Τριάντα ένα χρόνια πίσω, ολόκληρη η Ιταλία ζει και αναπνέει για ένα πράγμα και μόνο. Για το Παγκόσμιο Κύπελλο ποδοσφαίρου το οποίο φιλοξενείται στην χώρα που φιλοδοξεί να το κατακτήσει για ακόμη μία φορά. Στους δρόμους, στις πλατείες και στα καφέ μοναδικό αντικείμενο συζήτησης είναι η «σκουάντρα ατζούρα» και τα αστέρια της που θα την οδηγούσαν στην δόξα.
Οι Ιταλοί ποντάρουν τα… ρέστα τους στην μεσοεπιθετική τετράδα που βάσει και των προηγούμενων εμφανίσεων δείχνει να έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη του ομοσπονδιακού τεχνικού, Ατζίλιο Βιτσίνι. Οι 25χρονοι –τότε- Βιάλι και Μαντσίνι μεσουρανούν με την φανέλα της πολύ δυνατής εκείνη την εποχή, Σαμπντόρια, ο Καρνεβάλε έχει στεφθεί πρωταθλητής με την Νάπολι του Μαραντόνα, ενώ «σφήνα» έχει μπει ανάμεσά τους το νέο μεγάλο αστέρι του ιταλικού ποδοσφαίρου, Ρομπέρτο Μπάτζιο, λίγο πριν αφήσει την Φιορεντίνα για την Γιουβέντους και γίνει η αιτία για το άσβηστο μίσος που χωρίζει τους «τιφόζι» των δύο ομάδων.
Ελάχιστοι, ειδικά εκτός Ιταλίας, δίνουν σημασία στον ποδοσφαιριστή με το νούμερο 19 στην πλάτη. Ο Σαλβατόρε ή Τότο Σκιλάτσι προερχόταν από μια σπουδαία παρθενική σεζόν με την Γιουβέντους (15 γκολ σε 30 ματς στη Serie A), εξαργυρώνοντας έτσι μια τρελή διετία στην Μεσίνα και κερδίζοντας μια θέση στην αποστολή της εθνικής. Αλλά για βασικός, ούτε λόγος…
Μέσα στο γήπεδο, όμως, όλα άλλαξαν. Όσοι οι εκλεκτοί και προβεβλημένοι σταρ της «σκουάντρα ατζούρα» έβλεπαν το τέρμα πιο στενό και από την τρύπα βελόνας, ο Τότο έμπαινε μέσα και σκόραρε κατά ριπάς. Προερχόμενος από τον πάγκο, δίνει το φιλί της ζωής λίγο πριν τη λήξη στο αγχωτικό 1-0 επί της Αυστρίας στην πρεμιέρα της φάσης των ομίλων και έχοντας κερδίσει πια μια θέση στην ενδεκάδα, σκοράρει ξανά στο 2-0 επί της Τσεχοσλοβακίας που δίνει και την πρόκριση στους Ιταλούς.
Το μαγικό ταξίδι του Τότο διαρκεί έναν ολόκληρο μήνα, όσο δηλαδή και το τουρνουά, με τους Ιταλούς να θεωρούν ότι στο πρόσωπό του βρήκαν τον νέο Πάολο Ρόσι και ελπίζουν ότι ο Σκιλάτσι θα κάνει ό,τι κι εκείνος το 1982. Πως με τα δικά του γκολ θα χάριζε το τρόπαιο σε ένα ολόκληρο έθνος, το οποίο τελικά διχάστηκε σε εκείνον τον ιστορικό ημιτελικό με την Αργεντινή στη Νάπολη, όταν και ο Νότος έστειλε από τις εξέδρες το δικό του σοκαριστικό μήνυμα. Αντί να υποστηρίξει την εθνική ομάδα της πατρίδας του, της Ιταλίας, στάθηκε ξεκάθαρα στο πλευρό του δικού του Θεού, του Μαραντόνα, πανηγυρίζοντας τελικά τον αποκλεισμό από τον τελικό.
Ο Σκιλάτσι δεν γίνεται –τελικά- ο νέος Πάολο Ρόσι, αλλά κλείνει με ιδανικό τρόπο το τουρνουά, έχοντας 6 γκολ σε 7 συμμετοχές. Αναδεικνύεται πρώτος σκόρερ της διοργάνωσης, ψηφίζεται μέλος της ιδανικής ενδεκάδας και παίρνει και το βραβείο του καλύτερου παίκτη, ξεπερνώντας θρύλους όπως ο Ντιέγκο Μαραντόνα και ο παγκόσμιος πρωταθλητής εκείνη την χρονιά Λόταρ Ματέους!
