Το Μπέργκαμο ως πόλη χτίστηκε από Κέλτες, έγινε ρωμαϊκός δήμος, πολιορκήθηκε από τον Αττίλα, έγινε έδρα του ομώνυμου Δουκάτου, κατακτήθηκε από τον Καρλομάγνο, ανεξαρτητοποιήθηκε, υπήρξε μέλος της Συμμαχίας της Λομβαρδίας, περιήλθε στην εξουσία της Ενετικής Δημοκρατίας, πριν –τελικά- προσαρτηθεί οριστικά το 1859 στην Ιταλία και γίνει αυτό που γνωρίζουμε σήμερα. Μια πόλη με ένδοξο μεσαιωνικό παρελθόν, έδρα της Αταλάντα και «παιδική χαρά» του Κλαούντιο Γκαλιμπέρτι. Του αρχηγού των οργανωμένων οπαδών της ομάδας και… φιλάθλου με τις περισσότερες ποινές από οποιονδήποτε άλλο «συνάδελφό» του.
Ωστόσο η δική του περίπτωση δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των στερεότυπων που συναντά κανείς σε ανάλογες υποθέσεις. Δηλαδή δεν πρόκειται για έναν «αιμοσταγή» χούλιγκαν που το μόνο που έχει στο μυαλό του είναι η βία, οι συμπλοκές αλλά και παράλληλες παράνομες δραστηριότητες που ενοχλούν πάντα τις αστυνομικές αρχές και συχνά αποτελούν κηλίδες που σπιλώνουν τα οπαδικά κινήματα.
Κι αυτό διότι μπορεί να έχει συλληφθεί, να έχει κατηγορηθεί και να έχει τιμωρηθεί πιο πολύ από κάθε άλλον, μα παράλληλα έχει να επιδείξει ένα ιδιαίτερο κοινωνικό πρόσωπο στην ευρύτερη περιοχή του Μπέργκαμο και ταυτόχρονα οι οπαδοί των αντιπάλων ομάδων δείχνουν πρωτοφανή σεβασμό προς το πρόσωπό του, αναγνωρίζοντας ότι αυτά που έχει κάνει στο πλαίσιο ενός όχι και τόσο μεγάλου συλλόγου της χώρας είναι άξια χειροκροτημάτων.
Κάπως έτσι άλλωστε αναδείχθηκε στον οπαδικό χώρο της Αταλάντα στα τέλη της δεκαετίας του ’90, περίπου πέντε χρόνια μετά την πρώτη τιμωρία του για τις ενέργειές του στην εξέδρα. Τότε, το 1998 πρωτοστάτησε προκειμένου να ενοποιηθούν οι διασπασμένοι σύνδεσμοι φίλων της ομάδας που μέχρι τότε ήταν κατακερματισμένοι, ενώ συχνά είχαν και μεταξύ τους κόντρες. Εκείνος όμως κατόρθωσε να πείσει τους Nuova Guardia, BNA, WKA και Nomadi να βάλουν τέλος στις παράλληλες, μοναχικές πορείες τους και να δημιουργήσουν τους Atalanta Supporters. Από τότε η Curva Nord του «Atleti Azzurri d’Italia» δεν θα ήταν ποτέ ξανά η ίδια και κάθε ταξίδι στο Μπέργκαμο θα αποτελούσε πραγματική δοκιμασία για τους φιλοξενούμενους παίκτες και φιλάθλους.
