«Όντως, είναι πραγματικότις. Με λίγη τύχη, και έχω τύχη, ο Αλεχάντρο Σκλαβενίτης θα γίνει μεγαλομέτοχος της ΑΕΚ».
Θα μπορούσε να είναι μια πέρα για πέρα αληθινή δήλωση. Σιγά, εδώ κάποτε ο Μάκης Ψωμιάδης είχε ντύσει (νοητά, γιατί η… πραγματικότις αποδείχτηκε ελαφρώς διαφορετική) στα κιτρινόμαυρα της Ένωσης τον «Μεγάλο μπασκετμπολίστα του μπάσκετ», τον Άρβιντας Σαμπόνις. Στον ομογενή επιχειρηματία από το Μεξικό θα κολλούσε;
Κι επειδή τα ανωτέρω βγάζουν λίγο λιγότερο νόημα κι από τον αντιπρόεδρο του Εδεσσαϊκού, επιτρέψτε μας το ηλεκτρονικό flashback: καλοκαίρι 2001 και η Ένωση, κατά την προσφιλή της συνήθεια τότε, αντιμετώπιζε δυσεπίλυτα οικονομικά και διοικητικά προβλήματα.
Η ENIC και η NETMED ψάχνουν εναγωνίως, με μία δόση απτής απελπισίας, ενδιαφερόμενους για ν’ αγοράσουν την ΠΑΕ ή, έστω, ν’ αναλάβουν το μάνατζεμεντ. Οι προσπάθειές τους στέφονται από απόλυτη αποτυχία, καθώς όσες πόρτες κι αν χτυπήσουν βρίσκουν πεισματικά το σηματάκι του CLOSED να τους χαμογελά χαιρέκακα.
Κάπου εκεί- πάνω δηλαδή που η απελπισία αρχίζει να φλερτάρει με την ιδέα του χορού του Ζαλόγγου-, εμφανίζεται από το πουθενά ο σωτήρας: το όνομά του είναι, λέει, Αλεχάντρο Σκλαβενίτης, ζει μόνιμα στο Μεξικό όπου και δραστηριοποιείται, η πρώτη συνεκφορά λέξεων που ξεστόμισε ποτέ του είναι «Ένωσις ολέ» κι έρχεται για να ξανακάνει την ΑΕΚ πρωταθλήτρια.
Λίγο καιρό αργότερα (κι ενόσω δεν προκύπτει από πουθενά πως ο σωτήρας έχει οικονομική επιφάνεια που κάνει την αντίστοιχη του Μπιλ Γκέιτς να μοιάζει με κουκίδα), ο Μάκης Ψωμιάδης, αρχικά σύμβουλος του Σκλαβενίτη, βγαίνει μπροστά και λέει «Αγαπούλα, πούλα» σε ENIC και NETMED. Έπεειτα, αναλαμβάνει και επισήμως τις τύχες της ομάδας, όντας ο ισχυρός άνδρας του συλλόγου.
Και μπορεί η υπόθεση να είναι τουλάχιστον περίεργη, μπορεί ο Ψωμιάδης να μην ντύνει τον… Σαμπόνις στα κιτρινόμαυρα, όμως ξεκινάει άκρως εντυπωσιακά: κλείνει για τον πάγκο της ομάδας τον σπουδαίο Φερνάντο Σάντος και το καφέ σακάκι του, φέρνει (έστω και σαν δανεικό) τον Παραγουανό παικταρά Κάρλος Γκαμάρα, και κάνει την κίνηση-ματ (ιδίως για τα γυράδικα της Νέας Φιλαδέλφειας) υπογράφοντας ένα βαρύ όνομα, τον Ερίκ Ραμπεσαντρατανά- που, βέβαια, στην πορεία δικαίωσε πλήρως τον χαρακτηρισμό «βαρύς».
Όμως, δεν είναι όλα ρόδινα σ’ αυτόν τον «νεόδμητο» πλανήτη ΑΕΚ: από την πρώτη συγκέντρωση της ομάδας, που έχει προηγηθεί των μεταγραφών (στις 3 Ιουλίου του 2001) απουσιάζει η καρδιά, η ψυχή, το σύμβολο και ο κορυφαίος παίκτης της- ο Ντέμης Νικολαΐδης.
Ο «Ντεμίνιο» διαμαρτύρεται με αυτόν τον τρόπο για τις εξελίξεις στα διοικητικά του λατρεμένου του συλλόγου και συμπαρίσταται στο συλλαλητήριο της ORIGINAL, που έχει προγραμματιστεί για την ακριβώς επόμενη ημέρα.
Ο… ξενερωμένος Ντέμης είναι ένα πρόβλημα που μοιάζει να λύνεται πιο δύσκολα κι από τον Γόρδιο, όμως κάτι ο Σάντος (που βρήκε αμέσως τα κουμπιά του) και κάτι η απροσμέτρητη αγάπη του για την ΑΕΚ, πείθεται και συμμετέχει κανονικά στις προπονήσεις, με αποτέλεσμα η Ένωση να νιώθει πως κυλάει εκ νέου στις φλέβες της ζείδωρο αίμα.
Μάλιστα, όσο περνάνε οι αγωνιστικές καθίσταται σαφές πως η αρμάδα του Σάντος από «συμπαθής» γίνεται «καλή, πολύ καλή!», έπειτα «Ρε λες…», μετά «ΤΙ ΛΕΣ ΤΩΡΑ!» κι αν τέλει εντελώς ανέλπιστο φαβορί για το πρωτάθλημα.
