Υπάρχει ένα κεφάλαιο στο «It», το θρυλικό βιβλίο τρόμου του Στίβεν Κινγκ, που ο συγγραφέας είναι ξεκάθαρο πως επιχειρεί να αποτυπώσει την προσωπική του οπτική γωνία περί συγγραφής μυθιστορημάτων και ιστοριών εν γένει. Είναι ένα κεφάλαιο όπου ένας από τους χαρακτήρες του βιβλίου, εκείνος που έχει τεράστια έφεση στην συγγραφή και έχει όνειρο ζωής να ζει από αυτό του το ταλέντο, βρίσκεται σε ένα αμφιθέατρο παρακολουθώντας ένα μάθημα περί δημιουργικής γραφής. Ο καθηγητής αναλύει μια σειρά διάσημων μυθιστορημάτων επιχειρώντας να αποκαλύψει στους φοιτητές του τα βαθύτερα πολιτικά και ιδεολογικά μηνύματα που βρίσκονται πίσω από το πρώτο επίπεδο ανάγνωσης. Ο χαρακτήρας του βιβλίου που θέλει να γίνει συγγραφέας βρίσκει παντελώς ανούσια και μίζερη αυτή τη διαδικασία υπερανάλυσης.
Κάποια στιγμή παρεμβαίνει στο μάθημα: «Δεν τα καταλαβαίνω καθόλου αυτά. Γιατί πρέπει σώνει και καλά μια ιστορία να σημαίνει κάτι παραπάνω από αυτό που είναι; Η πολιτική, ο πολιτισμός, η ιστορία, δεν είναι έτσι κι αλλιώς τα φυσικά συστατικά μιας οποιασδήποτε ιστορίας αν αυτή είναι καλά ειπωμένη; Γιατί δεν μπορείτε να αφήσετε μια ιστορία να είναι απλά μια ιστορία;», λέει μέσα στο γεμάτο αμφιθέατρο και ουσιαστικά δια στόματός του, μιλάει ο Στίβεν Κινγκ.
Ανεξάρτητα από το αν η οπτική του τελευταίου αναφορικά με την δημιουργία ιστοριών είναι σωστή ή λάθος έρχεται μάλλον να κολλήσει σε ένα από τα πιο συναρπαστικά παραμύθια των καιρών μας. Αυτό του Γιάννη Αντετοκούμπο. Ο (πλέον μπορούμε να το λέμε με βεβαιότητα) καλύτερος Έλληνας μπασκετμπολίστας όλων των εποχών είναι πολύ δύσκολο να αποσυνδέσει την προσωπική του ιστορία από μια σειρά πολιτικών συνδηλώσεων. Για την ακρίβεια, είναι μάλλον αδύνατο.
Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλο μας: αν ο Γιάννης δεν ήταν ένας ήδη θρυλικός μπασκετμπολίστας, το ελληνικό του όνομα και τα επίσημα χαρτιά του δεν θα έφταναν καν για να εκλαμβάνεται από ολόκληρη την κοινωνία ως Έλληνας. Αν δεν ήταν η εξαίρεση στον κανόνα που επιφυλάσσει αυτός ο κόσμος για τους μετανάστες που ζουν στριμωγμένοι με τις οικογένειές τους στις γειτονιές της Αθήνας, ο Γιάννης θα ήταν ένας «ξένος».
Αυτά τα χαρακτηριστικά κάνουν το συναρπαστικό παραμύθι που είναι η ιστορία της ζωής του να είναι μονίμως μια πολιτικά προσεγγίσιμη ιστορία και μάλιστα, από εντελώς αντίθετες μεριές. Είναι πραγματικά πρωτόγνωρο: καμία άλλη αθλητική προσωπικότητα δεν υπήρξε ταυτόχρονα και εθνικός εκπρόσωπος και διχαστική φιγούρα.
