Είναι, έλεγαν, τελειωμένος. Δεν μπορεί άλλο. Οι άμυνες πια δεν είναι όπως τότε που έβαζε τις 50άρες- τότε άπαντες (σύμφωνα με τη βλακωδέστερη θεωρία στα χρονικά) τον κοιτούσαν με τα… μάτια και κανείς δεν έμπαινε στη διαδικασία να τον μαρκάρει. Τώρα στο προσκήνιο είχαν έρθει οι τακτικές Λιμόζ, εκεί που για να σκοράρεις χρειαζόταν να φτύσεις αίμα και μια μεγάλη ποσότητα από το γάλα που βύζαξες. Οι καιροί είχαν αλλάξει και το ίδιο το μπάσκετ τον είχε ξεπεράσει.
Ναι, υπήρξε μεγάλος, τεράστιος, αδιανόητα καλός, όμως τώρα κουμάντο έκαναν οι άμυνες. Το ξύλο που θα έτρωγε θα ήταν ανηλεές, τα πόδια του δε θα τον βαστούσαν και θα δυσκολευόταν να κάνει τις γνωστές του «μπούκες» προς το καλάθι. Θα έπρεπε να περιοριστεί σε τζαμπ σουτ από μέση απόσταση, αν κι εφόσον κατάφερνε ν’ απεμπλακεί από τη μέγγενη του προσωπικού του αντιπάλου.
Όσο κι αν πονούσε τους αθεράπευτα ρομαντικούς και «αδιάπτωτα» ερωτευμένους με το νο6 υποστηρικτές του, η αλήθεια ήταν μία: ο Βασιλιάς ήταν αγωνιστικά γυμvός και οι πιθανότητες να βρει έστω και ένα αξιοπρεπές μπασκετικό σορτσάκι να φορέσει απειροελάχιστες.
Άλλωστε, η ομάδα με την οποία είχε δοξαστεί, ο Άρης, δεν του είχε δείξει με εύσχημο τρόπο την πόρτα της εξόδου γιατί τον θεωρούσε τελειωμένο;
Όσο κι αν εν έτει 2021, σχεδόν 30 χρόνια μακριά από το τότε, μοιάζει παράλογο, πίσω στο παρελθοντικό τώρα, πριν την έναρξη της σεζόν 1993-1994, το ιερό τοτέμ του ελληνικού μπάσκετ, ο Νίκος Γκάλης, είχε αρχίσει ν’ αμφισβητείται- και, μάλιστα, όχι από διάφορους τυχάρπαστους, αλλά από ανθρώπους που είχαν γράψει μυριάδες χιλιόμετρα εντός ή και στα πέριξ των παρκέ.
Οι δειλές φωνές πως θα έπρεπε να τα παρατήσει μιας και βάδιζε στα 37 και κάποια μισόλογα πως ο Παύλος Γιαννακόπουλος θα κλαίει τα (αδιανόητα) λεφτά που είχε δώσει για να τον ντύσει στα πράσινα του Παναθηναϊκού δεν ήταν ακριβώς καθημερινότητα, αλλά ακούγονταν με μια άλφα αποτροπιαστική (για το ουρανομήκες μπασκετικό μέγεθος του ανδρός) συχνότητα.
Ο ίδιος ο Γκάνγκστερ έκανε αυτό που γνώριζε καλύτερα από τον καθένα, αυτό που επέτασσε ο πρωτοφανής επαγγελματισμός του: έκλεισε τ΄ αυτιά (αλλά, μεταξύ μας, ουδέποτε ξέχασε ποιος έλεγε και έγραφε τι…), προσηλώθηκε στα των εντός των τεσσάρων γραμμών και όταν ήρθε η στιγμή παρουσίασε το απαύγασμα της καριέρας του με το Τριφύλλι.
Ο Παναθηναϊκός- που ήταν εκτός Ευρώπης την περασμένη σεζόν- επέστρεφε στο πορτοκαλί προσκήνιο του Πρωταθλητριών και ήθελε να φτάσει μέχρι το Final-4 και να φωνάξει βροντώδες «παρών».
Για να συμβεί αυτό, ωστόσο, έπρεπε ο 37χρονος θεός του ελληνικού μπάσκετ να βρει τον τρόπο να γυρίσει τους δείκτες του ρολογιού προς την αντίθετη φορά, βάζοντας συνεχή αναχώματα στο μέλλον και φέρνοντας στο προσκήνιο το λαμπερό παρελθόν.
Και ο Νικ έκανε ακριβώς αυτό: όλη τη χρονιά έπαιξε, ο μπαγάσας, σαν Γκάλης.
Μάλιστα, κόντρα στην Βίρτους Μπολόνια του Ντανίλοβιτς φρόντισε να καταλάβει η αλλοτινή Μπακνερ- ή, ακριβέστερα, να θυμηθεί- τι εστί Γκάνγκστερ: παίζοντας απέναντι στη φιλόδοξη ιταλική ομάδα των μετρ της άμυνας Κολντεμπέλα και Σάβιο, ο «τελειωμένος» Γκάλης έβαλε 32 πόντους με 13/20 σουτ (12/18 δίποντα, 1/2 τρίποντα), μοίρασε και 7 ασίστ και υπενθύμισε σε όλο τον μπασκετικό πλανήτη πως το μεγαλείο δεν έχει ηλικία και η ικανότητα είναι ένα θεόσταλτο δώρο παιγμένο σε εύηχες συνέχειες.
Μετά την συγκεκριμένη εμφάνιση στο πλαίσιο των ομίλων του Κυπέλλου Πρωταθλητριών (σημερινής Ευρωλίγκας) η θρυλική εφημερίδα Gazzetta dello Sport κυκλοφόρησε με πρωτοσέλιδο-υπόκλιση στον Νικ, αποκαλώντας τον «Λευκό σωσία του Μάικλ Τζόρνταν».
Το τέλος εκείνης της σεζόν βρήκε τον “washed up” Γκάλη πρώτο σκόρερ και πρώτο πασέρ στο κορυφαίο διασυλλογικό επίπεδο της Ευρώπης, μιας και κατέλαβε το νο1 της σχετικής λίστας και στις δύο κατηγορίες στο Πρωταθλητριών.
Και ολ’ αυτά, μην ξεχνάμε, στα 37 του.
Αχ, Νικ, πόσο γρήγορα ξεχνάνε…