Από το ξεκίνημα της τρίτης χρονιάς του Πασκουάλ μέχρι σήμερα, αλλά και για κάποια διαστήματα στα δύο πρώτα χρόνια του Τσάβι και πριν, αυτό για το οποίο φωνάζαμε εδώ στο Menshouse ήταν ότι ο Παναθηναϊκός δεν είχε συγκεκριμένη ταυτότητα.
Η ταυτότητα μιας ομάδας είναι αυτό που δεν καθορίζεται από τους παίχτες που είναι διαθέσιμοι, αλλά από τα θέλω του προπονητή. Έρχονται στιγμές όμως και περιπτώσεις που ένας προπονητής δεν έχει άλλη επιλογή από το να προσαρμόσει τις ιδέες του στο υλικό που διαθέτει.
Ενδεχομένως αν ο Όντεντ Κάτας είχε έρθει στον Παναθηναϊκό Μάιο και έφτιαχνε το ρόστερ εξ αρχής, μπορεί να μην πήγαινε σε επιλογή να έχει πολλά ψηλά κορμιά και παίχτες πολυθεσίτες. Μπορεί να διάλεγε κάτι άλλο. Ή αν είχε διαθέσιμο μπάτζετ 14-15 εκατομμυρίων, μπορεί να επέλεγε δυνατά ονόματα παιχτών σκόρερ χωρίς να εστιάζει τόσο στην αμυντική τους συμπεριφορά.
Ήρθαν έτσι οι συγκυρίες που ο Κάτας βρήκε στον Παναθηναϊκό Γενάρη μήνα ένα ρόστερ που υπό τη διαχείριση του Βόβορα δεν είχε επίσης καμία ταυτότητα και δε φαινόταν να μπορεί να παίξει κάτι συγκεκριμένο.
Γνωρίζοντας ο Κάτας πως δεν υπάρχει οικονομική άνεση για αλλαγή 3-4 παιχτών, αλλά μόνο για 1-2, θέλησε πρώτα να δει ποιο ταβάνι μπορεί να αγγίξει με τους διαθέσιμους παίχτες και μετά να προχωρήσει σε προσθαφαιρέσεις παιχτών.
Δυόμιση μήνες μετά και με την ομάδα να έχει κάνει ουσιαστικά μία προσθαφαίρεση, τον Χεζόνια έναντι του Φόστερ – ο Μπρέι δεν παίζει Ευρωλίγκα – βλέπουμε έναν εντελώς άλλο Παναθηναϊκό. Ναι, έχουν υπάρξει φορές όπου αυτός ο εντελώς άλλος υπερέβη εαυτόν, αλλά και πάλι δεν κέρδισε ή μπορεί να έχασε σχετικά εύκολα. Όμως σε κάθε ματς βλέπεις ότι έχει εξαντλήσει κάθε πιθανότητα διεκδίκησης της νίκης.
Από το ματς στο ΣΕΦ είχαμε γράψει εδώ, πριν από κάθε αθλητική ιστοσελίδα, ότι η επιλογή να βάλει Παπαπέτρου στη θέση 2 και σε αρκετές περιπτώσεις στο ξεκίνημα να του δώσει να κατεβάσει μπάλα ή να καθορίσει την επίθεση, ώστε να μειώσει το ρίσκο με τους άσους που δεν είναι άσοι, ήταν η πλέον αρμόζουσα σε αυτό το ρόστερ.
Ο Κάτας είχε φροντίσει ήδη βέβαια να πάει τον Ουάιτ αποκλειστικά στη θέση 3, το οποίο το είχαμε επίσης αναφέρει σε κείμενο στην εποχή Βόβορα, και τον Μήτογλου να παίζει 4 ή 5, με Παπαγιάννη μαζί στην πρώτη περίπτωση, με Μπέντιλ στη δεύτερη.
Τι είδε με απλά λόγια ο Κάτας; Είδε ότι έχει παίχτες που μπορούν να αντεπεξέλθουν σε κάθε αλλαγή στην άμυνα, ότι οι ψηλοί του δύσκολα θα ηττηθούν στα πόδια από τους αντίπαλους γκαρντ σε περίπτωση που τα σκριν τους φέρουν αντιμέτωπους και αυτό βλέπουμε πλέον σε όλα τα ματς.
Φυσικά, ο Παπαγιάννης, ο Μήτογλου, ο Μπέντιλ και ο Όγκαστ βοηθιούνται στο μαρκάρισμα των κοντών επειδή οι υπόλοιποι της πεντάδας είναι ψηλά κορμιά, απλώνουν τα χέρια τους και μειώνονται τα περάσματα για διεισδύσεις στα αντίπαλα γκαρντ.
