–«Τι έγινε ρε σεις;». Ανησυχία, έντονη ανησυχία.
-«Ο μικρός. Κάτι έπαθε ο μικρός…»
Δεν ήταν εύκολο να φτάσεις στη μέση του αχανούς πουθενά- κάθε άλλο. Η Λούλεα, μια μικρή πόλη σ’ ένα από τα πιο βόρεια τμήματα της Σουηδίας, έμοιαζε να είναι χτισμένη στην καρδιά του Βόρειου Πόλου, κι ας μην ανήκε τυπικά σ’ αυτόν.
Η ομάδα, λοιπόν, ήταν αναγκασμένη για φτάσει εκεί να πάρει τρεις ολόκληρες πτήσεις και οι παίκτες, δίμετρα παιδιά όλοι τους, έδιναν μάχη με το πιάσιμο στα στενά καθίσματα. Οι περισσότεροι την έχαναν μετά από δύο υποτυπώδη τεντώματα που θύμιζαν θλιβερή προσπάθεια για διατάσεις και σήκωναν λευκή σημαία. Είχαν ηττηθεί.
Τουλάχιστον να μην έχαναν στον αγώνα. Η Πλάνια φιγουράριζε στο λεξικό δίπλα στο λήμμα «μεγαθήριο», όμως στο κάτω- κάτω μέρος του, εκεί που γράφει τα αντώνυμα. Επομένως, για τον Ηρακλή, ήταν μια καλή ευκαιρία να πάρει το ροζ φύλλο και να βελτιώσει, αν και δεν είχε ρεαλιστικές πιθανότητες διάκρισης πέραν των 16, το ρεκόρ του στην Σουπρολίγκα (την συνέχεια του Κυπέλλου Πρωταθλητριών της FIBA, που «έζησε» μόλις για μια σεζόν, πριν αφήσει τον επιθανάτιο ρόγχο της στα αδυσώπητα χέρια της νεότευκτης Ευρωλίγκας).
Α, ναι: και ήταν ευκαιρία να δουν από κοντά και οι Σουηδοί φίλαθλοι το μεγαλύτερο ταλέντο του ελληνικού μπάσκετ. Τον παίκτη που προοριζόταν να γίνει ο «επόμενος Γκάλης»: τον Χάρη Μαρκόπουλο.
Μόνο που εκείνο το κρύο βράδυ του Φλεβάρη του 2001, ο 19χρονος γκαρντ δεν πάτησε ούτε δευτερόλεπτο το πόδι του στο παρκέ. Αντιθέτως, βρέθηκε στο χειρότερο μέρος που μπορεί να βρεθεί ένας αθλητής.
Στο νοσοκομείο.
Ρατ-ρατ-ρατ-ρατ
Ο ήχος ενός οπλοπολυβόλου που κάποιος το έχει ρυθμίσει στο «κατά ριπάς» και σαρώνει τους πάντες και τα πάντα στο ανηλεές του διάβα. Όμως, εδώ μιλάμε για ένα πορτοκαλί αποχρώσεων οπλοπολυβόλο.
Γιατί, ξέρετε, τέτοιο ήταν ο Χάρης: ο γιος του Σούλη Μαρκόπουλο βρέθηκε εντός των τεσσάρων γραμμών από πολύ μικρή ηλικία. Στο Ιβανώφειο, μιας και ο πατέρας του εργαζόταν στον Ηρακλή εκείνη την περίοδο, έκανε τα πρώτα του μπασκετικά βήματα, τα οποία δεν άργησαν ν’ απεκδυθούν τον πρότερο εαυτό τους και να μετατραπούν σε άλματα.
Ο μικρός δεν ήταν απλά τεράστιο επιθετικό ταλέντο-όχι. Ήταν καμωμένος από εκείνο το σπάνιο υλικό των killers, οι οποίοι μπορούσαν να σου κολλήσουν στη μούρη 10-12 πόντους μέσα σε ένα σκάρτο τρίλεπτο και να μην πάρεις χαμπάρι πώς στο καλό συνέβη.
Παρά το γεγονός πως οι προσωπικοί του αντίπαλοι νόμιζαν πως τον έπαιζαν σκυλίσια άμυνα, τις περισσότερες φορές αποδεικνύονταν γατάκια (ο γράφων έχει προσωπική τραυματική εμπειρία, έχοντας αντιμετωπίσει τον Χάρη στα παιδικοεφηβικά της Θεσσαλονίκης, μιας και δε θυμάται καν πόσους «έφαγε» από τον Μαρκόπουλο. Βέβαια, αυτό ισχύει και για τον Χάρη: δε θυμάται καν ποιος είναι ο γράφων).