Το πιτσιρίκι από το Παλέρμο βρισκόταν πλέον στην κορυφή του κόσμου και δημιούργησε την προσδοκία ότι θα ηγούνταν της προσπάθειας της Γιουβέντους να επανέλθει στους τίτλους, όμως τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως θα τα περίμενε. Μπορεί η «βέκια σινιόρα» να παρέμενε το αφεντικό στο Τορίνο, όμως την επόμενη χρονιά στα ντέρμπι της πόλης ουδείς ασχολείτο με το αγωνιστικό κομμάτι. Τα φλας και το ενδιαφέρον μετατοπίστηκε σε μια ιστορία, σε ένα ερωτικό σκάνδαλο που σύμφωνα με πολλούς αναλυτές τσάκισε την ψυχολογία του Σκιλάτσι και τον μετέτρεψε σε σκιά του εαυτού του.
Σε μια εποχή που οι… αλλαγές συντρόφων δεν ήταν και τόσο συχνό φαινόμενο, στην βαθιά θρησκευόμενη Ιταλία η είδηση ότι η σύζυγός του, Ρίτα Μπονακόρσο, διατηρούσε παράνομη σχέση με το ανερχόμενο αστέρι της συμπολίτισσας «γκρανάτα», Τζαιανλουίτζι Λεντίνι έγινε talk of the town.
Ειδικά μάλιστα μετά το τρομακτικό τροχαίο του τελευταίου πηγαίνοντας να συνταντήσει την Ρίτα. Ο Λεντίνι, που παρεμπιπτόντως είχε γίνει συμπαίκτης του Σκιλάτσι στην Εθνική Ιταλίας, έτρεχε με τα χίλια για να τη συναντήσει. Είχε μόλις αγωνιστεί σε ένα φιλικό προετοιμασίας των «Ροσονέρι» και μετά το τέλος του μπήκε στην Porshe για να «καταπιεί» την απόσταση των 140 χλμ. από το Μιλάνο στο Τορίνο. Δεν είχε… συγκινηθεί από τις φήμες που τον ήθελαν να εγκαταλείπει ένα άλλο βράδυ άρον-άρον, σαν «κλέφτης» το σπίτι της οικογένειας Σκιλάτσι, αντιλαμβανόμενος ότι ο «Τότο» επέστρεφε σε αυτό νωρίτερα από το συνηθισμένο.
Αυτή ήταν και η χαριστική βολή για τον Σκιλάτσι που μέχρι τότε είχε τα πάντα. Φήμη, δόξα, λεφτά και μια καριέρα έτοιμη να απογειωθεί. Πλέον σε κάθε εμφάνισή του ήταν ο απατημένος και όχι ο άνθρωπος που κουβάλησε για ένα μήνα στην πλάτη του την εθνική ομάδα.
Κατά την διάρκεια της παρουσίας του στην Γιουβέντους και έχοντας να διαχειριστεί αυτήν την τρομερή ψυχολογική πίεση, ο Σκιλάτσι θα «σπάσει». Πλακώνεται με τον ιδιόρρυθμο και εκρηκτικό Τζιοβάνι Τραπατόνι, ο οποίος τον κατηγορεί ως Σικελό ακόμη και για ενέργειες της Μαφίας, ενώ σε μια προπόνηση δίνει κουτουλιά στον Μπάτζιο, ο οποίος πλέον βρισκόταν στην ομάδα και του έκλεινε τον δρόμο προς το βασικό σχήμα.
Με μόλις 11 γκολ σε 60 ματς την επόμενη διετία ο Σκιλάτσι αλλάζει περιβάλλον, αλλά πια δεν θυμίζει σε τίποτα τον επιθετικό που βρισκόταν κάποτε στη σωστή θέση την σωστή στιγμή. Στην Ίντερ αντέχει μόλις 1,5 χρόνο, πριν τελικά αποφασίσει να εγκαταλείψει την Ιταλία και να μετακομίσει όσο πιο μακριά γίνεται, στην Ιαπωνία, εκεί δηλαδή όπου η οικογενειακή κατάστασή του δεν αποτελούσε θέμα, ούτε ήταν υποχρεωμένος να υποστεί την χλεύη των συμπατριωτών του.
Όταν τελικά ολοκλήρωσε την καριέρα του ήταν μόλις 30 ετών… Στην πραγματικότητα, βέβαια, οι τίτλοι τέλους για αυτόν είχαν πέσει πολύ νωρίτερα. Όταν κέρδιζε το χειροκρότημα στα γήπεδα της Ιταλίας με την φανέλα της εθνικής, χωρίς να γνωρίζει ότι την ίδια ώρα έχανε την γυναίκα του…