Υψηλών προδιαγραφών, αλλά χαμηλών τόνων, ο Ντέγιαν Τομάσεβιτς υπήρξε ένας παίκτης από αυτούς που δεν μπαίνουν σε περιγραφικά καλούπια, μα αποτελούν μια κατηγορία μόνοι τους. Όχι ότι δεν είχαν βγει στο παρελθόν άλλοι με το δικό του στυλ (ή ότι δεν θα ακολουθήσουν κι άλλοι), αλλά είναι πολύ δύσκολο να βρεθεί μπασκετμπολίστας που να συγκεντρώνει στο πρόσωπό του τον συνδυασμό των αθλητικών προσόντων, της προσωπικότητας, του ταλέντου και της εξυπνάδας του.
Λογικά όταν αντικρίζεις στο παρκέ ένα άνθρωπο με ύψος 2 μέτρα και 8 εκατοστά, το πρώτο πράγμα που παρατηρείς σε αυτόν είναι το κορμί του. Αλλά, μην λέμε ψέματα, το μπάσκετ στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο, είναι γεμάτο από τέτοιους. Και ο Ντέγιαν Τομάσεβιτς που μικρός ήθελε να γίνει ποδοσφαιριστής είδε το κορμί του να γίνει εμπόδιο στα όνειρά του για καριέρα στο χορτάρι και στην πορεία αντιλήφθηκε πως αν ήθελε να φτάσει ψηλά παίζοντας με την πορτοκαλί μπάλα στα χέρια, χρειαζόταν να επενδύσει κάπου αλλού πέρα από το μπόι του.
Και όταν τον έβλεπες να παίζει καταλάβαινες ότι το μεγάλο ατού του γεννημένου το 1973 Σέρβου βρισκόταν αλλού. Μέσα στο κεφάλι του.
Όταν έφτασε στην Ελλάδα για λογαριασμό του Παναθηναϊκού το 2005 ήταν ήδη 32 ετών. Για πολλούς σε αυτή την ηλικία είχε ήδη αφήσει πίσω του τα καλύτερα μπασκετικά χρόνια του, έχοντας μάλιστα περάσει σχεδόν όλη την διάρκειά της σε ομάδες με ιστορία και δυναμική, αλλά ποτέ σε έναν σύλλογο που κατέβαινε ως φαβορί, έτοιμο να τα σαρώσει όλα.
Βέβαια από όπου κι αν είχε περάσει, έφυγε έχοντας κατακτήσει τίτλους. Πολλές φορές μάλιστα με υπερβάσεις, βάζοντας κάτω συλλόγους με πολλαπλάσια μπάτζετ. Ο Τομάσεβιτς ήταν πάντα η «ψαγμένη» επιλογή για ομάδες που κατά κανόνα δαπανούσαν λιγότερα χρήματα από τους ανταγωνιστές τους, αλλά στο τέλος τους κοιτούσαν στα μάτια. Όπως έκανε και ο Σέρβος ακόμη κι όταν βρισκόταν απέναντι σε κάποιον από τους πολυάριθμους ποιοτικούς και θηριώδεις σέντερ που αγωνίζονταν τότε στα ευρωπαϊκά γήπεδα. Κάπως έτσι κατόρθωσε να οδηγήσει την Ταού Κεράμικα σε πρωτάθλημα και Κύπελλο στην Ισπανία και ανάλογη ήταν η συνεισφορά του στην κατάκτηση του Uleb Cup από την Βαλένθια. Στους πρώτους εκτός Σερβίας τίτλους του, μετά την κυριαρχία στην πατρίδα του με Ερυθρό Αστέρα, Παρτίζαν και Μπουντούτσνοστ με τις οποίες πήρε συνολικά 5 πρωταθλήματα και 2 Κύπελλα.
Κι ενώ οι τίτλοι έρχονταν ο ένας πίσω από τον άλλον σε συλλογικό επίπεδο και κάτι αντίστοιχο συνέβαινε και με την εθνική Σερβίας (2 χρυσά κι 1 χάλκινο σε Ευρωμπάσκετ, 2 χρυσά σε Παγκόσμια και 1 ασημένιο σε Ολυμπιακούς Αγώνες) η ευκαιρία του σε ένα πραγματικό κλαμπ από το πάνω ράφι δεν ερχόταν ποτέ. Κι ας ήταν MVP της Ευρωλίγκας το 2001. Κι ας ήταν δυο φορές μέλος της καλύτερης πενταδας της κανονικής περιόδου. Κι ας είχε ψηφιστεί στην κορυφαία ομάδα του Final-4 ή MVP του Eurocup.
