Μας αρέσει-δεν μας αρέσει, το ποδόσφαιρο προχωράει.
Όπως συμβαίνει με όλα σχεδόν τα πράγματα σε αυτή τη ζωή, εξελίσσεται.
Αδιαφορεί για τα γούστα, τα βιώματα, τις μνήμες του καθενός και εκσυγχρονίζεται.
Μαζί λοιπόν με άλλες πτυχές που χάνονται (γιγαντώνοντας το αίσθημα του against modern football), εκλείπει και ένα από τα γοητευτικότερα στοιχεία του αθλήματος.
Ένα από τα νοστιμότερα συστατικά του από τη μέρα σχεδόν που γεννήθηκε:
Τα «δεκάρια»!
Σε μια εποχή που το παιχνίδι έχει γίνει σφαίρα, οι χώροι στενεύουν και μόλις πάρεις την μπάλα σε περικυκλώνουν τρεις, η παρουσία του «επιτελικού» όπως τη μάθαμε κάποτε δεν έχει θέση.
Αφού πέρασε αρχικά από το στάδιο της «πολυτέλειας», αντιμετωπίζεται πλέον ως περιττή από τους περισσότερους προπονητές.
Και κάπως έτσι οι δαντελένιοι χαφ (που έπρεπε απαραιτήτως να συνδυάσουν την αποτελεσματικότητα με την καλλιτεχνία) έχουν γίνει είδος υπό εξαφάνιση.
Νοσταλγώντας λοιπόν τις εποχές που οι παίκτες-μαέστροι (με το «10» στην πλάτη και μια αόρατη μπαγκέτα στο… πόδι) μάγευαν τα πλήθη, το μυαλό πάει αναπόφευκτα στον Μαραντόνα.
Τον Τότι.
Τον Ρικέλμε.
Αν είσαι όμως παράλληλα και λάτρης του ελληνικού ποδοσφαίρου, υμνητής της παλιάς… Α’ Εθνικής της ορθόδοξης, το μυαλό σου μπορεί να πάει κι αλλού:
Στον Πάουλο Αντριόλι.
Στον Αντώνη Σαπουντζή.
Και αυτόματα στην ιστορική μεταξύ τους μονομαχία πριν 25 χρόνια!
Για όσους δεν θυμούνται (ή δεν είχαν καν γεννηθεί) εκείνα τα χρόνια, ο Βραζιλιάνος υπήρξε μέγας μπαλαδόρος:
Χαμηλοκώλης, με αλανιάρικο στιλ, κλειστή ντρίμπλα και σουτ που μπορούσε να σε αφήσει στον τόπο.
Ο ηγέτης του Πανιωνίου, από την άλλη, ήταν πιο ντελικάτος:
Ψηλός, αργός, με μπαλιά-διαβήτη και το τόπι να κολλάει στο πόδι, όπως κολλούσε η πλούσια χαίτη του από το τζελ!
Με κοινό στοιχείο τους λοιπόν ότι κουβαλούσαν στην πλάτη τις ομάδες τους, μετέτρεψαν ένα… ανύποπτο Ιωνικός-Πανιώνιος σε μια από τις πιο εμβληματικές (και ταυτόχρονα καλτ) ματσάρες όλων των εποχών.
Ήταν 30 Αυγούστου του 1998 όταν οι Νικαιώτες υποδέχονταν ως τυπικά γηπεδούχοι τους Νεοσμυρνιώτες στο παλιό «Καραϊσκάκη».
Στο ίδιο γήπεδο όπου λίγους μήνες νωρίτερα οι «κυανέρυθροι» είχαν αναδειχθεί Κυπελλούχοι (με τον θρίαμβο επί του Παναθηναϊκού) και έπειτα από μια σεζόν όπου ο Ιωνικός είχε ξεκινήσει με το ιστορικό 7/7 στο πρωτάθλημα, τερματίζοντας τελικά πέμπτος.
Παρόλο που υπήρχαν όμως αξιόλογοι παίκτες σε αμφότερους τους αντιπάλους (Μπρούστερ, Αφάς, Φρούσος από τη μία και Ναλιτζής, Μπουγάς, Φύσσας από την άλλη) το ματς θα εξελισσόταν σε προσωπική υπόθεση των «10αριών»!
Στο 6’ λοιπόν ο Σαπουντζής με πονηρή εκτέλεση φάουλ (τόσο-όσο ώστε να περάσει πάνω από το τείχος) ανοίγει το σκορ.
Στο 25’ ο Αντριόλι -με κίνηση φορ και κοντινή κεφαλιά- ισοφαρίζει.
Στο 33’ ο Αντριόλι μ’ ένα ανεπανάληπτο τούβλο από τα 35 μέτρα ζωγραφίζει το «Γ» και κάνει το 2-1.
Στο 63’ ο Σαπουντζής με φαλτσαριστό φάουλ-συστημένο στη γωνία του Πουρλιοτόπουλου γράφει το 2-2.
Στο 66’ ο Αντριόλι με ακόμα πιο απίθανη εκτέλεση φάουλ, βρίσκει το εσωτερικό της συμβολής (!) των δοκαριών και αναγκάζει τον Στρακόσα να γυρίσει για να δει την… γκολάρα!
Και στο 83’ ο Σαπουντζής με εκτέλεση πέναλτι αλά… Αποστολάκης (στο κέντρο της εστίας) ισοφαρίζει ξανά σε 3-3!
Ενώ λοιπόν οι 2.500 θεατές προσπαθούσαν να συνειδητοποιήσουν ότι γράφεται ιστορία μπροστά στα μάτια τους (με ταυτόχρονο χατ-τρικ των δυο παιχταράδων) ήρθε μια φάση στο 90’ να… υπενθυμίσει ότι βλέπουν ελληνικό πρωτάθλημα:
Πλασέ του Ξανθόπουλου (που αν πήγαινε απευθείας στα δίχτυα θα ήταν κανονικό), προβολή του Δεληγιάννη (ο οποίος έβαλε αχρείαστα το πόδι του) και το 4-3 από θέση οφσάιντ!
Ήταν ένα γκολ που δεν έπρεπε να μετρήσει ποτέ.
Όχι μόνο επειδή ήταν άδικο για τον Πανιώνιο (που έχασε το ματς).
Μα κυρίως επειδή ήταν άδικο για το σόου που είχαν δώσει νωρίτερα οι Αντριόλι και Σαπουντζής!
Μια παράσταση που μπορεί πρόσκαιρα να τους έκλεψε, αλλά στο πέρασμα των χρόνων έμεινε αξέχαστη σε κάθε πραγματικό μύστη της Α’ Εθνικής!