«Πάσχει από ψύχωσιν σουτ»: Ο Έλληνας θρύλος του προπολεμικού ποδοσφαίρου που σκόραρε υπέρ και κατά της Εθνικής Ρουμανίας

Ένας από τους πρώτους «κυριακάτικους ήρωες» των γηπέδων μας

Ένας από τους θρύλους του προπολεμικού ποδοσφαίρου (για την ακρίβεια μεσοπολεμικού) ήταν ο Κώστας Χούμης. Δεν αγωνίστηκε στον Παναθηναϊκό, τον Ολυμπιακό, την ΑΕΚ, τον ΠΑΟΚ, τον Άρη ή τον Ηρακλή. Τίμησε τη φανέλα του Εθνικού Πειραιώς, ο οποίος μπορεί επί σειρά ετών να μην βρίσκεται στο προσκήνιο, η ιστορία όμως δεν ξεγράφει, σε πείσμα όλων όσοι έχουν παραγοντοποιήσει και ευτελίσει πλήρως το άθλημα.

Είχε γεννηθεί στο μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας στις 20 Νοεμβρίου 1913, δέκα χρόνια πριν από την ίδρυση των «κυανόλευκων», ενώ ο πατέρας του ήταν βιομήχανος σιδήρου.

Από τα μικράτα του, όπως τα περισσότερα αγόρια της εποχής, κλωτσούσε μπάλα. Ή τέλος πάντων οτιδήποτε μπορεί να θύμιζε μπάλα, όπως για παράδειγμα παραγεμισμένα δέρματα με κουρέλια που έπαιρναν στρογγυλό σχήμα. Ήταν, μάλιστα, προχωρημένος αφού στα 14 σκάρωσε μια ομάδα που ονόμασε Άφοβος και τα… γραφεία της βρίσκονταν στο υπόγειο-αποθήκη του σπιτιού του στην Αγία Σοφία.

Το ποδόσφαιρο αγαπούσε και ο μικρότερος αδερφός του Μίμης, ο οποίος αγωνίστηκε ως εξτρέμ σε Πανιώνιο, Εθνικό, Γ.Σ. Αμαρουσίου, Απόλλωνα Σμύρνης – ενδεχομένως και σε άλλους συλλόγους.

Ο Κώστας Χούμης φέρεται να πέρασε από Φαληρική Ένωση και Πειραϊκό Σύνδεσμο, ενώ παράλληλα ασχολούνταν με το δέκαθλο, προτού πάρει ακούσια τη μεγάλη απόφαση της ζωής του.

Μία μέρα βρισκόταν με έναν φίλο του, επίσης ποδοσφαιριστή, στον σταθμό του Νέου Φαλήρου. Σκόπευαν να πάνε στο γήπεδο του Παναθηναϊκού για να δοκιμαστούν. Εκεί, όμως, συναντήθηκε με τον Γιάννη Χέλμη (άσος του Εθνικού) και του πρότεινε να τον ακολουθήσει. Ο πιτσιρικάς δέχθηκε. Στο πολύ πιο ανταγωνιστικό «τριφύλλι» ίσως να χανόταν.

Εγγράφηκε στην Πειραϊκή Ποδοσφαιρική Ένωσις Νεάπολις (σημερινός ΑΠΟ Κερατσίνι), αλλά δέχθηκε αποκλεισμό, επειδή ταξίδεψε με τον Εθνικό για περιοδεία στην Τουρκία. Δεν πρέπει να τον πείραξε και ιδιαίτερα. Ο φέρελπις επιθετικός είχε αποφασίσει ποιο θα ήταν το μέλλον του.

Ο Χούμης μεταπήδησε, λοιπόν, στους «κυανόλευκους» και προτού κλείσει τα 20 κατέγραψε συμμετοχές, οι οποίες ήταν ανεπίσημες λόγω της τιμωρίας του. Λίγους μήνες αργότερα, συγκεκριμένα στις 2 Δεκεμβρίου 1934, χρίστηκε διεθνής σε φιλικό παιχνίδι με αντίπαλο την ΑΕΚ, στο πλαίσιο της προετοιμασίας της Εθνικής Ανδρών για το επερχόμενο Βαλκανικό Κύπελλο. Σκόραρε, μάλιστα, το πρώτο γκολ στο 27’ και έδωσε ασίστ στον Θεολόγο Συμεωνίδη για το τελικό 2-0 στο 86’.

Τέσσερις ημέρες αργότερα βρήκε δίχτυα δύο φορές σε φιλικό ματς του αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος κόντρα στην ουγγρική Ούιπεστ, συμβάλλοντας τα μέγιστα για το νικηφόρο 3-2, ενώ γκολ έβαλε και στο επόμενο ματς απέναντι στον ίδιο αντίπαλο (2-2 το αποτέλεσμα). Μέχρι κι ο πρόεδρος των φιλοξενούμενων Φέρεντς Λάνγκφελντερ τον εκθείασε. Συγκεκριμένα τον χαρακτήρισε έξυπνο παίκτη.

