Οι ρεπόρτερ είχαν ειδοποιηθεί αιφνιδίως το προηγούμενο, μόλις, βράδυ. Το σημείωμα που έφτασε στα χέρια τους ήταν λιτό: «Ο Μάικλ θα παραχωρήσει συνέντευξη Τύπου αύριο, στο Berto Center».
Τα τηλέφωνα πήραν, φυσικά, φωτιά και οι φήμες «εξερράγησαν»: τι θα ανακοίνωνε αύριο ο AIR; Θα είχε σχέση με το three peat που είχαν κατακτήσει μόλις λίγο καιρό πριν οι Μπουλς; Θα ανέφερε τα σχέδιά του για το μέλλον; Θα έπαιζε κάποιο ρόλο η άγρια δολοφονία του πατέρα του;
Όταν ο MJ έφτασε στο στο κτήριο δεν χρειαζόταν καν ν’ ανοίξει το στόμα του. Αυτοστιγμεί, με το που τον είδαν, άπαντες κατάλαβαν. Και όταν ο θρύλος του ΝΒΑ με παράδοξα ζεστή φωνή άρχισε να μιλάει, απλά επιβεβαιώθηκαν οι χειρότερες φοβίες κάθε ακραιφνούς, και όχι μόνο, μπασκετόφιλου:
«Θέλω να σας πω ότι αποσύρομαι από το μπάσκετ. Το μόνο που με χαροποιεί είναι ότι ο πατέρας μου πρόλαβε να δει το τελευταίο μου παιχνίδι…»
Μπουμ. Τα φλας ν’ αστράφτουν, οι συμπαίκτες του Τζόρνταν εμβρόντητοι από κάτω, ο Φιλ Τζάκσον με την παροιμιώδη του ψυχραιμία να ηττάται στα σημεία από το σοκ (παρόλο που ήξερε τι θα ειπωθεί από τον AIR), ο Ντέιβιντ Στερν δίπλα του εμφανώς «μαγκωμένος».
Flash Forward λίγους μήνες μετά: ο MJ πλέον είναι παίκτης του μπέιζμπολ, πραγματοποιώντας το παιδικό του όνειρο και κλείνοντας τρυφερά το μάτι στον αδικοχαμένο μπαμπά του, ο οποίος είχε πολλάκις συζητήσει με τον γιο του το ενδεχόμενο να στραφεί στο αγαπημένο του άθλημα.
Βέβαια, αν θέλουνε να είμαστε ακριβέστεροι, οι Μάικλ ήταν ένας μετριότατος παίκτης του μπέιζμπολ, παρά το γεγονός πως δούλευε, ως συνήθως, περισσότερο απ’ όλους και είχε συντάξει ένα ξεχωριστό πρόγραμμα με τον γυμναστή του, τον θρυλικό Τιμ Γκρόβερ, προκειμένου το κορμί του να προσαρμοστεί όσο το δυνατόν καλύτερα στις απαιτήσεις του νέου σπορ.
Μετά από μία σεζόν που στην καλύτερη των περιπτώσεων θα μπορούσε να περιγραφεί ως «μιεχ…» (ο Τζόρνταν χτυπούσε μόλις με .202 ποσοστό «ευστοχίας» φορώντας τη φανέλα των Birmingham Barons, που δεν έπαιζαν καν στη Μεγάλη Κατηγορία), ο Σεπτέμβρης του 1994 τον βρήκε μπροστά από ένα μεγάλο δίλημμα μπασκετικής «υφής»: θα αγωνιζόταν στο παιχνίδι φιλανθρωπικού χαρακτήρα του διοργάνωνε ο Σκότι Πίπεν, στο τελευταίο παιχνίδι ever στο Chicago Stadium ή όχι;
Η αρχική του απάντηση ήταν αρνητική, όμως όταν του τηλεφώνησε ο άνθρωπος που τον συμπλήρωνε όπως κανείς άλλος στο παρκέ, δεν μπόρεσε να αρνηθεί. «Μάικλ, θέλω να παίξεις. Στο ζητώ σαν χάρη», ήταν τα λόγια του «Ινδιάνου» και ο Τζόρνταν δεσμεύτηκε πως στις 9 Σεπτέμβρη εκείνου του έτους θα φορούσε και πάλι το σορτσάκι του, θα έδενε τα sneakers του και θα έβγαινε για μια ακροτελεύτια φορά στην ολόφωτη πορτοκαλί σκηνή.
