί που τον εμπιστεύτηκαν.
Οι λόγοι της αποτυχίας (ή «αποτυχίας», αν προτιμάτε) σαφώς διαφέρουν αφού μιλάμε για άλλες εποχές, ομάδες, μπάτζετ, απαιτήσεις και στόχους, αλλά σε τελική ανάλυση όλα καταλήγουν σε ένα σημείο. Στο ότι ο Έλληνας τεχνικός δείχνει να λειτουργεί καλύτερα όταν ακόμη βρίσκεται σε διαδικασία κρίσης και αξιολόγησης από τους προϊσταμένους του και τον κόσμο. Μέχρι, δηλαδή, να κερδίσει την εμπιστοσύνη τους και να νιώσει κι εκείνος δυνατός μέσα στα αποδυτήρια ή να αντλήσει αυτοπεποίθηση από τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Όσο διαρκεί αυτή η κατάσταση μπορεί να μεγαλώνει τις ομάδες και να «ψηλώνει» και ο ίδιος ως προπονητικό μέγεθος μαζί τους.
Από την στιγμή, όμως, που αισθάνεται «μεγαλύτερος», από την ώρα που νιώθει «άτρωτος» πάντα ξεκινούν τα προβλήματα για εκείνον. Ένα φαινόμενο που πάντως έκανε την εμφάνισή του σε πολύ μικρότερο βαθμό στον Παναθηναϊκό σε σχέση με τις προηγούμενες θητείες του σε ΑΕΚ και ΠΑΟΚ. Ίσως επειδή οι πράσινοι του έδωσαν πολύ περισσότερο χρόνο, κυρίως λόγω του ότι πλέον (χωρίς ο ίδιος να φέρει μερίδιο ευθύνης) το τριφύλλι είναι πια ένα μικρό –αγωνιστικά- μέγεθος για το ελληνικό ποδόσφαιρο…