Το δεύτερο σημαντικό στοιχείο του Κάτας, ειδικά με την έλευση Χεζόνια, είναι οι πολλές αλλαγές στη διάρκεια του ματς. Είναι τέτοια η αγωνιστική ταυτότητα του Παναθηναϊκού, ώστε να μην επηρεάζεται η απόδοση αμυντικά από τις διαρκείς αλλαγές. Είναι ενδεικτικό ότι στο πρώτο δεκάλεπτο με τη Μακάμπι είχαν χρησιμοποιηθεί ήδη οι 9 παίχτες που έπαιξαν όλο το ματς, με εξαίρεση τον Κασελάκη που μπήκε μόνο στο τρίτο δεκάλεπτο.
Ο Κάτας παίζει εδώ και ένα μήνα με 9 παίχτες κάθε παιχνίδι, αλλά ούτε ο φίλαθλος το καταλαβαίνει, ούτε οι παίχτες σωματικά. Κι ας πέρασαν πολλοί κορωνοϊό. Με τη Μακάμπι είχαμε την αίσθηση κάποια στιγμή ότι έχουν χρησιμοποιηθεί 12 παίχτες, αλλά συνειδητοποιήσαμε ότι Όγκαστ-Δίπλαρος και -ουσιαστικά- Κασελάκης δεν είχαν παίξει.
Βλέποντας την εικόνα του Παναθηναϊκού κι αυτό που θέλει να παίξει ο Κάτας, μπορούμε να πούμε πως ίσως είμαστε στο ξεκίνημα της νέας εποχής του μπάσκετ στην Ευρώπη. Για χρόνια ο Ζέλικο και ο Παναθηναϊκός είχαν καθιερώσει το pick ‘n’ roll και τα ψηλά γκαρντ. Μετά ήρθε η εποχή του undersized ψηλού. Τώρα ζούμε την εποχή των κοντών και τρομερά αθλητικών γκαρντ, αλλά και την αναγέννησε των 7footer ψηλών, σε πιο στεγνή εκδοχή για να τρέχουν καλύτερα το γήπεδο και να αντιμετωπίζουν καλύτερα τα pick.
Ο Κάτας στήνει έναν Παναθηναϊκό με πεντάδες που ο μέσος όρος τους είναι 2.05. Είναι μια επιλογή που, σε αντίθεση με όσα ανέφερε ο ίδιος ο κόουτς για τα μειονεκτήματα της, φαίνεται σε αυτή τη φάση να έχει περισσότερα πλεονεκτήματα, το εξής ένα: καμουφλάρει περισσότερο τις αδυναμίες μιας ομάδας που δεν είναι σούπερ ποιοτικά.
Από τη μία της δίνει μεγαλύτερη σιγουριά στην άμυνα και περισσότερες επιτυχημένες άμυνες, κάτι που στην επίθεση οδηγεί σε αυτοπεποίθηση και φυσικά αιφνιδιασμούς ή γρήγορες μεταβάσεις.
Το μπάσκετ που παίζει ο Παναθηναϊκός είναι η ταυτότητα του και όταν μια ομάδα έχει ορίσει την ταυτότητα της, τότε μπορεί να φτάσει πιο ψηλά από αυτό που δείχνουν τα ποιοτικά της στοιχεία, όπως το κάνει χρόνια η Ζαλγκίρις.
Προσοχή, για να μην παρεξηγηθούμε. Δε λέμε ότι ο Παναθηναϊκός θα κυριαρχήσει στο μέλλον με αυτό το μπάσκετ. Άλλωστε, η ταυτότητα και η ποιότητα των παιχτών που διαθέτεις, δεν είναι αλληλοεξαρτώμενα. Μπορεί το ένα να είναι ψηλά και το άλλο χαμηλά, το ένα να υπάρχει και το άλλο όχι. Πιο σαφή ταυτότητα έχει για παράδειγμα ο ΠΑΟ του Κάτας από τον ΠΑΟ του Πασκουάλ το 2017-2018. Αλλά η τότε ομάδα ήταν πιο ποιοτική.
Αυτό που λέμε είναι ότι οι πράσινοι, ο Κάτας, πάνε να λανσάρουν ένα είδος μπάσκετ που κι ανώτερες ποιοτικά ομάδες θα το δοκιμάσουν στα επόμενα χρόνια κι αν αυτό συνδυαστεί με επιτυχίες, τότε μπορεί να αποτελέσει τη μπασκετική σταθερά της δεκαετίας και να στήνονται ρόστερ τύπου Παναθηναϊκού και Βιλερμπάν.