47 γκολ σε 38 ματς: Ο «killer» που ανακάλυψε πρώτο το τριφύλλι έγινε το μεγαλύτερο απωθημένο του «καπετάνιου»

Μια ανάσα πριν το μπαμ που θα άλλαζε τα πάντα

Το καλοκαίρι του 1990 θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «μαύρο» για την ιστορία του Παναθηναϊκού, χωρίς αυτό να σχετίζεται αγωνιστικά με την ομάδα.

Ήταν η χρονιά που οι δύο μεγαλύτερες «καψούρες» του Γιώργου Βαρδινογιάννη ανακοινώνονται με διαφορά ολίγων ημερών από Ρεάλ Μαδρίτης και Μπαρτσελόνα που κάνουν γνωστή την απόκτηση των Γκεόργκι Χάτζι και Χρίστο Στόιτσκοφ, αντίστοιχα, τους οποίους αρκετό καιρό πριν είχαν ανακαλύψει οι σκάουτερ του τριφυλλιού.

Κι ενώ για τον Ρουμάνο «Μαραντόνα των Καρπαθίων» λίγο-πολύ η ιστορία είναι γνωστή, για τον Βούλγαρο πρώην άσο και το πόσο κοντά βρέθηκε στους πράσινους, γνωρίζαμε ελάχιστα μέχρι να αναφερθεί εκείνος σε αυτήν την υπόθεση και να αποκαλύψει ότι όλα όσα είχαν γραφτεί δεν ήταν φήμες και ράδιο-αρβύλα, αλλά πραγματικά γεγονότα.

Είναι η περίοδος 1987-88, με τον Στόιτσκοφ να είναι μόλις 21 ετών και να κάνει το ξεπέταγμά του με την φανέλα της ΤΣΣΚΑ Σόφιας. Μετά από τρεις χρονιές όπου πετυχαίνει συνολικά 6 γκολ ως πιτσιρικάς, κάνει το ξεπέταγμα σημειώνοντας 14 τέρματα στο πρωτάθλημα και άλλα 5 στην Ευρώπη, χωρίς ωστόσο το όνομά του να «παίζει» για μεγάλους συλλόγους.

Άλλωστε είναι η εποχή που δεν υπάρχει καν ίντερνετ και για να πάρει χαμπάρι κάποιος την ύπαρξη ενός καλού παίκτη έπρεπε να τον δει από κοντά, ενώ επιπλέον ακόμα στο Ανατολικό μπλοκ ισχύουν τρομεροί περιορισμοί και ουσιαστική απαγόρευση μεταγραφών στο εξωτερικό, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων.

 

Όπως συνέβη με την περίπτωση του Χάτζι στην Ρουμανία, έτσι και με τον Βούλγαρο «πιστολέρο», ο Γιώργος Βαρδινογιάννης διατηρεί καλές σχέσεις με το καθεστώς και ποντάρει σε αυτές προκειμένου να κάνει δικό του τον παίκτη. Γνωρίζοντας βέβαια ότι αρκούσε μια απόφαση ενός υψηλόβαθμου στελέχους του κυβερνώντος κομμουνιστικού κόμματος για να γίνει η μεταγραφή ή για να χαλάσει.

Το καλοκαίρι του ’88 ο διοικητικός ηγέτης της ΠΑΕ παίζει τα ρέστα του για να κάνει το «κόλπο γκρόσο». Πλησιάζει και τον ίδιο τον ποδοσφαιριστή τον οποίο δελεάζει με καλά χρήματα (πολύ περισσότερα από όσα κερδίζει στην πατρίδα του) αλλά και εξαιτίας του πρεστίζ που έχουν οι πράσινοι στην Ευρώπη. Άλλωστε λίγους μήνες πριν είχαν φτάσει στα προημιτελικά του Κυπέλλου UEFA (πλέον Europa League) πετώντας εκτός συνέχειας την τεράστια Γιουβέντους και μόλις 3 χρόνια νωρίτερα είχαν φτάσει στα ημιτελικά του Κυπέλλου Πρωταθλητριών (πλέον Champions League) σταματώντας την ξέφρενη πορεία τους μόνο από την τότε καλύτερη ομάδα της ηπείρου, Λίβερπουλ.

«Ο Παναθηναϊκός ήταν ένας από τους μεγαλύτερους συλλόγους στην Ευρώπη στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Ήρθαν να μου προσφέρουν αρκετά χρήματα», αποκάλυψε μετά από πολλά χρόνια και αφού είχε κρεμάσει τα παπούτσια του ο Στόιτσκοφ, ο οποίος παραδέχθηκε παράλληλα ότι ήταν ακόμη αρκετά μικρός για να πάρει το ρίσκο μιας μεταγραφής στο εξωτερικό, αν και ήταν κάτι που επιθυμούσε πολύ.

Ακόμη κι έτσι η μεταγραφή θα μπορούσε να έχει ολοκληρωθεί, αφού εκείνη την εποχή η άποψη των ποδοσφαιριστών –ειδικά στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού- βρισκόταν σε δεύτερη μοίρα, εάν δεν στύλωνε τα… πόδια του ένας στρατηγός , ο οποίος ήθελε να παραμείνει ο Στόιτσκοφ στην ΤΣΣΚΑ Σόφιας, που ήταν η ομάδα που βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο του βουλγαρικού στρατού.

Τα πράγματα για τον Παναθηναϊκό έγιναν πολύ πιο δύσκολα την επόμενη χρονιά, καθώς ο Πένεφ, συμπαίκτης του «πιστολέρο» στην εθνική, παίρνει μεταγραφή για την Βαλένθια και αρχίζει να του περιγράφει έναν νέο, μαγικό και ως τότε άγνωστο κόσμο και μια διαφορετική ποδοσφαιρική πραγματικότητα.

Εκείνη την σεζόν ο Στόιτσκοφ πετυχαίνει 23 γκολ στο πρωτάθλημα και άλλα 8 στην Ευρώπη, ενώ την επόμενη σπάει όλα τα κοντέρ με 47 τέρματα σε 38 εμφανίσεις σε όλες τις διοργανώσεις. Το κομμουνιστικό καθεστώς πέφτει αλλά πλέον ο Στόιτσκοφ είναι ένα όνομα που το γνωρίζουν όλοι. Ο Παναθηναϊκός δεν έχει πια καμία τύχη και τελικά η Μπαρτσελόνα «φτιάχνει» την ιστορία της με τον Βούλγαρο να συνθέτει δίδυμο με τον Ρομάριο και να τρομοκρατεί κάθε αντίπαλο, συνδυάζοντας την παρουσία των δύο με το παρθενικό Κύπελλο Πρωταθλητριών της ιστορίας της.