Στα 32 του, όμως, είχε και αυτός την συνάντηση που έχει αλλάξει τις ζωές τόσων και τόσων ανθρώπων του μπάσκετ. Αυτή με τον Ζέλικο Ομπράντοβιτς τον οποίο γνώριζε πολύ καλά από την συνύπαρξή τους στην εθνική, αλλά και τις κόντρες τους πίσω στην Σερβία όταν ο ένας έκανε τα πρώτα βήματά του ως παίκτης και ο άλλος τα παρθενικά διαπιστευτήριά του ως προπονητής.
Ο Ζέλικο έδωσε στον Τομάσεβιτς τον ρόλο της ζωής του. Σε μια ομάδα που ξεχείλιζε από ταλέντο σε κάθε θέση και με τον Μπατίστ να έχει καπαρώσει για… πάντα θέση στην πεντάδα, ο Σέρβος έμοιαζε με ένα… λάθος. Όχι όμως για τον Παναθηναϊκό του Ομπράντοβιτς, που ετοιμαζόταν για τα καλύτερα –ίσως- παιχνίδια του στα χρόνια που θα ακολουθούσαν.
Έχοντας πλειάδα «μυαλών» στην περιφέρεια, όπου φυσικά ξεχώριζε ο απόλυτος Δημήτρης Διαμαντίδης, οι πράσινοι προσέθεσαν έναν… ψηλό πλέι μέικερ μέσα στην ρακέτα. Και αυτό γιατί προφανώς οι επιθετικές αρετές, η άνεση στο σκοράρισμα ή η έφεση στα ριμπάουντ ήταν τα βασικά πράγματα που παρατηρούσε κανείς (και μέσα από τα στατιστικά) στο παιχνίδι του Τομάσεβιτς, αλλά το συγκριτικό πλεονέκτημά του ήταν αλλού. Στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόταν τα συστήματα, στο πώς έβλεπε το γήπεδο, στο διάβασμα των κινήσεων της αντίπαλης άμυνας και στην απαράμιλλη ικανότητά του να συνεργάζεται με όλους τους υπόλοιπους παίκτες που κάλυπταν τις θέσεις από το 1 μέχρι το 4.
Με πλαστικότητα στις κινήσεις του, πληθώρα τρόπων επίθεσης, ικανότητα στο ποστ παιχνίδι και φαντασία που το επέτρεπε να μοιράζει ασίστ με το τσουβάλι, ο Τομάσεβιτς ήταν μετρ των… αποδράσεων. Φάσεις που φάνταζαν τελειωμένες και καταδικασμένες σε αποτυχία, μετατρέπονταν σε μεγάλα καλάθια είτε από μια περιστροφή και προσποίησή του είτε από μια έξτρα πάσα που κατέληγε σε αμαρκάριστο σουτ. Όπως είχε πει κάποτε και ο συγχωρεμένος Φίλιππος Συρίγος, «φανταστείτε μυαλό Τομάσεβιτς σε σώμα Γιαφτόκας, θα μιλάγαμε για την απόλυτη καλαθομηχανή»…
Ακόμη και χωρίς τα σωματικά προσόντα άλλων πάντως το πέρασμα του Τομάσεβιτς από τον Παναθηναϊκό έμεινε αξέχαστο τόσο από τον ίδιο όσο και από τον σύλλογο. Και η απόλυτη επίδειξη του πόσο έδεσαν αυτά τα δύο στοιχεία ήρθε στο Final-4 της Ευρωλίγκας το 2007 στην Αθήνα.
Σε εκείνη την διοργάνωση, που από κάποιους θεωρείται μία από τις κορυφαίες όλων των εποχών, ο Τομάσεβιτς σημειώνει 16 πολύτιμους πόντους, κάποιους από αυτούς σε πολύ κρίσιμα σημείο και τον Μάιο εκείνης της χρονιάς, εκπληρώνει το πεπρωμένο του και στέφεται –επιτέλους- πρωταθλητής Ευρώπης.
Στον Παναθηναϊκό έμεινε 3 χρόνια κατακτώντας ισάριθμα πρωταθλήματα και Κύπελλα, πέρα από την Ευρωλίγκα. 7 τίτλους από τους συνολικά 17 της καριέρας του. Ακούγονται (και είναι) αρκετοί. Στην πραγματικότητα όμως μοιάζουν ελάχιστοι μπροστά στις ικανότητές του.