Ο Πειραιώτης άσος πραγματοποίησε την πρώτη του επίσημη διεθνή συμμετοχή κόντρα στη Γιουγκοσλαβία στο πλαίσιο του Βαλκανικού Κυπέλλου. Η αναμέτρηση της 23ης Δεκεμβρίου 1934 διεξήχθη στο γήπεδο του Παναθηναϊκού και έληξε 2-1 υπέρ της Ελλάδας. Το επίσημο παρθενικό του γκολ σημειώθηκε στις 27 Δεκεμβρίου, όταν ισοφάρισε 2-2 τη Ρουμανία και διαμόρφωσε το τελικό αποτέλεσμα.

Το νερό είχε μπει για τα καλά στο αυλάκι. Και ήταν μόλις 21 ετών. Η σεζόν 1934-35 του Νοτίου Ομίλου του Πανελληνίου Πρωταθλήματος έμελλε να εξελιχθεί στην πιο παραγωγική της καριέρας του. Συγκεκριμένα έβαλε τα 15 από τα 35 γκολ του Εθνικού και αναδείχθηκε με διαφορά πρώτος σκόρερ του ομίλου. Αποκορύφωμα; Το χατ-τρικ στο ανεπανάληπτο 5-1 επί της ΑΕΚ.

Θα σκόραρε κι άλλες φορές ο Χούμης στην τελική φάση, ωστόσο η ΕΠΟ αποφάσισε να μην διεξαχθεί, προκειμένου η Εθνική να προετοιμαστεί πληρέστερα για το Βαλκανικό Κύπελλο της Σόφιας. Παράλληλα, η πειραϊκή ομάδα έχασε την ευκαιρία να κατακτήσει τον τίτλο. Όπως και το 1928-29 που η Ομοσπονδία δεν διοργάνωσε τελική φάση υπό τον φόβο οικονομικής αποτυχίας.

Πάντως ο κεντρικός κυνηγός του αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος συνέχισε να… βομβαρδίζει τις αντίπαλες εστίες και εκτός των συνόρων. Αφού προηγουμένως το είχε κάνει στο γήπεδο του Παναθηναϊκού απέναντι σε μία μικτή ομάδα της Βουδαπέστης (δύο γκολ στο πρώτο φιλικό, ένα στο δεύτερο). «Πάσχει από ψύχωσιν σουτ. Δεν μπορεί άραγε να ξεκόψη το κακό αυτό ελάττωμα;», έγραφε τότε η εφημερίδα «Αθλητική Φωνή».

Στο πρώτο ματς του Βαλκανικού Κυπέλλου κόντρα στην οικοδέσποινα Βουλγαρία, η Εθνική έχασε με το βαρύ 5-2, όμως, εκείνος άνοιξε και έκλεισε το σκορ. Στο τρίτο παιχνίδι με τη Ρουμανία (2-2 το αποτέλεσμα) «χτύπησε» άλλες δύο φορές και στο 71’ ξαναβρήκε δίχτυα, αλλά ο ανεκδιήγητος διαιτητής υποστήριξε ότι δεν αντιλήφθηκε ότι μπήκε γκολ!

H ρουμανική “Dimineața” έγραψε προφητικά: «Αν στη θέση του κεντρικού κυνηγού μας είχαμε τον Έλληνα Χούμη, ασφαλώς δεν θα χάναμε από τους Γιουγκοσλάβους και τους Βούλγαρους».

Ο Πειραιώτης κυνηγός ήταν ασταμάτητος. Τη σεζόν 1935-36 έβαλε άλλα 12 γκολ στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα και συνυπήρξε στην κορυφή των σκόρερ με τους Γιάννη Βάζο, Τάσο Κρητικό, Κώστα Καλογιάννη. Μεταξύ άλλων παραβίασε μία φορά την εστία του Ολυμπιακού και άλλη μία εκείνη της ΑΕΚ.

Το καλοκαίρι του 1936 ταξίδεψε με την Εθνική στο Βουκουρέστι για το 6ο Βαλκανικό Κύπελλο, όπου σκόραρε δύο φορές σε δύο συμμετοχές (στην ήττα με 5-4 από τη Βουλγαρία).

Λίγες ημέρες αργότερα ο Χούμης σημείωσε και τα πέντε «γαλανόλευκα» τέρματα σε τεστ κόντρα στη β’ ομάδα (5-2), εν όψει ενός φιλικού αγώνα με την Αίγυπτο στο Κάιρο.

Το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα ηττήθηκε 3-1 από τους «Φαραώ» κι ο άσος του Εθνικού έβαλε το τελευταίο του επίσημο γκολ με την Εθνική, καταγράφοντας συνολικά 8 γκολ σε 9 αναμετρήσεις.

Ανεπίσημο θεωρήθηκε το επόμενο φιλικό με την Αίγυπτο στην Αλεξάνδρεια, επομένως δεν υπολογίζονται τα δύο τέρματα του Χούμη στο νικηφόρο 4-1.

