Συνέβη κατά λάθος: Ο παίκτης με τον πιο σήμα-κατατεθέν πανηγυρισμό στην Α' Εθνική των 90s που αντέγραψε ο Ραβανέλι
Βρείτε μας στο

Μια φορά κι έναν καιρό, ο ΟΦΗ δεν συμμετείχε σε playouts παραμονής, αλλά είχε ριζώσει στην πρώτη πεντάδα του ελληνικού ποδοσφαίρου.

Δεύτερος το 1986, τρίτος το 1987, τέταρτος το 1988, πέμπτος το 1989, τέταρτος το 1993, πέμπτος το 1996, τέταρτος το 1997, τέταρτος το 2000.

Κυπελλούχος το 1987, φιναλίστ το 1990, κατακτητής Βαλκανικού Κυπέλλου το 1989, πρόκριση επί της Σλάβια Πράγας και της Ατλέτικο Μαδρίτης το 1993 κ.λπ.

Ο διοικητικός ηγέτης Θόδωρος Βαρδινογιάννης και ο Ευγένιος Γκέραρντ, ο πιο πολυσύνθετος ίσως προπονητής στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου, είχαν μετατρέψει τον ΟΦΗ σε μεγάλη δύναμη.

Ο κρητικός σύλλογος διέθετε ένα προπονητικό κέντρο που δεν είχε να ζηλέψει τίποτα από κανένα άλλο πέραν αυτού του Παναθηναϊκού στην Παιανία.

Κατά συνέπεια, εκτός από τους σπουδαίους Έλληνες ποδοσφαιριστές που εκείνα τα χρόνια κατηφόριζαν στο Ηράκλειο, το κλαμπ είχε τον τρόπο να προσελκύει και σπουδαίους ξένους άσους.

Ο Ντράγκαν Τζουκάνοβιτς δεν ανήκε σε αυτούς. Είχε, όμως, ταλέντο, ήταν διεθνής με την Κ21 Γιουγκοσλαβίας και ο ΟΦΗ κινήθηκε για την απόκτησή του το καλοκαίρι του 1992. Ο υψηλόσωμος (1.91μ.) επιθετικός όδευε προς τα 23. Να σημειωθεί ότι την ίδια εποχή επέλεξε την Κρήτη και ο Γιάσμινκο Βέλιτς από τη Βοσνία & Ερζεγοβίνη.

Είχε δίκιο ο Πετράκος: Τα ντοκουμέντα που αποκαλύπτουν τι πραγματικά ήταν η αφρικανική σκόνη (Pics)
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ Είχε δίκιο ο Πετράκος: Τα ντοκουμέντα που αποκαλύπτουν τι πραγματικά ήταν η αφρικανική σκόνη (Pics)

Γεννηθείς στο Νίκσιτς του σημερινού Μαυροβουνίου στις 29 Οκτωβρίου 1969, ο μακρυμάλλης άσος βίωνε τότε πολύ δύσκολες καταστάσεις λόγω του πολέμου στην πατρίδα του.

Η επαγγελματική του καριέρα άρχισε στην ΟΦΚ Βελιγραδίου, όταν ήταν 20 ετών. Αυτή ήταν η πρώτη φανέλα που έβαλε στο πρόσωπό του, με σκοπό να πανηγυρίσει ένα γκολ. Τη σήκωνε από τη μπροστινή μεριά και κάλυπτε το κεφάλι του σαν… δήμιος. Συνέβη κατά λάθος, επειδή πάνω στην ένταση και τη χαρά δεν ήξερε τι να κάνει.

Την ίδια κίνηση συνέχισε και στην Ελλάδα… λανσάροντας έναν πανηγυρισμό που κοτζάμ Φαμπρίτσιο Ραβανέλι φέρεται να αντέγραψε, όταν μάλιστα έπαιζε στη Γιουβέντους. Κι όμως είναι αλήθεια. Ο πανηγυρισμός που ακόμα και σήμερα βλέπουμε πολύ συχνά στα γήπεδα όλου του κόσμου, ξεκίνησε από τον Τζουκάνοβιτς.

Ο «Τζουκανοβάκης», όπως τον αποκάλεσαν οι Κρητικοί φίλαθλοι, πραγματοποίησε το ντεμπούτο του στην Α’ Εθνική στις 6 Σεπτεμβρίου 1992. Ο «όμιλος» ηττήθηκε 3-1 από τον Παναθηναϊκό στην πρεμιέρα του ΟΑΚΑ στην ηλιόλουστη Αθήνα. Πέρασε ως αλλαγή στο 61’ αντί του Γιώργου Τσιφούτη και σημάδεψε δοκάρι με κεφαλιά στην εκπνοή.

Στο δεύτερο παιχνίδι του και πρώτο ως βασικός, με αντίπαλο τον ΠΑΟΚ στο Ηράκλειο, ο Τζουκάνοβιτς αποβλήθηκε με απευθείας κόκκινη στο 40’. Για να καταλάβει, όμως, κανείς το μέγεθος εκείνου του ΟΦΗ, η νίκη ήρθε άνετα με σκορ 4-0, ενώ στο φινάλε είδε δεύτερη κίτρινη ο Νίκι Παπαβασιλείου.

Στην τέταρτη συμμετοχή του, εντός έδρας κόντρα στον Εδεσσαϊκό, ο Μαυροβούνιος σημείωσε τα πρώτα του γκολ (37ο και 57ο λεπτό), διαμορφώνοντας το τελικό 2-0.