«Γιουβέντους, Μίλαν, Ρόμα, Λάτσιο, Νάπολι… Όλες έχουν πολλούς οπαδούς, περισσότερους από εμάς. Γι’ αυτό και θέλουμε να έχουμε κόντρα μαζί τους. Κι αν δεν υπάρχει, θα τη δημιουργήσουμε εμείς»! Με αυτά τα λόγια είχε εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους θέλησε να δει όλους τους φίλους της Αταλάντα μονιασμένους, ενώ παράλληλα δεν σταμάτησε ποτέ να τους κινητοποιεί ώστε να έχουν έντονη παρουσία εξωγηπεδικά και να βοηθούν μέσω εράνων και πάσας φύσης εκδηλώσεις αδύναμους συμπολίτες τους που είχαν ανάγκη. Όπως άλλωστε είχε πει: «Οι τιφόζι πρέπει να ενώσουν την πόλη, να φέρουν τον ένα δίπλα στον άλλο. Είναι υποχρέωση μας να προστατεύσουμε τις πραγματικές αξίες του αθλήματος και του οπαδικού κινήματος και όσο είμαστε εδώ, θα μεταφέρουμε αυτό το πάθος ως το τέλος. Ως το τέλος όμως»…
Κι όσο έπεφταν βροχή οι τιμωρίες από τις ιταλικές Αρχές και οι απαγορεύσεις εισόδου στους αγωνιστικούς χώρους, τόσο μεγάλωνε και ο προσωπικός θρύλος του, με πολλούς ακόμη και οπαδούς άλλων ομάδων να στέκονται στο πλευρό του και να κάνουν λόγο για στοχοποίησή του από την αστυνομία.
Για το αν έχουν δίκιο ή όχι οι υποστηρικτές του, οι απόψεις διίστανται. Ωστόσο η αλήθεια είναι ότι οι τιμωρίες του Γκαλιμπέρτι ξεκίνησαν το πολύ μακρινό 1998 και κανονικά θα ολοκληρώνονταν το 2020. Φέτος δηλαδή, μετά από 22 χρόνια! Κι όμως… Οι Αρχές ανανέωσαν για άλλα τρία χρόνια το… απαγορευτικό, με μια απόφαση η οποία βρήκε σχεδόν το σύνολο των οργανωμένων οπαδών όλων των ομάδων απέναντί της. Όλοι ή περίπου όλοι, σε μια στιγμή σπάνιας αλληλεγγύης ζήτησαν να μπει –επιτέλους- ένα τέλος.
Ακόμη και αυτοί της μισητής Μπρέσια (πόλης με κόντρα με το Μπέργκαμο που ξεπερνά κατά πολύ το οπαδικό σκέλος) οι οποίοι το 2005 –και με αφορμή άλλη μία καταδίκη του Γκαλιμπέρτι- έφτασαν στο σημείο να κρεμάσουν στο γήπεδό τους πανό με το μήνυμα απόλυτης συμπαράστασης: «Nemico leale, Boci non mollare!», δηλαδή «Πιστέ εχθρέ, Μπότσι, μην τα παρατάς»…
Πάντως δεν είναι μόνο οι οπαδοί συνολικά ή οι κάτοικοι του Μπέργκαμο που βλέπουν με σεβασμό των αρχηγό των τιφόζι της Αταλάντα και θεωρούν ότι άδικα κουβαλά στις πλάτες του όλες τις «αμαρτίες» του ιταλικού ποδοσφαίρου. Άνθρωποι από κάθε χώρο κατά καιρούς έχουν ταχθεί ανοιχτά υπέρ του ή –έστω- έχουν διατυπώσει τις ενστάσεις τους, θεωρώντας ότι κάτι… σάπιο υπάρχει εκεί και αυτό δεν είναι ο αρχηγός των Ultras. Αυτή η θέση συμπυκνώνεται στις σκέψεις του δημοσιογράφου Χαβιέ Τζακομπέλι, ο οποίος έγραψε: «Υπάρχει μια πόλη, το Μπέργκαμο, όπου το σημαντικότερο πρόβλημα δεν είναι οι ληστείες, οι ξυλοδαρμοί ή η διακίνηση ναρκωτικών, αλλά ο Bocia, τον οποίο τιμωρούν πάντα και για τα πάντα»… Ολοένα και περισσότεροι πια τάσσονται στο πλευρό του.