«Θυμάμαι ότι στο γυμνάσιο, σε αγώνα 28 λεπτών, είχε πετύχει μία φορά 73 πόντους με το Δελασάλ», είχε αναφέρει πριν από χρόνια ο προπονητής Παρασκευάς Μουρατίδης.
Το ταλέντο και η εργατικότητα του Μαρκόπουλου junior ήταν αδιαμφισβήτητα και ο συνδυασμός των δύο αυτών πραγμάτων δεν άργησε να μετατραπεί σε εκτυφλωτικό, τηλαυγές φως που κατέκαψε μυριάδες ερωτοχτυπημένους αμφιβληστροειδείς που συνέρρεαν για να τον δουν ν’ αγωνίζεται.
Οι 50άρες και οι 60άρες (ναι παιδιά, δεν έχει γίνει «τυπογραφικό» λάθος, μιλάμε πράγματι για πενήντα και εξήνταπόντους) ήταν καθημερινότητα για τον γκαρντ του Γηραιού στα παιδικά και τα εφηβικά, με τους ειδήμονες τις συμπρωτεύουσας να προβαίνουν σε συστηματική προσβολή των θείων, κάνοντας λόγο για τον «επόμενο Γκάλη».
Η κατάκτηση του παγκόσμιου σχολικού πρωταθλήματος με τα χρώματα του Μαντουλίδη (όπου είχε συμπαίκτη τον Νίκο Ζήση) επιβεβαίωσε αυτό που ψιθυριζόταν ολοένα και πιο έντονα: αυτό το παιδί θα τρυπούσε την μπασκετική στρατόσφαιρα.
Δυστυχώς, αντ’ αυτού, τα πόδια του έμειναν προσκολλημένα στη γη.
Το ταξίδι στ’ αστέρια, εξαιτίας εκείνης της καταραμένης πτήσης, θα αναβαλλόταν δια παντός.
Τόνι Πάρκερ 34- Χάρης Μαρκόπουλος 33
Το ημερολόγιο έδειχνε καλοκαίρι 1999. Σ’ ένα τουρνουά στη Μούρθια, η εθνική μας ομάδα των εφήβων θ’ αντιμετώπιζε την αντίστοιχη των Γάλλων. Ο Χάρης (ο καλύτερος 82άρης μαζί με τον Χρήστο Ταπούτο) ήταν ένας από τους δικούς μας σταρ, ενώ απέναντί του είχε, όπως ορθότατα θα έλεγε ο Μάκης Ψωμιάδης, έναν μεγάλο μπασκετμπολίστα του μπάσκετ: τον ανυπέρβλητο Τόνι Πάρκερ.
Ο αγώνας εξελίχθηκε σε κονσέρτο για εύηχα πολυβόλα, με τον μετέπειτα σούπερ σταρ των Σπερς να τελειώνει το ματς με 34 πόντους, την στιγμή που ο Μαρκόπουλος έβαλε 33.
Εκείνη η εμφάνιση μαζί με τα όσα έκανε ο Έλληνας παίκτης ένα χρόνο μετά, το 2000 στο πανευρωπαϊκό της Κροατίας, χαράχτηκαν στη μνήμη του TP, που το 2005 (όταν και κατακτήσαμε το χρυσό στους άντρες στο Βελιγράδι) ρωτούσε ακόμα τον Νίκο Ζήση τι απέγινε ο Χάρης.
Καθόλου άδικα: ο Μαρκόπουλος τελείωσε εκείνο το Eurobasket με 13.6 πόντους, 5.1 ριμπάουντ και 4.5 ασίστ, «γράφοντας» νούμερα καλύτερα από τον Βασίλη Σπανούλη (10.1 πόντοι) και τον Νίκο Ζήση (8.8 π.)- δύο παικτών που έμελλε να γίνουν από τους κορυφαίους στη Γηραιά Ήπειρο- βοηθώντας τα μέγιστα στην κατάκτηση του χάλκινου μεταλλίου.
Γιατί, μια φορά κι ένα κάποτε, αυτό ακριβώς ήταν ο Χάρης: καλύτερος των κορυφαίων.
«Μπροστά» από τον Διαμαντίδη
Η προδιαγεγραμμένη μετάβαση από το εφηβικό του Ηρακλή στην πρώτη ομάδα δεν άργησε να γίνει. Έχοντας κατακτήσει το πανελλήνιο πρωτάθλημα U-18 το 1998 με τον Λάζαρο Παπαδόπουλο για συμπαίκτη, προβιβάστηκε στο αντρικό.
