Από καλούπι ήθους και μαχητικότητας που δεν αντιγράφεται: Ο Ρενέ Χένρικσεν δεν έπαιξε ποτέ για την ισοπαλία

Έφερε τον «αγώνα» στα μέτρα του...

Το Γκλόστρουπ είναι μία μικρή πόλη 22.000-23.000 κατοίκων που συγκαταλέγεται στους 29 δήμους της περιφέρειας της Κοπεγχάγης. Εκεί, στις 27 Αυγούστου 1969, είδε το πρώτο φως της ζωής ένα κατάξανθο αγοράκι που τρεις δεκαετίες αργότερα έμελλε να κλέψει τις καρδιές όλων των Ελλήνων φιλάθλων. Τον λένε Ρενέ Χένρικσεν. Και το όνομά του έγινε συνώνυμο του επαγγελματισμού, μα κυρίως του ήθους.

Όταν ήταν πιτσιρικάς, τον αποκαλούσαν «λίλε» που σημαίνει «μικρούλης». Έπαιζε ποδόσφαιρο από τότε που θυμάται τον εαυτό του. Από τις κορυφαίες ομάδες του πλανήτη, θαύμαζε τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Δεν κατάφερε ο πατέρας του να τον κάνει να αγαπήσει την Τότεναμ.

Λίγο πριν κλείσει τα 20, συγκεκριμένα το 1988, ο νεαρός Ρενέ εντάχθηκε στο δυναμικό της Akademisk Boldklub (ΑΒ), ενός συλλόγου που είχε κατακτήσει 9 πρωταθλήματα Δανίας, εκ των οποίων τα 7 από το 1927-28, όταν και έγινε ένα πιο σεβαστό εγχείρημα για την εδραίωση της διοργάνωσης.

Οι ένδοξες ημέρες, όμως, είχαν περάσει προ πολλού. Από το 1973 μέχρι το 1985 η ομάδα αγωνιζόταν στη δεύτερη κατηγορία και ως το 1992-93 στην τρίτη. Έπρεπε να έρθει η σεζόν 1995-96 για να επανέλθει στα μεγάλα σαλόνια. Με τον Χένρικσεν να αποτελεί μέλος της. Τώρα πια δεν τον αποκαλούσαν «λίλε», αλλά «άλογο» λόγω του στυλ παιχνιδιού του.

Είναι η ώρα για να αποδοθούν τα credits στον Κρίστιαν Άντερσεν, τον προπονητή του στην ΑΒ, που από το κέντρο τον γύρισε στην άμυνα. Με κομψότητα, τεχνική και απαράμιλλη υπομονή, ο Χένρικσεν «διάβαζε» τις επιθέσεις των αντιπάλων, «εξαφανίζοντας» την έλλειψη σπιρτάδας του. Δεν άργησε να γίνει ένας αποτελεσματικός οργανωτής.

Λίγο αργότερα θα μετατρεπόταν σε έναν από τους τελευταίους σπουδαίους λίμπερο του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου. Χωρίς υπερβολή, αν κρίνει κανείς μέχρι που έφτασε στις εκτός των συνόρων διοργανώσεις με τον Παναθηναϊκό. Προς το παρόν συμπλήρωνε δεκαετία στους «πράσινους» της Κοπεγχάγης.

Ο ομοσπονδιακός τεχνικός Μπο Γιόχανσον τον κάλεσε στην εθνική τον Μάρτιο του 1998 και του έδωσε το βάπτισμα του πυρός σε ένα φιλικό ματς με τη Σκωτία. Πέρασε ως αλλαγή στο ημίχρονο, αντικαθιστώντας τον Γιάκομπ Λάουρσεν. Ο Χένρικσεν εντυπωσιάστηκε από τους περίπου 30.000 θεατές που βρέθηκαν στο «Άιμπροξ». Είχε βαρεθεί να παίζει ενώπιον 3.000-4.000 φιλάθλων.

Ο Άντερσεν τον χαρακτήρισε ως το «καλύτερο λίμπερο της χώρας» και, δικαίως, συμπεριλήφθηκε στην αποστολή της Δανίας για την τελική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου 1998, ωστόσο δεν πήρε χρόνο συμμετοχής επειδή ο Γιόχανσον προτιμούσε τους Μαρκ Ρίπερ και Γες Χογκ.