Το ζήτημα της (έστω και «προσωρινής») επιστροφής του MJ πήρε τεράστιες διαστάσεις, όμως το φλέγον ερώτημα ήταν άλλο: σε τι κατάσταση θα ήταν ο Μάικλ;
Μπορεί το ματς να ήταν πρακτικά φιλικό, όμως ο AIR, μ’ εξαίρεση κάτι μονά στην αυλή του σπιτιού του, είχε να παίξει μπάσκετ 15 ολόκληρους μήνες. Ακόμα, έπρεπε να ληφθεί υπόψη πως το κορμί του ήταν «στημένο» εντελώς αλλιώς πλέον, και θύμιζε ελάχιστα αυτό που… κουβαλούσε πριν 1.5 χρόνο, όταν και οδηγούσε τους Μπουλς μ’ εξωπραγματικές εμφανίσεις στην επικράτηση επί του Φοίνιξ στους τελικούς και στον 3ο σερί τίτλο.
Όταν τα φώτα έσβησαν και μετά άναψαν εκστατικά στο Chicago Stadium στις 9/11/1994, όμως, ο Μάικλ αναγεννήθηκε από τις τηλαυγείς αγωνιστικές του στάχτες και ο κόσμος ένιωσε πως τίποτα δεν έχει αλλάξει, ότι η απόσυρσή του ήταν μια εφιαλτική παρένθεση σ’ ένα παραμύθι που είχε τη μορφή του «Μια φορά κι ένα κάποτε…» και τελείωνε με «Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα».
«ΜΑ-Ι-ΚΛ, ΜΑ-Ι-ΚΛ, ΜΑ-Ι-ΚΛ!!!», δοκίμαζαν τις αντοχές των φωνητικών τους χορδών οι 18.000 θεατές, βλέποντας τον MJ να κάνει ζέσταμα. Ο Τζόρνταν ήταν ο αρχηγός της ομάδας των Λευκών, την στιγμή που ο Πίπεν ήταν αυτός των Κόκκινων.
Ναι, ακριβώς: για πρώτη φορά (μ’ εξαίρεση τις μυθικές προπονήσεις των Μπουλς) το αχώριστο δίδυμο θα έπαιζε ο ένας απέναντι στον άλλον και όχι μαζί, σ’ έναν αγώνα που γινόταν για υπέροχο σκοπό: να μαζευτούν χρήματα για τα παιδιά της Πόλης των Ανέμων που ζούσαν κάτω από το όριο της φτώχειας.
Ο Πίπεν, βέβαια, ανέλαβε το μαρκάρισμα του MJ. Μπορεί το μεγάλο αστέρι της βραδιάς να φορούσε το 23, όμως ο Σκότι ήταν αυτός που είχε σαφέστατα καλύτερο αγωνιστικό ρυθμό και, παράλληλα, ήταν ένα πραγματικό σκυλί του πολέμου στην άμυνα.
Επομένως, θα περνούσε- ναι, ακόμα και σ’ αυτό το φιλικό, αν και με τον Τζόρνταν κανένα ματς δεν ήταν φιλικό…- χειροπέδες στο αγωνιστικό του έτερον ήμισυ, σωστά;
Δεν είναι έτσι, ακόμα κι αν έτσι νομίζετε: μετά από ένα ελαφρώς μουδιασμένο ξεκίνημα που έμοιαζε να ψάχνει τα πατήματά του, ο Τζόρνταν άρχισε να τρέχει καλά το γήπεδο, έβαζε τα fade-away σουτ του, κάρφωνε βγάζοντας την γλώσσα έξω, έκανε σταυρωτές, περνούσε ανάμεσα στα σκριν, μπουμπούνισε και κάνα δυο τριποντάκια, αποδεικνύοντας εμπράκτως πως η απαράμιλλη μπασκετική τέχνη δεν ξεχνιέται.
