Ο ακριβοπληρωμένος, το καψώνι και ο κλειδαράς: Η μέρα που ο Big Mac «δίκασε» την «κολώνα» της ομάδας του

Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας το θυμάται ακόμα...

Κατά την άφιξή του στην Ελλάδα ακούστηκε ένα από τα πιο πετυχημένα συνθήματα σε υποδοχές νέων μεταγραφών.

Οι οπαδοί της ΑΕΚ που είχαν συγκεντρωθεί για να καλωσορίσουν τον μεγάλο (μόνο σε μέγεθος όπως αποδείχθηκε) παίκτη είχαν δονήσει το αεροδρόμιο με το επικό:

«Τ’ όνομά σου είναι τρέλα, είναι τρέλα, δεν χωράει στη φανέλα».

Μόνο που (εκτός από τη φανέλα) δεν χωρούσε και στο μυαλό του περιβόητου αρχηγού της Παρί Σεν Ζερμέν τι τον περίμενε στην Ελλάδα:

Η «συνεργασία» με τον Μάκη Ψωμιάδη…

 

Τη μέρα που ο αείμνηστος ηγέτης τότε της ΑΕΚ πήγαινε μαζί με την κόρη του να τον πάρουν από το «Ελ. Βενιζέλος» τίποτα δεν προμήνυε όσα θα ακολουθούσαν.

Αμφότεροι ήταν χαρούμενοι, ο Μάκαρος τον παρουσίασε με θέρμη στη συνέντευξη Τύπου και ο Φερνάντο Σάντος θα είχε μια «κολώνα» (μαζί με τον μεγάλο Κάρλος Γκαμάρα) για να χτίσει την άμυνά του.

Όταν όμως άρχισε ν’ αποδεικνύεται ότι ο Γάλλος έμοιαζε με κολώνα μονάχα σε… ευλυγισία και στυλοβάτης μπορούσε να γίνει μόνο σε σουβλακερί της Νέας Φιλαδέλφειας, άρχισαν τα προβλήματα.

«Ήθελα μία εμπειρία στο εξωτερικό. Αποδέχθηκα την πρώτη που έφτασε στα χέρια μου. Ήθελα ασφάλεια. Ήταν μ…ία! Έπρεπε να περιμένω για άλλες επιλογές.

Ειδικά όταν ήξερες τι συνέβαινε στην ΑΕΚ. Θα σας εξηγήσω πως υπέγραψα. Βρισκόμουν σε κάτι γραφεία στο Παρίσι με τον ατζέντη μου και ανθρώπους της ΑΕΚ.

Ο μάνατζερ ήταν ο Μιλάν Σαλασάν. Την στιγμή που υπέγραφα δέχθηκε τηλεφώνημα από την Ρέιντζερς. Βγήκε έξω από το γραφείο και μου είπε να σκίσω το συμβόλαιο που υπέγραφα στην ΑΕΚ. Μου είπε ότι με θέλει η Ρέιντζερς. Ήταν προφανές πως έπρεπε να επιλέξω την Ρέιντζερς. “Είναι αστείο αυτό που λες, μόλις υπέγραψα”, του απάντησα.

Τελικά ταξίδεψα στην Αθήνα υπογράφοντας για τέσσερα χρόνια. Προπονητής της ΑΕΚ εκείνη την εποχή ήταν ο Φερνάντο Σάντος. Πρόκειται για έναν σπουδαίο άνθρωπο. Όλα μαζί του κύλησαν ωραία.

Στο ξεκίνημα της σεζόν τραυματίστηκα και τότε ξεκίνησε ο εφιάλτης», έχει περιγράψει χαρακτηριστικά ο ίδιος ο Ραμπεσαντρατανά.

Γιατί χάνοντας σταδιακά την υπομονή του με τον Γάλλο, ο Ψωμιάδης δεν ήταν φυσικά διατεθειμένος να του πληρώνει χρήματα για το διάστημα που συνέχιζε ν’ απουσιάζει από τα ματς (αλλά όχι και από τις καντίνες).

Και όπως έχει εξιστορήσει ο «Ραμπέ», άρχισε να παίρνει την κατάσταση στα χέρια του:

«Ο πρόεδρος με ρώτησε πότε θα ξαναπαίξω προκειμένου να τροποποιήσει τους όρους του συμβολαίου. Δεν είχα το δικαίωμα να παίξω, παρά μόνο να προπονούμαι.

Ο Σάντος ήταν στενοχωρημένος γι’ αυτό. Τον Ιανουάριο του 2002 έφτασα στο σημείο να μην μπορώ ούτε να προπονηθώ. Μου το απαγόρευσε ο πρόεδρος.

Σταμάτησε να με πληρώνει. Δεν έκανα προπονήσεις, αλλά έπρεπε να βρίσκομαι στο προπονητικό κέντρο, υπογράφοντας το σχετικό έγγραφο προσέλευσης και έπειτα έφευγα».

Όταν διαπίστωσε όμως ότι το αυτί του Ραμπεσαντρατανά δεν ίδρωνε ούτε έτσι, ο Μάκαρος έλαβε ακόμα πιο δραστικά μέτρα. Και σύμφωνα με την πλευρά του Γάλλου, πέρασε στο τελευταίο στάδιο… διαπραγματεύσεων:

«Ένα πρωί επιστρέφοντας στο σπίτι μου δεν μπορούσα να ανοίξω την πόρτα. Τα κλειδιά δεν έμπαιναν. Ο πρόεδρος είχε αλλάξει τις κλειδαριές και έπρεπε να φωνάξω κλειδαρά.

Λίγο αργότερα με κάλεσε και μου φώναξε. “Πρέπει να φύγεις και να μας δώσεις τα κλειδιά”. Μάλιστα έβρισε και την σύζυγο μου.

Επέστρεψα σπίτι και είχε πάλι αλλάξει την κλειδαριά. Αυτό συνέβη κατά την διάρκεια της συνάντησης μας.

Πήγα στο αστυνομικό τμήμα για να κάνω καταγγελία, μάζεψα τα πάντα από το σπίτι και πήρα το πρώτο αεροπλάνο με την σύζυγο μου με προορισμό την Γαλλία. Υπέγραψα για τρία χρόνια και παρά τις διαμαρτυρίες μου, έλαβα μόλις τρία μηνιάτικα».