Είναι χαρακτηριστικό πως οι κιτρινόμαυροι θα έκλειναν το πρώτο μισό του πρωταθλήματος με 5 ολόκληρους βαθμούς διαφορά από τον 2ο Ολυμπιακό, καθώς στο τελευταίο τους παιχνίδι για το 2001 επικράτησαν του Άρη με 4-2.
Το ματς έγινε στις 16/12 και ήταν στο πλαίσιο της 10ης αγωνιστικής του πρωταθλήματος. Στον αγωνιστικό χώρο της Νέας Φιλαδέλφειας είχε εκείνη τη μέρα περισσότερη λάσπη κι απ’ όση μπορεί να πετάξει πανελίστρια μεσημεριανής εκπομπής για κάποιον που δεν συμπαθεί, με αποτέλεσμα οι 22 παίκτες να ετοιμάζονται, μεταφορικά και κυριολεκτικά, να κυλιστούν στον βούρκο.
Πριν και πάνω απ’ όλα, όμως, αξίζει κανείς ν’ ασχοληθεί πραγματικά με τρίχες: ο Ντέμης, που ήταν ο απόλυτος σούπερ σταρ και τύγχανε καθολικής αναγνώρισης (πράγμα πιο σπάνιο κι από το να φέρει κάποιος εφτάρες στο τάβλι), αποφάσισε να κάνει του κεφαλιού του και βγήκε από τ’ αποδυτήρια έτσι:
Παρά το ημιτελές του κούρεμα (αποτέλεσμα, προφανώς, ασθενούς μπαταρίας στην ξυριστική του), ο Νικολαΐδης για νιοστή φορά έκανε αυτό που ήξερε όσο λίγοι στα ποδοσφαιρικά χρονικά γαλανόλευκων αποχρώσεων: έστειλε την μπάλα στα δίχτυα δύο φορές και ήταν ο μεγάλος πρωταγωνιστής απέναντι στον αγαπημένο του αντίπαλο.
Επεξήγηση: άπαντες θεωρούμε πως ο Ολυμπιακός ήταν το νούμερο 1 «θύμα» του τύπου με το 11 στην πλάτη και τον Δικέφαλο Αετό στο μπράτσο, όμως τα νούμερα λένε πως οι κορυφαίες επιδόσεις του καταγράφηκαν κόντρα στον Άρη (14 γκολ σε 10 αγώνες).
Εν προκειμένω, στο παιχνίδι της 16ης Δεκεμβρίου του 2001, ο Ντέμης αποφάσισε ν’ αποδείξει εμπράκτως πως ποίηση και ποδόσφαιρο δύναται να συμβαδίσουν, βάζοντας ένα γκολ-ποίημα, από εκείνα που δεν… γράφονται.
Το ρολόι έδειχνε το 53ο λεπτό της αναμέτρησης και ο Τσιάρτας εκτέλεσε με το αριστερό (το μόνο αριστερό «πράγμα» επάνω του…) το φάουλ, ο Νικολαΐδης περιέστρεψε τον κορμό και το κεφάλι του λες και ήταν το κοριτσάκι του Εξορκιστή και έστειλε «ανεξήγητα» την μπάλα στο βάθος της εστίας του Κατεργιαννάκη.
Εν συνεχεία, ο Θοδωρής Ζαγοράκης (θέλετε από συνήθεια;) έκανε ένα τάκλιν στον συμπαίκτη του και τον πέταξε στις λάσπες, με αποτέλεσμα να προκαλέσει εγκεφαλικά σε μυριάδες νοικοκυρές που έβλεπαν το παιχνίδι, μια και η ΑΕΚ φορούσε λευκά-μπλε σ’ εκείνο το ματς κι οι λεκέδες από τα άσπρα σορτσάκια βγαίνουν, ως γνωστόν, πάρα πολύ δύσκολα.
Η Ένωση, χάρη και σε αυτό το αδιανόητο τεμάχιο του «Ντεμίνιο», επικράτησε εν τέλει με 4-2 του Άρη και πήγε, όπως είπαμε, στο +5 από τον Ολυμπιακό. Οι τρεις ήττες με το ξημέρωμα του 2002 από Ηρακλή, ΟΣΦΠ και ΠΑΟΚ, όμως, αποδιοργάνωσαν την ομάδα, ο Ψωμιάδης παρενέβη και τα «έσπασε» με τον Σάντος που έμεινε κακήν κακώς έως το φινάλε της περιόδου- μιας περιόδου που βρήκε την ΑΕΚ να χάνει τον τίτλο στην ισοβαθμία από τους Ερυθρόλευκους του Τάκη Λεμονή.
Αυτά, όμως, είναι δευτερεύουσας σημασίας. Είναι σκοτεινές κηλίδες στην σφαίρα επιρροής ενός τηλαυγούς αστέρα, ο οποίος δεν αγαπήθηκε σε βαθμό παράνοιας για τις κούπες που σήκωσε, αλλά για το ότι ήταν ο τελευταίος αγνός και ολοζώντανος ήρωας ενός ποδοσφαίρου που έπνεε τα λοίσθια και άπαντες περίμεναν τον επιθανάτιο ρόγχο του εν είδει μελωδικού τραγουδιού.
Ναι, εντάξει: το ελληνικό ποδόσφαιρο πράγματι «πέθανε».
Αλλά, ρε φίλε, τι ευτυχία που ζήσαμε την εποχή του Ντέμη.