Και μπορεί ο Ηρακλής του σήμερα να έχει χάσει αρκετή από τη λάμψη του, όμως πίσω στην χαραυγή των 00s ήταν ομαδάρα. Μάλιστα, την σεζόν 2000-2001 με απόφαση του προέδρου Εμφιετζόγλου συμμετείχε στην νεοσύστατη, και θνησιμαία, SuproLeague, στο πλάι θηρίων όπως η Μακάμπι, η ΤΣΣΚΑ, ο Παναθηναϊκός, η Εφές, η Σκαβολίνι κ.α.
Το ρόστερ του Γηραιού μπορεί να μην αρκούσε για να σηκώσει την κούπα στη διοργάνωση, όμως προκαλούσε παρατεταμένα επιφωνήματα θαυμασμού: Βασίλι Καράσεφ (ο σπουδαίος Ρώσος με την πετυχημένη θητεία στην ΤΣΣΚΑ), Σάσα Χούπμαν (ναι, ο πρώην του Παναθηναϊκού), Φράνκο Νάκιτς (του Ολυμπιακού), Δημήτρης Διαμαντίδης, Νίκος Χατζηβρέττας, Λάζαρος Παπαδόπουλος, Γιώργος Καράγκουτης, Σοφοκλής Σχορτσανίτης, Γιώργος Χρυσανθόπουλος, Παντελής Παπαϊωακείμ και, φυσικά, ο Μαρκόπουλος junior.
Παρά το γεγονός πως ο Χάρης ήταν μόλις 19 ετών και φορούσε την ίδια στολή με τον (κατά δύο χρόνια μεγαλύτερό του) Δημήτρη Διαμαντίδη, στο ροτέισον ήταν αναπληρωματικός του Καράσεφ έχοντας για αλλαγή του τον 3D.
Ακριβώς: ο τεράστιος Διαμαντίδης έπαιζε πίσω από τον Μαρκόπουλο. Μπορεί αυτό να μοιάζει ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια στα χρονικά μαζί με το πώς στο καλό οι πρωταγωνιστές των ταινιών του Χόλιγουντ δεν τρώνε ποτέ σε ζωτικό όργανο καμία από τις 985 σφαίρες που τους ρίχνουν οι «κακοί», όμως η αναντίρρητη αλήθεια είναι πως τότε ο μικρός ήταν πράγματι καλύτερος παίκτης από τον Δημήτρη.
Πέραν της αδιαμφισβήτητης ικανότητάς του στο σκοράρισμα, έβλεπε γήπεδο όσο ίσως κανένα παιδί στην ηλικία του, ήταν ικανότατος ριμπάουντερ και ναι μεν «έκλεβε» στην άμυνα, αλλά δεν ήταν σε καμία περίπτωση μαύρη τρύπα από αυτές που ρουφάνε αύτανδρη μια ολόκληρη ομάδα στο δρόμο για τη διάκριση.
Γι’ αυτό, ήταν δεδομένο: στις 7 Φλεβάρη του 2001 κόντρα στην Πλάνια, ο Χάρης θα είχε την ευκαιρία να θαμπώσει και τους Σουηδούς.
Αυτό ήταν το πλάνο.
Μόνο που, αλήθεια, πόσα σχέδια ξέρετε να πηγαίνουν πραγματικά καλά στην πράξη;
«Πηγαίνετε να κερδίσετε, καλά είμαι!»
Θύμιζε ελάχιστα ταξίδι για έναν αγώνα και απείρως περισσότερο εναέριο «σκότωμα»: η πρώτη πτήση θα πήγαινε την ομάδα από την Θεσσαλονίκη στο Μόναχο, από κει οι παίκτες και το τεχνικό επιτελείο θα επιβιβάζονταν σε μια άλλη για την Στοκχόλμη και στο τέλος της ημέρας θα έμπαιναν για τρίτη φορά στο αεροπλάνο για να πάνε στην εξωτική Λούλεα.
