Όσοι έζησαν το μαγικό βράδυ της 4ης Ιουνίου του 2004, το βράδυ εκείνο που έλαβε χώρα μια από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις στην ιστορία του ποδοσφαίρου, το βράδυ που η Εθνική Ελλάδας ανακηρύχθηκε πρωταθλήτρια Ευρώπης, είναι δεδομένο πως τους πιάνει ένα περίεργο συναίσθημα όταν συνειδητοποιούν πως έχουν περάσει 16 ολόκληρα χρόνια από τότε. Αυτό έχει να κάνει μάλλον με το γεγονός ότι εκείνες οι μέρες υπήρξαν τόσο έντονες που οι αναμνήσεις που τις συνοδεύουν παραμένουν ανέγγιχτες από τον χρόνο. Έτσι, νιώθεις πως ο θρίαμβος του 2004 απέχει πολύ λιγότερα χρόνια.
Όμως η υφή ενός τόσο έντονου ποδοσφαιρικού παραμυθιού έχει και άλλου τύπου επιδράσεις στη μνήμη. Μια από αυτές είναι εξιδανίκευση: αν κάποιος που δεν έχει ζήσει εκείνες τις μέρες ακούσει τις αντίστοιχες αφηγήσεις, θα πιστέψει διάφορα πράγματα που ούτε κατά διάνοια δεν ίσχυαν όντως. Το παράδοξο είναι πως οι εξιδανικευμένες αφηγήσεις δεν προκύπτουν από δόλο: πράγματι, πολλά πράγματα γύρω από το έπος του 2004 έχουν ξεχαστεί.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερο παραμύθι από το ότι εκείνη η Εθνική ήταν η επιτομή της ενότητας. Κατά πολλούς, από τον Ότο Ρεχάγκελ μέχρι και τον τελευταίο αναπληρωματικό, η Ελλάδα ήταν ένα αδιάσπαστο σώμα και δημοσιογράφοι και οπαδοί την στήριζαν με τα χίλια χωρίς να αναπαράγουν τις κλασικές τοξικές αντιλήψεις που εμπεριέχει παραδοσιακά ο ελληνικός οπαδισμός και η αθλητική δημοσιολογία. Φυσικά, όσοι ξεθολώσουν λίγο το μυαλό τους θα αντιληφθούν πως μόνο έτσι δεν ήταν.
Καταρχάς, ορισμένες επιλογές του Ρεχάγκελ για την αρχική αποστολή είχαν δημιουργήσει πλήθος αντιδράσεων. Η απόφαση του Γερμανού να αφήσει εκτός 23άδας τόσο τον Ιεροκλή Στολτίδη όσο και -κυρίως- τον Άκη Ζήκο, που λίγους μήνες πριν είχε γίνει ο ένας και μοναδικός (μέχρι και σήμερα) Έλληνας ποδοσφαιριστής που έχει παίξει σε τελικό του Champions League, για να κληθεί αντίθετα ο Παντελής Καφές (που μάλιστα δεν έπαιξε και σε κανένα ματς), είχε σηκώσει τεράστια σκόνη.
Αντίστοιχη φασαρία είχε γίνει και αναφορικά με την απόφαση του Ρεχάγκελ να αφήσει εκτός αποστολής τον Νίκο Λυμπερόπουλο, τον αναμφισβήτητο ηγέτη της τότε ΑΕΚ για να συμπεριλάβει στην αποστολή τον Δημήτρη Παπαδόπουλο που είχε κάνει εξαιρετική χρονιά μεν αλλά -ως πιτσιρικάς τότε- δεν είχε τη διάρκεια και την εμπειρία του «Λύμπε». Για αυτές τις επιλογές, με τις οποίες ορισμένοι συνεχίζουν να διαφωνούν και ας έγινε τελικά πρωταθλήτρια Ευρώπης η Ελλάδα, τον Ρεχάγκελ τον περίμεναν ουκ ολίγοι οπαδοί και δημοσιογράφοι στη γωνία.
Σε όλο αυτό το κλίμα αμφισβήτησης είχε έρθει να προστεθεί και ο εμφύλιος στην ΑΕΚ: Βασίλης Τσιάρτας και Ντέμης Νικολαΐδης, σε μια περίοδο που ο δεύτερος ετοιμαζόταν να μπει στη διοίκηση της Ένωσης, τα είχαν σπάσει άγρια, δεν μιλιόντουσαν. Και προφανώς, εκείνο το δίδυμο ήταν από τα πιο χαρακτηριστικά του ελληνικού ποδοσφαίρου εκείνη την εποχή: το να πηγαίνει η Ελλάδα στην Πορτογαλία με εκείνους τους δυο να είναι τσακωμένοι ήταν βαθύ πλήγμα, όχι αστεία.
Και αν τα δυο πρώτα παιχνίδια (το 2-1 κόντρα στη γηπεδούχο Πορτογαλία και το 1-1 κόντρα στην Ισπανία) έφτιαξαν το κλίμα, το γεγονός ότι η πρόκριση στην επόμενη φάση ήρθε έπειτα από ένα ψυχοβγαλτικό παιχνίδι κόντρα στην Ρωσία -το οποίο η Ελλάδα έχασε 2-1 και μέχρι το τελευταίο λεπτό κινδύνευε να αποκλειστεί- οδήγησε σε ένα νέο μπαράζ τοξικότητας και γκρίνιας. Στην πραγματικότητα, η συσπείρωση και η ενότητα ήρθαν μετά το 1-0 επί της Γαλλίας και δεν έφυγαν ποτέ. Όμως πριν από αυτό…
Όχι, το παραμύθι του πειρατικού δεν υπήρξε ποτέ ιδανικό, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα δεν το ώθησε στη μεγάλη επιτυχία. Το ακριβώς αντίθετο: η επιτυχία αυτή ήρθε κόντρα στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Και ίσως, σε αντίθεση με τις τέλειες εκδοχές, αυτή η πραγματικότητα να την κάνει ακόμα πιο μεγάλη.
Όχι, η Ελλάδα δεν ήταν μια γροθιά τότε όπως πολλοί επιμένουν να λένε και να γράφουν. Υπήρχε μια μερίδα συνανθρώπων μας που δεν… άντεχε να βλέπει την Εθνική γιατί δεν έπαιζε σαν την Μπαρτσελόνα και σαν τις ομάδες του Γκουαρντιόλα και κατέστρεφε το ποδόσφαιρο. Υπήρχε μια άλλη μερίδα που θεωρούσε ότι αυτή η ομάδα δεν άξιζε τίποτα και ό,τι πέτυχε συνέβη χάρη στο… άστρο του Ότο Ρεχάγκελ.
Και ασφαλώς υπήρχε και η συμπαθής ομάδα των ψεκασμένων που θεωρούσε ότι το Euro ήταν στημένο για να το πάρει η Ελλάδα και να πάει στον κουβά όλη η Ευρώπη. Όλοι αυτοί ζούσαν ανάμεσα μας. Και ασφαλώς στο τέλος πανηγύρισαν μαζί μας…