Αυτή η μεγάλη γιορτή στα κατάμεστα γαλλικά γήπεδα τον ώθησε ακόμα περισσότερο να αφήσει την ήρεμη Κοπεγχάγη. Εξάλλου λίγους μήνες αργότερα εκπλήρωσε ένα όνειρο. Χρίστηκε Κυπελλούχος με την ΑΒ, η οποία αγνοούσε την κατάκτηση οποιουδήποτε τίτλου από το 1967. Παράλληλα, έλαβε τον χαρακτηρισμό “Årets pokalfighter” (μτφρ. «Μαχητής του Κυπέλλου») για την παρουσία του στον τελικό κόντρα στην Άαλμποργκ. Το «κομπιούτερ» παρέλαβε, μάλιστα, για δώρο κι ένα… κομπιούτερ, ωστόσο πιο πολύ απολάμβανε ένα παιχνίδι γκολφ, παρά να κλειστεί μέσα.

Έκτοτε δεν ξαναπρώτευσε πουθενά η “Akademikerne”, όπως την αποκαλούν, αν εξαιρεθεί το Super Cup της ίδιας χρονιάς (1999). Ο Χένρικσεν είχε άλλο ένα έτος συμβολαίου, όμως, ήθελε πια να διευρύνει τους ορίζοντές του. Δεν γινόταν να παίζει σε μία ομάδα που μέχρι το 1999 μετρούσε μόλις δύο ευρωπαϊκές προκρίσεις. Παρεμπιπτόντως, το 1968-69 απέκλεισε τη Ζυρίχη κι αμέσως μετά τέθηκε νοκ-άουτ από την ΑΕΚ στον 2ο γύρο του Κυπέλλου Πρωταθλητριών.

Στον Παναθηναϊκό της Ευρώπης

Ο 30χρονος, πλέον, αμυντικός είχε απορρίψει προτάσεις από την Ολλανδία, τη Γερμανία και τη Σκωτία. Ενδιαφέρθηκε ακόμα και η Καϊζερσλάουτερν, η οποία είχε κατακτήσει την Bundesliga της προηγούμενης σεζόν. Ώσπου την τελευταία ημέρα της μεταγραφικής περιόδου του 1999, ο Παναθηναϊκός ανακοίνωσε την απόκτησή του. Η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων φιλάθλων δεν τον γνώριζε.

Ο Χένρικσεν πείστηκε να έρθει στην Αθήνα για μια σειρά από λόγους, πέραν φυσικά όσων προαναφέρθηκαν περί επιθυμίας του να αλλάξει παραστάσεις. Είχε τις καλύτερες των εντυπώσεων από τα επτά ταξίδια σε «γαλανόλευκα» νησιά, σκλαβώθηκε από την επαγγελματική συμπεριφορά των ανθρώπων του «τριφυλλιού» και θαμπώθηκε από τις εγκαταστάσεις της Παιανίας. Το τελευταίο εμπόδιο, οι δισταγμοί της συζύγου του Χίλε, κάμφθηκε.

Παράλληλα, ο Μπο Γιόχανσον, ο οποίος είχε εργαστεί σε Πανιώνιο και Καλαμάτα, του είπε ότι ο Παναθηναϊκός θα ήταν πολύ καλή επιλογή. Ο διεθνής αμυντικός δεν γνώριζε σχεδόν τίποτα για το κλαμπ. Κατά βάση θυμόταν τα δύο ματς με την Άαλμποργκ, σε αυτήν την τρομερή πορεία των «πρασίνων» έως την ημιτελική φάση του UEFA Champions League.

Κακά τα ψέματα. Ο Χένρικσεν ήταν ένα μεγάλο στοίχημα. Μέχρι τα 27 του έπαιζε στη Β’ και τη Γ’ Δανίας, μιας χώρας που σε διασυλλογικό επίπεδο τουλάχιστον, βρισκόταν κάτω από την Ελλάδα εκείνη την εποχή. Που να φανταζόταν τι θα επακολουθούσε.

Το «κομπιούτερ», όπως τον αποκάλεσαν οι δημοσιογράφοι και οι φίλαθλοι για την ικανότητά του να «διαβάζει» τις φάσεις, στέριωσε στον Παναθηναϊκό. Αποτέλεσε μέλος του κορυφαίου εγχώριου κλαμπ που εμφανίστηκε ποτέ σε διάρκεια. Χάρη (και) σε εκείνον, το «τριφύλλι» της τετραετίας 1999-2003 κοίταξε στα μάτια σχεδόν κάθε αντίπαλο και άγγιξε δύο φορές την πρόκριση σε ημιτελική φάση ευρωπαϊκής διοργάνωσης.