Κατά τη διάρκεια των ατέρμονων, θαρρείς, πτήσεων ο Καράσεφ διάβαζε, ως συνήθως, τους βίους των Ρώσων Αγίων, ο Νάκιτς (όπως αναφέρει ο τότε υπεύθυνος του γραφείου Τύπου του Ηρακλή, Κώστας Κούσης) επεδείκνυε το Vacheron ρολόι του, ο Λάζος ήταν απλά ο… Λάζος, την στιγμή που ο Χατζηβρέττας με τον Καράγκουτη ήταν οι νεανικές επιτομές της σοβαρότητας. Κάπου εκεί, φυσικά, βρισκόταν και ο Μαρκόπουλος, ο οποίος θα φαινόταν, δυστυχώς, απολύτως συνεπής στο ερεβώδες ραντεβού του με τη δυσβάσταχτη ατυχία.
Λίγο πριν την προσγείωση της 3ης πτήσης άρχισαν οι μουρμούρες στο πίσω τμήμα του αεροπλάνου. Κάτι είχε συμβεί, όμως, αρχικά τουλάχιστον, ήταν ασαφές.
Ο Χάρης- κάτι είχε πάθει ο Χάρης. Δεν μπορούσε να κουνήσει τα πόδια του, δεν τα αισθανόταν καθόλου και έμοιαζε ακινητοποιημένος. Το αεροσκάφος πατάει στο έδαφος, όμως το πρόβλημα δε λύνεται: 2-3 συμπαίκτες του κατεβάζουν τον Μαρκόπουλο από το αεροπλάνο και ο Έλληνας γκαρντ, συνοδευόμενος από τον γιατρό της ομάδας, τον Πέτρο Γιαννακοβίτη, οδηγείται στο νοσοκομείο.
«Πηγαίνετε να κερδίσετε, καλά είμαι!», λέει στους υπόλοιπους στην ομάδα και χάνεται στο βάθος.
Μόνο που είχε κάνει λάθος.
Δεν ήταν καλά.
Καταβύθιση στο κέντρο της προσωπικής κόλασης
«Συνέβη στη διάρκεια της τρίτης πτήσης. Κάποια στιγμή αισθάνομαι ότι μουδιάζουν τα πόδια μου, αλλά μέσα μου είπα ότι κάτι τέτοιο ήταν λογικό έπειτα από τόση ταλαιπωρία. Όταν, όμως, προσπάθησα να σηκωθώ από τη θέση μου, δεν τα ένιωθα καθόλου. Αισθανόμουν σαν να είμαι παράλυτος από τη μέση και κάτω. Αυτό το μαρτύριο κράτησε μερικές ώρες και εκείνες τις στιγμές χίλιες σκέψεις σουβλίζουν το μυαλό σου.
Ευτυχώς, άρχισα σιγά-σιγά να ξανανιώθω τα πόδια μου και αμέσως αποφασίσαμε να γυρίσουμε στη Θεσσαλονίκη με τον ιατρό της ομάδας για να περάσω από τις απαραίτητες εξετάσεις», είχε πει ο ίδιος ο άτυχος πρωταγωνιστής στον Κώστα Σωτηρίου, σε συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στο sdna.gr το 2015.
Οι φήμες τότε έκαναν λόγο για το «Σύνδρομο της οικονομικής θέσης», μια πάθηση που χτυπάει τους ψηλούς ανθρώπους οι οποίοι αναγκάζονται να είναι «μαζεμένοι» στα αεροπλάνα, με αποτέλεσμα να πιέζονται τα άκρα τους για πολλή ώρα.
Όμως, το πράγμα ήταν ακόμα χειρότερο: ο Μαρκόπουλος προσεβλήθη από τη νόσο Γκιγιέν-Μπαρέ, μια πάθηση που «χτυπάει» έναν άνθρωπο στους 100.000 (!) και που δημιουργείται από μία φλεγμονή στο νωτιαίο μυελό, προκαλώντας παράλυση στο μυϊκό σύστημα.
Στην περίπτωση του Έλληνα γκαρντ το ζήτημα ήταν τα πόδια του (άλλοι πάσχοντες αντιμετωπίζουν πρόβλημα στα χέρια ή τον θώρακα) και ξεκίνησε άμεσα θεραπείες προκειμένου να επιστρέψει στο παρκέ.
Παρά το γεγονός πως το πάλεψε μέχρι εκεί που δεν πήγαινε (α, ναι: το work ethic του ήταν σπάνιο και δη για Έλληνα μπασκετμπολίστα ετών 19…), διέψευσε τις προβλέψεις των γιατρών που έλεγαν πως θα πάρει κάνα χρόνο για να επιστρέψει στην αγωνιστική δράση και έβαλε εκ νέου φανέλα και σορτσάκι 6 μήνες αργότερα. Όμως…
Όμως ο «νέος» Μαρκόπουλος δε θύμιζε σε τίποτα τον παλιό- αν μας επιτρέπεται μια στιγμιαία και αποκρουστική κατάβαση στα κακοφωτισμένα λημέρια της σκληρότητας, θα μπορούσαμε να πούμε πως ο Χάρης ήταν ένα αγωνιστικό κακέκτυπο του πρότερου εαυτού του.
