Ας κάνουμε μια υπόθεση εργασίας: υπάρχει μια εθνική ποδοσφαιρική ομάδα που γενικά δεν το έχει και πολύ με τις μεγάλες επιτυχίες. Έχει πάρει ένα διεθνές τρόπαιο πάνω από 50 χρόνια πριν και αυτό μέσα στην έδρα της και από τότε δεν έχει καταφέρει τίποτα άλλο σημαντικό. Τα πιο αξιοσημείωτα πράγματα που έχει καταφέρει είναι δυο ημιτελικοί, ένας σε κάποιο Μουντιάλ και ένας ακόμα σε ένα Euro, το οποίο μάλιστα έτυχε και αυτό να το φιλοξενεί.
Αυτές οι δυο πορείες ωστόσο είναι σταγόνες στον ωκεανό, παρενθέσεις σε μια συνολική παρουσία σε τελικές φάσεις όπου διαρκώς η εν λόγω ομάδα έχει από μέτριες μέχρι κάκιστες παρουσίες. Και ξαφνικά ένας προπονητής καταφέρνει να την κάνει ανταγωνιστική για δυο συνεχόμενες διεθνείς διοργανώσεις.
Πρώτα την οδηγεί στον ημιτελικό του Μουντιάλ. Στο καπάκι την οδηγεί στον τελικό του Euro. Η ομάδα δεν κάνει δυο τα διεθνή της τρόπαια -χάνει στα πέναλτι στον τελικό του Euro- όμως αν μη τι άλλο μια οσμή σταθερότητας αναδεικνύεται.
Είναι δυνατόν με τέτοιο παρελθόν και με δυο συνεχόμενες τόσο καλές πορείες ο προπονητής της να θεωρείται αποτυχημένος και οι οπαδοί της ομάδας αντί να χαίρονται να θέλουν να ανοίξει το έδαφος να τους καταπιεί; Εξαρτάται. Αν η παραπάνω ιστορία αφορούσε μια ποδοσφαιρική δύναμη όπως η Τσεχία ή η Δανία ή η Κροατία (ομάδες δηλαδή με αντίστοιχη παρουσία σε τελικές φάσεις) τότε οι back to back πορείες σε ημιτελικό και τελικό μεγάλων διοργανώσεων θα αποτελούσαν έναν αληθινό θρίαμβο.
Όμως εδώ δεν μιλάμε για αυτές τις ομάδες. Μιλάμε για την (ναι, καλά καταλάβατε) Αγγλία, την μαμά του ποδοσφαίρου, την χώρα με το καλύτερο πρωτάθλημα στον κόσμο, με τις ομάδες που πρωταγωνιστούν διαχρονικά στις κατακτήσεις ευρωπαϊκών τροπαίων. Για αυτή την Εθνική με τις τόσες πολλές πίκρες το μέτρο σύγκρισης δεν είναι το παρελθόν αλλά η συνολική δυναμική του ποδοσφαίρου της.
Όταν ο Ντοναρούμα έπιασε το πέμπτο και τελευταίο πέναλτι της Αγγλίας και έδωσε το Euro στην Ιταλία, κάθε οπαδός, κάθε παίκτης, κάθε μέλος του προπονητικού σταφ της Εθνικής Αγγλίας ένιωσε πως κατοικεί κάπου στην κόλαση. Κανονικά η πίκρα θα έπρεπε να είναι σχετικοποιημένη: είσαι η Αγγλία, αυτή η σούπερ ποδοσφαιρική δύναμη, δεν πήρες αυτό το τρόπαιο, θα πάρεις άλλο, δεν έγινε κάτι, να λυπηθείς αλλά όχι και να τα βάψεις τόσο μαύρα. Η Ιταλία για παράδειγμα έτσι θα ένιωθε αν το έχανε.
Όμως η Ιταλία μετράει τέσσερα Μουντιάλ σε έξι τελικούς και δυο Euro σε τέσσερις τελικούς. Η Αγγλία από την άλλη πήγαινε σε τελικό για πρώτη φορά μετά από 53 χρόνια! Άντε να περιμένεις ξανά για την επόμενη ευκαιρία. Υπό αυτή την έννοια δεν αποτελεί τόσο μεγάλη έκπληξη η πίκρα που ένιωθαν οι παίκτες της όταν έπρεπε να φορέσουν στο λαιμό τους τα μετάλλια των ηττημένων.
Το περιστατικό συζητήθηκε πολύ ανάμεσα σε τόσα και τόσα στιγμιότυπα που καθόρισαν τον μεγάλο τελικό: οι παίκτες της Αγγλίας να περνάνε μπροστά από τον πρόεδρο της UEFA, αυτός να τους φοράει τα μετάλλια της δεύτερης θέσης και εκείνοι να τα βγάζουν μπροστά του πριν καν κάνουν δυο βήματα. Για την χώρα που έχει διδάξει ποδοσφαιρικό πολιτισμό εδώ και δεκαετίες αυτό είναι κομματάκι φάουλ…
Δεν είναι η πρώτη φορά ούτε η τελευταία που οι ηττημένοι ενός τελικού κάνουν κάτι αντίστοιχο: το μετάλλιο της παρηγοριάς μοιάζει με δυσβάσταχτο βαρίδι στο λαιμό όταν έχεις χάσει ένα ματς ζωής ή θανάτου. Όμως το να το βγάζεις στο καπάκι από τη στιγμή που μόλις στο έχει φορέσει ο πρόεδρος της UEFA είναι υπερβολή. Πήγαινε λίγο πιο δίπλα και βγάλε το, όχι επί τόπου.
Κατανοητό: το «it’s coming home» είχε γίνει παγκόσμιο σλόγκαν και το εφιαλτικό deja vu της ήττας στα πέναλτι καθόρισε τη βραδιά σου. Αλλά μην συμπεριφέρεσαι σαν κακομαθημένο παιδάκι που δεν του έγινε το χατήρι. Στην τελική, κανείς δεν σου είχε εγγυηθεί πως θα το πάρεις ντε και καλά. Δείξε λίγο χαρακτήρα. Στο φινάλε είσαι η Αγγλία: κάθε ιστορία σου, επιτυχίας ή αποτυχίας, χαράς ή λύπης, είναι βασικό κεφάλαιο στην βίβλο του παγκοσμίου ποδοσφαίρου. Αν δεν διδάξεις εσύ ποδοσφαιρικό ήθος, τότε ποιοι;