Παράλληλα, το 1999-00 ήταν βασικό στέλεχος της περίφημης ομάδας που έφτιαξε ο αείμνηστος Γιάννης Κυράστας, το 2002-03 ο τίτλος χάθηκε στο ντέρμπι της Ριζούπολης και το 2003-04 κατακτήθηκε το πολυπόθητο νταμπλ.

Ο Χένρικσεν κατέγραψε 136 συμμετοχές στην Α’ Εθνική, 21 στο Κύπελλο και 51 σε ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Αν και αμυντικός, ο Δανός δέχθηκε μόλις 13 κίτρινες στο πρωτάθλημα κι αποβλήθηκε μία φορά, στις 29 Νοεμβρίου 1999, όταν ο Παναθηναϊκός άφηνε δύο πολύτιμους βαθμούς στην έδρα του Ιωνικού. Την πρωτοτυπία αυτή κατέχει ο διαιτητής Γιώργος Τσαγκαράκης.

Παρών στη ρεβάνς με τη Λα Κορούνια, μετέπειτα πρωταθλήτριας Ισπανίας, που το «τριφύλλι» άγγιξε μια μεγάλη ανατροπή από το εφιαλτικό 4-2 του «Ριαθόρ».

Παρών στα ματς με Γιουβέντους, Αμβούργο, Βαλένθια και Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.

Παρών απέναντι σε Σάλκε, Άρσεναλ, Ρεάλ Μαδρίτης και Μπαρτσελόνα.

Παρών κόντρα σε Φενέρμπαχτσε, Άντερλεχτ και Πόρτο.

Σε όλα αυτά συμπλήρωσε 90λεπτο, με εξαίρεση το εκτός έδρας παιχνίδι απέναντι στη Φενέρμπαχτσε, όταν έπαιξε για… 85’.

Παράλληλα, όλα αυτά τα χρόνια, ο Χένρικσεν έφτασε τις 66 διεθνείς συμμετοχές, εκ των οποίων οι 25 με το περιβραχιόνιο στο μπράτσο. Έπαιξε σερί στους 63 από τους τελευταίους 64 αγώνες. Έλαβε μέρος στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 2000 και του 2004, καθώς και στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2002. Το 2000 πήρε τη σκυτάλη από τον Πέτερ Σμάιχελ στον τίτλο του κορυφαίου Δανού της χρονιάς. Στο μεταξύ του είχαν κολλήσει ακόμα δύο παρατσούκλια: «Υπουργός Άμυνας» και “Danmarks mest elegante”, δηλαδή «ο πιο κομψός της Δανίας». Κι όλα αυτά μετά τα 30 του!

Το καλοκαίρι του 2005, το «κομπιούτερ» επέστρεψε στην ΑΒ. Είχε ξαναπέσει στην 1. Division, επομένως ήθελε να τη βοηθήσει να αποφύγει τον υποβιβασμό στην τρίτη κατηγορία. Μαζί με τους συμπαίκτες του τα κατάφεραν. Ώσπου τον Ιούνιο του 2006 αποφάσισε να κρεμάσει τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια.

Όταν ο Χανς Μπάκε ανέλαβε την τεχνική ηγεσία του Παναθηναϊκού εκείνο το καλοκαίρι, το όνομα του Χένρικσεν έπεσε στο τραπέζι για τον ρόλο του βοηθού. Δεν ήθελε, όμως, να αφήσει την όμορφη οικογένεια που στο μεταξύ είχε δημιουργήσει.

Ο πιο δύσκολος αντίπαλος

Ο Χένρικσεν όδευε πια στα 40, αλλά δεν είχε σκοπό να χάσει την καλή του φυσική κατάσταση. Πήγαινε για τρέξιμο και έπαιζε ποδόσφαιρο σε χαμηλότερο επίπεδο. Επίσης, ανήκε στην εθνική Βετεράνων και είχε υπάρξει μέλος του συμβουλίου της.

Ο Παναθηναϊκός ήρθε εκ νέου στη ζωή του το 2008. Του προτάθηκε να επικεντρωθεί στην αγορά της Σκανδιναβίας ως σκάουτ, όμως, περίπου τρία χρόνια αργότερα η συνεργασία σταμάτησε. Ομοίως και η πολυμετοχικότητα.

