Αν η παλιά καλή Α’ Εθνική απεικονιζόταν σε έναν μόνο ποδοσφαιριστή, θα είχε τα κανιά του Γιώργου του Κολτσίδα.
Τα μπούτια του Στράτου του Αποστολάκη.
Την κορμοστασιά του Βαμβακούλα και τα φρύδια του Σαργκάνη.
Μα πάνω απ’ όλα θα είχε το απόλυτο trademark της ποδοσφαιρικής καλτίλας των 90’s:
Τον μύστακα και την περήφανη χαίτη του Νίκου Τσιαντάκη!
Παρόλο που συνδέθηκε με μια εποχή δύσκολη για τον Ολυμπιακό και δεν πανηγύρισε πρωτάθλημα μαζί του, ο θρυλικός «Τσιάντακας» αγαπήθηκε από τους φιλάθλους του (και όχι μόνο).
Ήταν από τους λίγους που τα περιβόητα «πέτρινα χρόνια» δεν σκέπασαν την καλή του παρουσία και όσα προσέφεραν στην ομάδα.
Θέλεις επειδή τα έδινε όλα σε κάθε ματς;
Θέλεις επειδή έβγαζε το ίδιο πάθος με τότε που έπαιζε πιτσιρίκι στις αλάνες του Κολωνού, χρησιμοποιώντας μπουκάλια και καπάκια αντί για μπάλα;
Θέλεις εξαιτίας του χαρακτηριστικού στιλ που (σε συνδυασμό με το μερακλίδικο παρουσιαστικό) τον έκανε ακόμα πιο συμπαθή;
Πιθανότατα όλα αυτά μαζί οδηγούσαν τις εξέδρες του παλιού «Καραϊσκάκη» να τον αποθεώνουν από το 1987 ως το 1994 που φόρεσε τα ερυθρόλευκα.
Έστω κι αν άργησε έξι χρόνια να μετακινηθεί στην ομάδα με την οποία έμελε να συνδεθεί…
Θα είχε συμβεί από το 1981 ακόμα, όταν στην τελευταία αγωνιστική του πρωταθλήματος (με τον Ολυμπιακό να έχει κατακτήσει τον τίτλο) «έβγαλε τα μάτια» του Κάζιμιρ Γκόρσκι ως παίκτης του Ατρόμητου.
Τελικά όμως η μεταγραφή δεν έγινε.
Και όταν τελικά αποχώρησε (τέσσερα χρόνια αργότερα) το έκανε για να πάει στον Πανιώνιο.
Όχι ότι του πήγε άσχημα…
Στα 2,5 χρόνια του στην πλατεία ήταν από τους πυλώνες της ομάδας του Ούρμπεν Μπραμς, που τερμάτισε δυο φορές στην πεντάδα και έπαιξε Ευρώπη.
Είπαμε όμως, το πεπρωμένο του ήταν ο Ολυμπιακός…
Και εκεί κατέληξε, ως ένας από τους παίκτες που κατέφθαναν σωρηδόν επί Κοσκωτά, λίγο πριν σκάσει η «φούσκα» και αρχίσουν τα προβλήματα.
Μπορεί λοιπόν οι δύσκολες στιγμές στην επταετία που ακολούθησε να ήταν περισσότερες, όμως και οι αναμνήσεις που χάρισε ήταν ανεξίτηλες:
Οι φοβερές κούρσες του πάνω στον ασβέστη…
Τα επικά σλάλομ παράλληλα με το σκάμμα έξω από το πλάγιο στο παλιό «Καραϊσκάκη»…
Η ατίθαση χαίτη να κάνει τις προσπάθειές του να μοιάζουν ακόμα πιο αέρινες…
Και φυσικά το σήμα-κατατεθέν του:
Η εμβληματική σέντρα -ή μάλλον η δυνατότητά του να βγάζει σέντρα σχεδόν από κάθε σημείο και υπό οποιεσδήποτε συνθήκες.
Σε κίνηση, μαρκαρισμένος, χωρίς ορατότητα, ακόμα και εν στάσει θα έφερνε την μπάλα στην περιοχή.
Είτε με το (θεωρητικά καλό του) δεξί, είτε με άλλο πόδι, που το χρησιμοποιούσε τόσο καλά ώστε να μπερδεύει πολλούς ότι ήταν αριστεροπόδαρος.
Και φυσικά με την αξέχαστη καμπύλη που του χάρισε το παρατσούκλι «κουτάλας» και έφερνε το τόπι… λουκούμι στους συμπαίκτες!
Άλλωστε έγραψαν ιστορία οι συνεργασίες του (ειδικά) με τον Γιώτη Τσαλουχίδη…
Είναι δεδομένη, δε, η δική του συμβολή ώστε ο τότε αρχηγός του Ολυμπιακού να καθιερωθεί ως ένας από τους καλύτερους κεφαλοσφαιριστές όλων των εποχών…
Πιθανότατα λοιπόν ο «Τσιάντακας» (που υπήρξε από τους αγαπημένους παίκτες και του πάντοτε δύσκολου Όλεγκ Μπλαχίν) άξιζε περισσότερες χαρές στον Πειραιά.
Θα μπορούσε να έχει πανηγυρίσει παραπάνω τίτλους από δυο Κύπελλα κι ένα Σούπερ Καπ.
Άλλωστε υπήρξε σταθερό μέλος και της Εθνικής, ταξιδεύοντας στο Μουντιάλ του ’94 και παίζοντας απέναντι σε Αργεντινή και Νιγηρία.
Δεν παραπονέθηκε όμως ποτέ.
Δεν έβγαλε ποτέ πικρία.
Μετά τη λήξη της καριέρας του διατήρησε το σεμνό προφίλ που τον χαρακτήριζε και σε όλη τη διάρκειά της.
Ακόμα και… πτυχίο όταν πήρε στα 48 του (από τη Γυμναστική Ακαδημία) δεν πανηγύρισε μέσα στην τήβεννό του.
Και σε αντίθεση με ό,τι έκανε στο γήπεδο, κράτησε… χαμηλά την μπάλα:
«Mου την έδωσε. Δεν ήταν δύσκολη απόφαση. Χρωστούσα μόνο ένα μάθημα εδώ και χρόνια και ήταν κρίμα -έστω και τώρα- να μην πάρω πτυχίο.
Ήμουν καλός φοιτητής και δεν ήθελα να μείνω με την αίσθηση ότι ποτέ δεν πήρα το πτυχίο μου. Όλο έλεγα θα πάω, αλλά δεν το έκανα.
Τελικά τα κατάφερα»…