Εν αρχή ην… η παραδοχή: ο Παναθηναϊκός της τελευταίας τριετίας στην Ευρωλίγκα (αλλά και-σε μικρότερο βαθμό λόγω και του σαφέστατα χαμηλότερου επιπέδου- στην Ελλάδα) δεν παίρνει απλά κάτω από τη βάση, αλλά θέλει κιάλια για να δει, έστω, τη βάση.
Για τα υψηλότατα στάνταρ μιας ομάδας που έχει φορέσει 6 φορές το ευρωπαϊκό στέμμα και είχε μετατρέψει τα final 4 σε δεύτερο σπίτι της, το να φιγουράρει στις τελευταίες θέσεις της βαθμολογίας μακριά από τα playoffs, είναι η επιτομή του «μένω μετεξεταστέος (στην καλύτερη των καλυτέρων…).
Ουδείς εχέφρων άνθρωπος θα βρεθεί να πει το αντίθετο, σε μια προσπάθεια να ωραιοποιήσει μια άσχημη- σε αμιγώς αγωνιστικό πλαίσιο- κατάσταση: το Τριφύλλι δεν είναι αυτό που πρέπει εδώ και τρεις σεζόν, τελεία και παύλα. Ή, αν προτιμάτε, . & –
Το 2022-2023 ξεκίνησε με όνειρα και φιλοδοξίες, μιας και έπειτα από μια διετία που η διοικητική κατάσταση ήταν ελαφρώς «ασαφής», ο ιδιοκτήτης έβαλε γερά το χέρι την τσέπη και η λογική των εσόδων-εξόδων πήγε μπασκετικό περίπατο.
Οι Πράσινοι, ωστόσο, αντί να πετύχουν διάνα με την επιλογή Ράντονιτς (που, για να μην τον αδικούμε τον άνθρωπο, στα χαρτιά φάνταζε μια 100% λογική κίνηση δεδομένου του προπονητικού του παρελθόντος) πέτυχαν να κάνουν μία τρύπα στο αγωνιστικό νερό, μιας και ο coach ουδέποτε… απέδωσε τ’ αναμενόμενα.
Μοιραία, λοιπόν, ήρθαν οι κάκιστες εμφανίσεις στην Euroleague και ο αριθμός-αρνητικό ρεκόρ 25ετίας στις ήττες στην κανονική διάρκεια της Α1. Και αποτελεί κοινό μυστικό πως το πρωτάθλημα δεν είναι ακριβώς Mission Impossible, αλλά… αποτελεί, κατά μίαν έννοια: ο φετινός Ολυμπιακός είναι χάρμα ιδέσθαι, διέπεται από σωστές, ακλόνητες αρχές στο παιχνίδι του και το γεγονός πως κατέκτησε την πρώτη θέση στην regular season της Ευρωλίγκας έχοντας υποδιπλάσιο μπάτζετ από τους άμεσους ανταγωνιστές του είναι κατόρθωμα περιωπής, που όμοιό του σπάνια συναντούμε στην Γηραιά Ήπειρο (εκεί που το salary cap είναι άγνωστη έννοια και ο καθένας ξοδεύει ό,τι αντέχει η τσέπη του).
Το να χαρακτηρίσει κανείς «χαμένη» μια σεζόν που βρίσκεται ακόμα εν εξελίξει είναι αρκετά σκληρό για έναν σύλλογο του μεγέθους του Παναθηναϊκού, όμως δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητα. Το Τριφύλλι ξέρει πως, ελλείψει ανταγωνισμού, θα μπει στους τελικούς της BasketLeague κι εκεί θα κυνηγάει το θαύμα της κατάκτησης του πρωταθλήματος, μιας και περί (σχεδόν) τέτοιου θα πρόκειται.
Στην ανωτέρω παράγραφο, ωστόσο, κρύβεται και η πηγή της αέναης αισιοδοξίας για τον «Εξάστερο»: είναι το σημείο που λέει για το μέγεθος του συλλόγου, ενός συλλόγου που ακόμα και μετά από μια στείρα, σε επίπεδο ευρωπαϊκού τίτλου, δεκαετία και με τρεις… άθλιες σεζόν, διαθέτει μια φανέλα που αν πέσει από τα χέρια του φροντιστή που την κρατά, θα κάνει κρατήρα στο εκάστοτε παρκέ.
Το πόσο θελκτικός προορισμός είναι ο Παναθηναϊκός και το πόσο μετράει το όνομά του ακόμα και τώρα, φαίνεται από το γεγονός πως ονόματα όπως ο Λάσο και ο Αταμάν «παίζουν» σε καθημερινή βάση ως τα επικρατέστερα για τον πάγκο του- και, εξίσου σημαντικό, δεν «παίζουν» επειδή έχουμε μια παρατεταμένη πρωταπριλιά, αλλά γιατί και οι δύο υποθέσεις ευσταθούν και δεν είναι απλά λόγια του ρεπορταζιακού αέρα.
Πέραν τούτου, είναι παγκοίνως γνωστό πως Βιλντόζα και Καμπάτσο είναι επίσης στο ραντάρ, ενώ… υπογείως γίνονται επαφές και για άλλους παίκτες από το πάνω ράφι.
Στο διά ταύτα: το σημαντικό εν προκειμένω δεν είναι ότι το Τριφύλλι βολιδοσκοπεί τις προθέσεις προπονητών που έχουν κατακτήσει την Ευρωλίγκα και είναι ήδη θρύλοι του αθλήματος ούτε αν ο (ξεκάθαρα παικταράς) Καμπάτσο φορέσει εν τέλει τα πράσινα και θα έχει για συμπαίκτη του τον ΛεΜπρόν Τζέιμς, ο οποίος μετά το σπάσιμο του ρεκόρ σκοραρίσματος στο ΝΒΑ θα θεωρήσει το καλοκαίρι πως δεν έμεινε τίποτ’ άλλο να κυνηγήσει στην από εκεί πλευρά του Ατλαντικού και θα έρθει στα μέρη μας γιατί θέλει νέες προκλήσεις στην καριέρα του.
Το πρωτεύον είναι πως η ομάδα βαδίζει ξεκάθαρα στο σωστό μονοπάτι, με επιλογές και κινήσεις που- όπως αναφέρουν και τα παιδιά που γνωρίζουν πρόσωπα και καταστάσεις πολύ καλύτερα από εμάς– δείχνουν πως υπάρχει μία άσβεστη επιθυμία για επιστροφή στο σωστό μονοπάτι.
Ο Παναθηναϊκός του 2023-2024 (φαίνεται ότι) χτίζεται από τώρα, σε σωστές- έστω και στη θεωρία- βάσεις και με φόντο μια επιστροφή στη δική του κανονικότητα: αυτή των τροπαίων ή της μάχης μέχρις εσχάτων γι’ αυτά.
Σημαίνει αυτό πως αυτοστιγμεί θα γίνει μια ομάδα καλύτερη από τον υπέροχο Ολυμπιακό ή τα ισπανικά μεγαθήρια (Ρεάλ, Μπαρτσελόνα) φερ’ ειπείν; Σε καμία των περιπτώσεων. Όμως…
Όμως, ένα πράγμα είναι βέβαιο για τον μπασκετικό Παναθηναϊκό: του χρόνου θα είναι καλύτερος.
Αν μας ζητούσατε να στοιχηματίσουμε και στην «ποσότητα» της βελτίωσης, τότε θα επιλέγαμε το «πολύ»…