Οι εμφανίσεις του διεθνούς ποδοσφαιριστή και τα τρία γκολ σε ισάριθμα ματς κόντρα στη Ρουμανία για το Βαλκανικό Κύπελλο (1934, 1935, 1936), δεν πέρασαν απαρατήρητες από τα στελέχη της Βένους Βουκουρεστίου, τα οποία έσπευσαν να τον αποκτήσουν.

Δεν ήταν εύκολο εκείνη την εποχή να πάρει Έλληνας άσος κανονική μεταγραφή σε σύλλογο του εξωτερικού. Ο Χούμης το πέτυχε και, μάλιστα, πανηγύρισε για την κατάκτηση του πρωταθλήματος. Η αρχή είχε γίνει.

Το καλύτερο απ’ όλα καταγράφηκε στις 13 Ιουνίου 1937, όταν η Βένους εκπροσώπησε τη χώρα στο Mitropa Cup, αντιμετωπίζοντας εντός έδρας την Ούιπεστ.

Οι φιλοξενούμενοι προηγήθηκαν, αλλά στο 25’ ο Χούμης ισοφάρισε και σημείωσε το παρθενικό γκολ ρουμανικού συλλόγου σε εκτός των συνόρων διοργάνωση! Στο 71’ ο διεθνής άσος ξανασκόραρε, όπως επίσης και στη ρεβάνς της Ουγγαρίας. Η πρόκριση δεν ήρθε, αλλά ο ίδιος είχε κλέψει την παράσταση.

Κατόπιν, ο Πειραιώτης συνέβαλε στην κατάκτηση ακόμη δύο πρωταθλημάτων (1939, 1940), ενώ υπήρξε φιναλίστ του Κυπέλλου το 1940, όταν η Βένους έχασε στον τελικό με τη Ραπίντ Βουκουρεστίου.

Κατά μία εκδοχή, ο πρόεδρος Γκαβρίλα Μαρινέσκου τού προσέφερε πέντε φορές υψηλότερο μισθό από τον μέσο όρο των υπόλοιπων παικτών της ομάδας! Δεν ήταν τυχαίος ο Κονσταντίν, όπως τον αποκαλούσαν. Όταν, μάλιστα, συμπλήρωσε πενταετία στη χώρα, ο Χούμης κλήθηκε στην εθνική, με τη φανέλα της οποίας σημείωσε ένα γκολ σε δύο συμμετοχές. Αξίζει να αναφερθεί ότι αποτελεί τον μοναδικό ποδοσφαιριστή της ιστορίας που σκόραρε υπέρ και κατά της εθνικής Ρουμανίας!

Ο Πειραιώτης άσος άφησε τη Βένους το 1947 για λογαριασμό της Κάρες Μεντιάς (σημερινή Γκαζ Μετάν) και το 1950 έκλεισε την καριέρα του στην ΙΤ Αράντ (σημερινή UTA Αράντ). Πάντως δεν αποκλείεται να πέρασε και από άλλα κλαμπ. Μερικά χρόνια αργότερα επέστρεψε στην Ελλάδα και σύντομα ασχολήθηκε με την προπονητική.

Το Αιγάλεω (1965-66), ο Εθνικός (επίσης 1965-66) και ο ΠΑΣ Γιάννινα (1966-67) ήταν μερικοί από τους συλλόγους που κοουτσάρισε, ενώ για ένα φεγγάρι κάθισε στον πάγκο της Εθνικής Ερασιτεχνικής ομάδας, την οποία μάλιστα καθοδήγησε στο 2ο Κύπελλο Ερασιτεχνών της UEFA (1969-70).

Αξίζει να σημειωθεί ότι υπήρξε ο πρώτος προπονητής της ιστορίας του ΠΑΣ Γιάννινα μετά τη συγχώνευση μεταξύ του Α.Ο. Ιωαννίνων και του ΠΑΣ Αβέρωφ.

Οδεύοντας προς τον επίλογο, θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ο Χούμης ήταν επί σειρά ετών πρώτος σκόρερ της Εθνικής ομάδας με 8 γκολ και όχι 7, όπως λανθασμένα αναφέρεται σε πολλές πηγές.

Τον ισοφάρισε και τον ξεπέρασε ο Μίμης Παπαϊωάννου το 1965, δηλαδή 29 ολόκληρα χρόνια μετά το τελευταίο παιχνίδι του με το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα.

Ο τρανός αυτός γκολτζής «έφυγε» στις 20 Ιουλίου 1981 από εγκεφαλικό και το απόγευμα της επόμενης ημέρας κηδεύθηκε στο νεκροταφείο της Ανάστασης στον Πειραιά.

Αισθητή ήταν η απουσία εκπροσώπων της ΕΠΟ στην κηδεία. Είχε τιμήσει τα γαλανόλευκα χρώματα τόσο ως ποδοσφαιριστής όσο ως προπονητής της Εθνικής Ερασιτεχνικής, αλλά… Οι αθλητικογράφοι και οι φίλαθλοι, πάντως, οφείλουν να ψάχνουν στοιχεία για τους πιονιέρους του αθλήματος στη χώρα. Τους πρώτους «κυριακάτικους ήρωες» των γηπέδων μας. Όπως ο Κώστας Χούμης.