Η έκρηξή του, τα γρήγορα βήματα και οι αιφνίδιες αλλαγές κατεύθυνσης (σήμα-κατατεθέν όταν διέπρεπε εντός των τεσσάρων γραμμών) αποτελούσαν πια παρελθόν, ενώ ήταν εμφανές και δια γυμνού οφθαλμού πως η αυτοπεποίθησή του είχε δεχτεί ένα μη αναστρέψιμο πλήγμα.
Πεισματάρης ων, δεν τα παράτησε με τη μία: πήγε στον Μακεδονικό, μετά στον ΠΑΟΚ, ακολούθησε η Ξάνθη στην Α2, σε μια ύστατη προσπάθεια επιστροφής στα «φώτα», αλλά έπειτα, μόλις στα 23 του, αποφάσισε να ρίξει αυλαία στις μεγάλες κατηγορίες και ν’ αγωνίζεται στα τοπικά πρωταθλήματα της ΕΚΑΣΘ- έτσι, για την πλάκα του, και γιατί η αγάπη για το ίδιο το άθλημα πολλές φορές δεν σε αφήνει να κοιμηθείς τα βράδια.
Ιδίως αν βασανίζουν το μυαλό σου δύο πολύ συγκεκριμένες λέξεις, που σχηματίζουν μια ημιτελή, γεμάτη σαθρές υποσχέσεις, πρόταση:
What if…?
Αυτό δεν είναι το τέλος. Δεν είναι καν η αρχή του τέλους. Ίσως είναι το τέλος της αρχής…
Εν τέλει, η Γκιγιέν-Μπαρέ νίκησε: ο Έλληνας παιχταράς που θα έγραφε ιστορία μετά βίας κατάφερε να ολοκληρώσει την εισαγωγή και να προχειρογράψει τις πρώτες παραγράφους του παρθενικού κεφαλαίου.
Το ουρανόμηκες ταλέντο του δέχτηκε ισχυρό ράπισμα από τη μοίρα, το τραίνο εκτροχιάστηκε με βάναυσο τρόπο και προσέκρουσε σε αδιαπέραστο τοίχο, τα μπασκετικά παπούτσια κρεμάστηκαν για πάντα.
Η νόσος νίκησε.
Ή μήπως όχι; Ο γιος του Σούλη δεν το έβαλε κάτω, κατάφερε να γυρίσει και πάλι στον αγαπημένο του χώρο, αυτή τη φορά φορώντας κοστούμι. Έχοντας διατελέσει ασίσταντ σε ΠΑΟΚ και Άρη στο πλευρό του πατέρα του, πήρε το χρίσμα του πρώτου προπονητή σε Ηρακλή, Κόροιβο και Δόξα Λευκάδας, ενώ βρέθηκε και στην Κίνα και τους Μπεϊτζίν Ντακς.
Το επόμενο κεφάλαιο είναι ήδη εδώ και ο Μαρκόπουλος έχει όλα τα φόντα να διαπρέψει σαν coach, διαγράφοντας τις άσχημες αναμνήσεις του τότε. Λένε, και σωστά, πως αυτό που για την κάμπια είναι ο θάνατος, για την πεταλούδα είναι η ζωή, οπότε, όχι, το παιχνίδι δεν τελείωσε. Παίζεται ακόμα.
Σύμφωνοι, για ένα παιδί που προοριζόταν να γίνει ο επόμενος Γκάλης το να σταματά το μπάσκετ στα 23 αφήνει χαρακιές στην ψυχή που θέλουν χρόνο για να γιατρευτούν, όμως, από την άλλη, ενδεχομένως να ’ναι καλύτερα έτσι.
Το μεγαλείο του Νικ έμεινε ανέγγιχτο και δεν απειλήθηκε. Γιατί ο τύπος που φορούσε στον Ηρακλή τον αριθμό του Γκάνγκστερ και κολλούσε τα τρίποντα το ένα μετά το άλλο, είχε πραγματικά μια ευκαιρία ν’ αμφισβητήσει τον Θεό.
Μικρή, ναι, αλλά την είχε.
Έτσι δεν είναι ρε Χάρη;