Η ζωή κυλούσε ήρεμα μέχρι το 2017, όταν διαπίστωσε ότι ανάσαινε μετά δυσκολίας, στην προσπάθειά του να ανέβει τις σκάλες. Δεν το δεχόταν από τη στιγμή που διατηρούνταν σε φόρμα, επομένως υποβλήθηκε σε εξετάσεις. Το αποτέλεσμα; Πολλαπλούν μυέλωμα.

Πρόκειται για μία ανίατη μορφή της νόσου στα πλασματοκύτταρα, ενός τύπου λευκών αιμοσφαιρίων στο μυελό των οστών, τα οποία παράγουν αντισώματα και ενισχύουν την καταπολέμηση των λοιμώξεων.

Ο βετεράνος άσος αποφάσισε να αποκαλύψει το σοβαρό πρόβλημα υγείας του. Δεν ήθελε να υπάρχουν παρερμηνείες και φήμες. Μίλησε στην εφημερίδα “Ekstra Bladet” και οι δηλώσεις του δημοσιεύθηκαν στις 2 Μαΐου 2018.

Τότε είχε πει, μεταξύ άλλων:

-Είναι μια μορφή καρκίνου που δεν θεραπεύεται, αλλά γίνεται να έρθει σε ύφεση. Και είναι μια ασθένεια, η οποία μου επιτρέπει εύκολα να ζήσω πολλά χρόνια.

-Ως αθλητής, με ενοχλεί που δεν μπορώ να νικήσω, που δεν μπορώ να ξεριζώσω την ασθένεια. Από την άλλη, μπορώ να το μειώσω στο ελάχιστο, ώστε να πάρω τουλάχιστον την… ισοπαλία.

-Νόμιζα ότι είχα τελειώσει τον αγώνα της ζωής μου στα ποδοσφαιρικά γήπεδα. Τώρα λαμβάνω αυτό ως τον αγώνα της ζωής μου.

-Είμαι αποφασισμένος να βρω τη δύναμη και να το αντιμετωπίσω. Ελπίζω ότι σύντομα η επιστήμη θα νικήσει τον καρκίνο, προκειμένου να υποχωρήσει από όλους όσοι έχει «χτυπήσει».

-Παράγω πάρα πολλά λευκά αιμοσφαίρια και επομένως έχω ακατάλληλη κατανομή ερυθρών και λευκών αιμοσφαιρίων.

-Πριν από 1,5 μήνα υποβλήθηκα στην πρώτη μου χημειοθεραπεία και περιμένω περισσότερες στο μέλλον. Τον Αύγουστο θα κάνω μια μεταμόσχευση βλαστοκυττάρων, η θεραπεία θα ολοκληρωθεί και μετά ελπίζω ότι θα έρθει σε ύφεση.

-Είμαι έτοιμος να πολεμήσω ό,τι απαιτείται. Προφανώς, έπαθα σοκ όταν το έμαθα. Αλλά τώρα είμαι αποφασισμένος να μην αφήσω την ασθένεια να ελέγξει ή να κυριεύσει τη ζωή μου.

-Είναι ξεκάθαρο ότι ακούω τα σήματα του σώματός μου. Υπάρχουν μέρες που δεν έχω κανέναν έλεγχο στο πώς αντιδρά το σώμα μετά τη χημειοθεραπεία. Αφού τελείωσα τον πρώτο γύρο της χημειοθεραπείας, πάλεψα με την κούραση και τη ναυτία.

-Συνεχίζω να προπονώ τα παιδιά μου στις ακαδημίες της ΑΒ. Προσπαθώ να διατηρήσω την κανονική μου ζωή. Μέρος της δικής μου ψυχικής θεραπείας είναι να συνεχίσω να ζω όσο πιο φυσιολογικά γίνεται.

Έναν χρόνο αργότερα, σε συνέντευξη που παραχώρησε στην εφημερίδα “B.T.”, ο Δανός αποκάλυψε ότι είναι σε θέση να ξαναπαίξει ποδόσφαιρο. Δεν επέτρεψε στην ασθένεια να τον ζημιώσει ψυχολογικά. Με την οικογένεια και το γνωστό του χαμόγελο για ασπίδα, το «κόσμημα» των ελληνικών γηπέδων πέτυχε τον στόχο του. Έφερε τον «αγώνα» στα μέτρα του, όπως έκανε πάντα. Και με αργές, μεθοδικές κινήσεις, έσφιξε διακριτικά τη γροθιά του.

Ρενέ Χένρικσεν, έπαιξες και παίζεις για την ισοπαλία, αλλά έχεις καταλάβει ότι είσαι νικητής. Από τ’ αποδυτήρια.