Για μια συγκεκριμένη πτυχή της κοινωνίας, ο Γιάννης είναι ο περήφανος σημαιοφόρος της Ελλάδας στα πέρατα της Γης, ο ιδανικός εκπρόσωπος του ελληνισμού. Τι ειρωνεία ωστόσο: είναι ακριβώς αυτές οι μεγαλόστομες πατριωτικές φανφάρες που αναγκάζουν τους μετανάστες σαν τον Γιάννη να ζουν περιθωριοποιημένοι. Και είναι για μια άλλη πτυχή της κοινωνίας, η ιστορία του Γιάννη μια μεγάλη γροθιά στην διάχυτη ξενοφοβία της ελληνικής κοινωνίας. Μόνο που αυτό αποτελεί μια μάλλον ανούσια ιδεολογικά αλχημεία: αν το παράδειγμα ενάντια στον ρατσισμό είναι ο Γιάννης τότε που ζήτω που καήκαμε. Αυτό σημαίνει πως μόνο η κοινωνική ανέλιξη είναι το μέσο των μεταναστών για την άρση των διαχωρισμών εναντίον. Σημασία όμως δεν έχει πως εκλαμβάνεται ένας μετανάστης όταν γίνει αστέρας του NBA αλλά πως εκλαμβάνεται όταν ζει και αναπνέει στα Σεπόλια.
Κοινώς, η ιστορία του Γιάννη αναδεικνύει πράγματι μια σειρά πολιτικών συμπερασμάτων. Αλλά είναι μια ιστορία που πρώτα και κύρια το μεγαλείο της είναι η ίδια της η εξέλιξη. Είναι όπως το έλεγε ο Κινγκ δια στόματος του χαρακτήρα του «It»: «Η πολιτική, ο πολιτισμός, η ιστορία, είναι έτσι κι αλλιώς τα φυσικά συστατικά μιας οποιασδήποτε ιστορίας». Αλλά την ιστορία του Γιάννη μπορούμε να την θαυμάζουμε ανεξάρτητα από όλα αυτά. Τον ίδιο τον Γιάννη μπορούμε να τον θαυμάζουμε ανεξάρτητα από όλα αυτά.
Γιατί διακρίνεται στο πρωτάθλημα των Τιτάνων υπενθυμίζοντάς μας πως στην πραγματικότητα είμαστε όλοι μας θνητοί – ακόμα και οι NBAers.
Γιατί είναι τόσο παραμυθένια η ιστορία του και τόσο γλυκιά φυσιογνωμία ο ίδιος που μπορείς ταυτόχρονα να τον ζηλεύεις χωρίς να κατακλύζεται από τοξικότητα αλλά από όμορφα αισθήματα.
Γιατί όταν φοράει το πρώτο πρωταθληματικό του δαχτυλίδι στα 26 του, το πρώτο πράγμα που σκέφτεται να πει στους συμπαίκτες του και τον κόσμο είναι: «We will do it again» δείχνοντας πως όταν έχεις μεγαλώσει μέσα στη φτώχεια πάντα σκέφτεσαι το επόμενο βήμα.
Γιατί οι 50 πόντοι του στο Game Six με τους Σανς είναι μια εμφάνιση που ο κόσμος θα την βλέπει συνεχώς, για χρόνια μπας και πιστέψει τι μπασκετικό μυαλό κουβαλάει.
Γιατί στην ιστορία των Μπακς το όνομά του φιγουράρει δίπλα σε αυτό του Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ.
Γιατί είναι απλά ο καλύτερος παίκτης πάνω στη Γη.
Η ιστορία του είναι απλά μια ιστορία και τίποτα παραπάνω. Δεν συνιστά καμία επιβεβαίωση και καμία διάψευση για κάθε είδους πολιτική αντίληψη. Αλλά είναι μια συναρπαστική, μια υπέροχη ιστορία. Όποιος την αντιληφθεί ως τέτοια και όχι ως ένα μέσο εκπλήρωσης πολιτικών βεβαιοτήτων θα βιώσει και τη βαθιά ουσία της, θα την απολαύσει ακόμα παραπάνω. Ναι, η πολιτική, ο πολιτισμός, η ιστορία είναι τα βασικά συστατικά της στοιχεία. Αλλά κατά άλλα είναι απλά μια ιστορία. Και μπορούμε, για την ακρίβεια, οφείλουμε να την απολαμβάνουμε ως τέτοια. Θα ήταν μεγάλη χαμένη ευκαιρία να μην το κάνουμε εφόσον συμβαίνει μπροστά μας.