Η τελευταία κόρνα της λήξης, μετά από ένα αλησμόνητο 1 on 1 με τον Πίπεν και καλάθι στη «μούρη» του, βρήκε τον MJ να έχει σκοράρει 52 πόντους (42 προσέθεσε ο σούπερ σταρ του Ορλάντο, Πένι Χάρνταγουεϊ) και οι Λευκοί είχαν επικρατήσει των Κόκκινων με 187-150, παρά τους 24 πόντους του Πίπεν.
Λίγο πριν και οι τελευταίες ιαχές των φιλάθλων χαθούν στην ηχητική λήθη, ο Τζόρνταν προσέφερε ένα σπάνιο ενσταντανέ: χαμήλωσε τα γόνατά του, έσκυψε και φίλησε το σήμα του ταύρου στο κέντρο.
«Μάικλ, Μάικλ!», ούρλιαζαν πίσω του οι δημοσιογράφοι όσο κατευθυνόταν στ’ αποδυτήρια, «γιατί φίλησες το παρκέ; Γιατί φίλησες τον Ταύρο; Σημαίνει κάτι αυτό;», ολοκλήρωσαν την ερώτησή τους, εκλιπαρώντας τον για μια απάντηση που θα χαροποιούσε σύσσωμο τον μπασκετικό πλανήτη.
Ο AIR, όμως, αντί να τους απογειώσει στα ουράνια τους προσγείωσε εκκωφαντικά στη γη: «Όχι, δεν σήμαινε τίποτα. Απλώς αποχαιρετούσα το γήπεδο και τίποτα παραπάνω. Το μπάσκετ θ’ αποτελεί για πάντα κομμάτι μου, όμως έχω τελειώσει μαζί του οριστικά», είπε και εξαφανίστηκε στο (απαράβατο) βάθος.
Και, πράγματι, ο Τζόρνταν δεν αγωνίστηκε ποτέ ξανά στο Chicago Stadium- πολύ απλά γιατί αυτό κατεδαφίστηκε λίγο καιρό μετά και τη θέση του πήρε το United Center.
Οι λέξεις του («Απλώς αποχαιρετούσα το γήπεδο…») συνέχιζαν ν’ ακούγονται, μήνες αργότερα, σαν ατσάλινες ηχητικές μαχαιριές, όμως
(«Έχω τελειώσει οριστικά με το μπάσκετ…»)
όμως δεν ήταν τίποτα παραπάνω
(«Θ’ αποτελεί για πάντα κομμάτι μου…»)
από ένα θνησιμαίο ψέμα που άπαντες ήθελαν να θάψουν με περισσή χαρά. Αυτή η «κηδεία» δεν έμοιαζε με καμία άλλη. Ο κόσμος, τον Μάρτιο του 1995, θα γελούσε και πάλι με την καρδιά του.
Βλέπετε, ο MJ είπε ό,τι είπε, αλλά ουδείς έδωσε σημασία- λόγω του πανικού- στο αινιγματικό του μειδίαμα.
Πριν καν στεγνώσει η μελάνη στις εφημερίδες για την «τελευταία παράσταση του GOAT» σ’ εκείνο το Λευκοί εναντίον Κόκκινων, ο Μάικλ ξεστόμισε τον Μάρτη του 1995 σκάρτες 2.5 λέξεις.
Τα 3 δαχτυλίδια, οι 7 τίτλοι πρώτου σκόρερ, το βραβείο του Αμυντικού της Χρονιάς, τα MVP σε regular seasons και All-Star Games, τα δύο χρυσά με την Εθνική των ΗΠΑ σε Ολυμπιακούς, ό,τι είχε προηγηθεί, εν ολίγοις, την περίοδο 1984-1993 ήταν απλά το ζέσταμα. Και τώρα, είχε φτάσει η ώρα να ξεχωρίσει ο (ανεπανάληπτος) άντρας από το παιδί.
Ξέρετε, εκείνες οι 2.5 λέξεις ήταν απλές μεν, αλλά προκάλεσαν ανατριχίλα στα χέρια και ζεστασιά στην καρδιά κάθε φιλάθλου.
Ο Μάικλ είχε πει “I’m back”.