Μια εβδομάδα αργότερα, στον Βύρωνα απέναντι στον Αθηναϊκό, χάρισε και πάλι τη νίκη στην ομάδα του, γράφοντας το τελικό 2-1 στο 70ό λεπτό. Ήταν να μην πάρει φόρα. Επτά ημέρες μετά προσέθεσε άλλα 2 γκολ στη συλλογή του, τα πρώτα του αγώνα με τη Δόξα Δράμας στο Ηράκλειο, όπου ο «όμιλος» επικράτησε 4-1.

Εν ολίγοις, ο Τζουκάνοβιτς είχε σκοράρει 7 φορές στις πρώτες 7 παρουσίες του ως βασικός στο πρωτάθλημα, προτού αποβληθεί για δεύτερη φορά, αυτή τη φορά στο γήπεδο του Απόλλωνα Καλαμαριάς, ξανά με απευθείας κόκκινη.

Το highlight της πρώτης του σεζόν στο Ηράκλειο ήταν το εντός έδρας χατ-τρικ επί της ΑΕΛ στις 16 Μαΐου 1993, με το τελικό αποτέλεσμα να γράφει 4-1. Συνολικά πέτυχε 13 γκολ και κέρδισε 3 πέναλτι σε 24 συμμετοχές στην Α’ Εθνική. Καθόλου άσχημα.

Ο Τζουκάνοβιτς απολάμβανε τη ζωή στο Ηράκλειο. Κυρίως τη νυχτερινή. Εντούτοις, τη δεύτερη περίοδο έβαλε 8 γκολ σε 20 εμφανίσεις στο ελληνικό πρωτάθλημα και έπαιξε σε 5 ευρωπαϊκά ματς, κερδίζοντας μάλιστα το πέναλτι της ρεβάνς με την Ατλέτικο Μαδρίτης από τον Χουάνμα Λόπεθ. Ο Τσιφούτης ευστόχησε, έγραψε το 2-0 και ο ΟΦΗ πήρε τη μεγαλύτερη πρόκριση της ιστορίας του.

Άλλα 3 γκολ σημείωσε κατά την ύστατη σεζόν με την ασπρόμαυρη φανέλα στην Α’ Εθνική (σε 21 συμμετοχές). Το τελευταίο παιχνίδι δόθηκε στον Βύρωνα στις 14 Μαΐου 1995, αγωνιζόμενος στο β’ ημίχρονο του 1-1 με τον Αθηναϊκό. Η διοίκηση δεν του προσέφερε το συμβόλαιο που επιθυμούσε, επομένως εκδόθηκε «διαζύγιο». Πρόλαβε, όμως, να αγαπήσει πολύ την ομάδα και πίστευε πως αν αυτή έφερε άλλα χρώματα, κοινώς αν ήταν δυνατή στο παρασκήνιο, θα είχε αναδειχθεί πρωταθλήτρια.

Ακολούθησε ο γύρος του κόσμου με μία… μπάλα. Πήγε στην Κύπρο για την Ομόνοια, στη Σουηδία για την Έρεμπρο, στην Ιαπωνία για την Αβίσπα Φουκουόκα, στο Μαυροβούνιο για τη Μόγκρεν, στη Γαλλία για τη Ρασίνγκ Παρί και την Ιστρ. Ώσπου τη σεζόν 2003-04, πατώντας πια στα 34, αποσύρθηκε ως παίκτης της Μόγκρεν.

Στο ενδιάμεσο είχε επιστρέψει δύο φορές στην Ελλάδα. Στο β’ μισό της σεζόν 1996-97 αγωνίστηκε σε 9 ματς με τη φανέλα του Απόλλωνα Καλαμαριάς στη Β’ Εθνική, ενώ στο β’ μισό της περιόδου 2002-03 φόρεσε 8 φορές (οι 7 για τη Β’ Εθνική, η 1 για το Κύπελλο) τα χρώματα του Εθνικού Αστέρα. Είχε καλές σχέσεις με τον πρόεδρο του συλλόγου της Καισαριανής, τον Νίκο Παπαδόπουλο, όμως αυτό δεν τον είχε εμποδίσει να… παρατείνει μία άδεια που είχε εξασφαλίσει για να μεταβεί στην πατρίδα του λόγω μιας προσωπικής υπόθεσης.

Η αλήθεια είναι ότι δεν έκανε την καριέρα που περίμεναν οι Έλληνες φίλαθλοι όταν τον πρωτοείδαν το 1992-93. Δεν περνούσε απαρατήρητος από μεγάλες ομάδες, όμως, δεν ήταν αυτό που λέμε πρότυπο επαγγελματία. Του άρεσε, πάντως, να ταξιδεύει ανά τον κόσμο, όπως αποδείχθηκε και στη συνέχεια.

Ως προπονητής ή βοηθός εργάστηκε μεταξύ άλλων στη Σερβία, το Μαυροβούνιο, το Μπαγκλαντές και, κυρίως, την Ινδονησία, ενώ τη σεζόν 2021-22, ο Τζουκάνοβιτς κάθισε στον πάγκο της Α.Ε. Καραϊσκάκης για σύντομο χρονικό διάστημα (8 παιχνίδια στη Super League 2, 1 στο Κύπελλο).

Αν κρίνει κανείς από την ποδοσφαιρική του πορεία μετά τα 24-25, ο Μαυροβούνιος δεν κατάφερε να πάρει ανηφορικό δρόμο. Όσο γρήγορα έλαμψε με τη φανέλα του ΟΦΗ, τόσο γρήγορα εξαφανίστηκε. Όπως ακριβώς εξαφάνιζε το πρόσωπό του σε κάθε γκολ.