Η φετινή ΑΕΚ θα μνημονεύεται για αρκετές γενιές.
Με το νταμπλ που κατάφερε (αλλά κυρίως τον τρόπο που το κατέκτησε) πέρασε για πάντα στην ιστορία:
Όχι μόνο του συλλόγου, αλλά και συνολικά του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Δεν είναι πολλές οι ομάδες που έχουν σαρώσει τους εγχώριους τίτλους σε μια σεζόν, παίζοντας ταυτόχρονα θεαματικό ποδόσφαιρο και κερδίζοντας τελικούς με παίκτη λιγότερο σε όλο το ματς…
Όπως συχνά συμβαίνει λοιπόν σε τέτοια μυθικά κατορθώματα, έχουν αρχίσει ήδη οι συγκρίσεις.
Η λατρεμένη συνήθεια που έχουμε στην Ελλάδα (και όχι μόνο) να βάλουμε δίπλα-δίπλα την εκάστοτε ομάδα/παίκτη/επιτυχία με κάποια θρυλική του παρελθόντος.
Κι όταν μιλάμε για ΑΕΚ, το απόλυτο μέτρο σύγκρισης, το μεγαλύτερο ταβάνι (τουλάχιστον από πλευράς ποδοσφαιρικού έρωτα) είναι η θρυλική ομάδα του 1995-96.
Παρόλο που ιστορικά υπήρξαν πολύ πιο πετυχημένες ομάδες (με σημείο αναφοράς εκείνη που έφτασε στα ημιτελικά του UEFA το 1977), παρόλο που οι προηγούμενες… εκδόσεις του Μπάγεβιτς είχαν κατακτήσει τρία σερί πρωταθλήματα και παρόλο που η ίδια περιορίστηκε σ’ ένα ταπεινό Κυπελλάκι, αυτή η μηχανή παραγωγής ποδοσφαιρικού θεάματος λατρεύτηκε από τον κόσμο.
Έκανε ακόμα και αντιπάλους να την αναγνωρίζουν ως την πιο φαντεζί ομάδα που είδαν ποτέ τα ελληνικά γήπεδα.
Την καθιέρωσε στο μυαλό και την καρδιά των φίλων της «Ένωσης» ως ποδοσφαιρική βασίλισσα… χωρίς στέμμα!
Να που ήρθε όμως η εποχή (μετά από 27 ολόκληρα χρόνια) στην οποία να μπορεί κάποιος να την κοντράρει.
Να μπορεί κάποιος -αν όχι να τη χαρακτηρίσει καλύτερη- να επιχειρηματολογήσει ότι η φετινή αρμάδα του Αλμέιδα είναι εφάμιλλα… ερωτεύσιμη.
Να μπορεί να συμφωνήσει με τον Δημήτρη Μελισσανίδη (που παραδέχθηκε ότι του θυμίζει εκείνες τις χρυσές εποχές) ότι δεν αποτελεί ποδοσφαιρική ιεροσυλία να τις συγκρίνεις.
Για τους εξής βάσιμους λόγους:
Ισχυρότερο χαρακτήρα νικητή
Ναι, η ΑΕΚ του 1996 ήταν καλλιτεχνική. Παρήγαγε (με αποκορύφωμα τον τελικό Κυπέλλου) αλησμόνητες ποδοσφαιρικές ζωγραφιές. Δεν είχε όμως (ή δεν έδειξε εκείνη τη σεζόν) την πολεμική μενταλιτέ της ομάδας του Αλμέιδα. Έκανε μεν πλάκα στους αντιπάλους της, αλλά όχι ποδοσφαιρικό… μπούλινγκ σαν αυτό που έκαναν οι φετινοί «τρομοκράτες» (κατά τη δήλωση Μελισσανίδη).
Η τότε ομάδα του Μπάγεβιτς έχασε τον τίτλο σε «τελικό» με τον Παναθηναϊκό που της έκανε και η ισοπαλία, έφερε οδυνηρά «Χ» στην επαρχία (Καλαμάτα, ΟΦΗ), δεν μπόρεσε να εξαργυρώσει όσο άξιζε την ανωτερότητά της.
Σε αντίθεση με τη φετινή ΑΕΚ, που κυριάρχησε σχεδόν σε όλα τα μεγάλα ματς, έμπαινε εντός κι εκτός έδρας με νοοτροπία νικητή, διέλυσε τις μετρήσεις στατιστικών και κέρδισε έναν τίτλο (όχι με επτάρα, αλλά) με παίκτη λιγότερο από ισχυρό αντίπαλο για 90 λεπτά.
Νίκες σε ντέρμπι
Είχε και η ΑΕΚ του Μπάγεβιτς μεγάλες επιτυχίες σε ντέρμπι: Σε τέσσερα ματς με τον πρωταθλητή τελικά Παναθηναϊκό (συμπεριλαμβανομένων αυτών του Κυπέλλου) μέτρησε μια νίκη, μια τριάρα που θα μπορούσε να είναι διπλάσια και μια ισοπαλία-πρόκριση 2-2 (στην οποία είχε σχολάσει τον γάμο από το 7’ με 0-2). Επίσης έδωσε ποδοσφαιρική παράσταση στο κολακευτικό για τον Ολυμπιακό 1-3 του Κυπέλλου κι έκανε ιστορικό πέρασμα από την Τούμπα, με διακοπή του αγώνα στο 1-3 (αλλά και τον ΠΑΟΚ όχι τόσο ανταγωνιστικό όσο τώρα).
Είχε όμως και οδυνηρές απώλειες: Στο ντέρμπι που θα έκρινε ουσιαστικά τον τίτλο με τους «πράσινους» (επηρεασμένη ίσως και από την υπερβολικά αμυντική προσέγγιση) ηττήθηκε με κεφαλιά-ψαράκι του Μπορέλι. Σε επίσης κομβικό ντέρμπι με τον Ολυμπιακό απέτυχε ν’ αξιοποιήσει την υπεροχή και το προβάδισμα και (με σοβαρή δικαιολογία τα… τούβλα που έβρεχε στο «Καραϊσκάκη») κόλλησε στο «Χ». Το ίδιο και στο εντός έδρας με τους Πειραιώτες (όπου χρειάστηκε μάλιστα ένα τυχερό γκολ του Κωστή για να ισοφαρίσει στο τέλος).
Η φετινή ΑΕΚ, από την άλλη, έριξε δυο τριάρες στον Ολυμπιακό (η πρώτη με αναπληρωματικούς για το Κύπελλο και η δεύτερη σε ματς-φωτιά για τον τίτλο μέσα στο Φάληρο). Σε τέσσερα ματς με τον έτερο διεκδικητή Παναθηναϊκό είχε ισορροπημένα αποτελέσματα, αλλά εικόνα κυρίαρχης στον «τελικό» της Λεωφόρου, ενώ δεν δέχθηκε γκολ σε open play (παρά μόνο από τα δυο πέναλτι του α’ γύρου). Και απέναντι στον ΠΑΟΚ, που λογίζεται πλέον ως ισότιμος αντίπαλος, μέτρησε ¾ νίκες, με μια τεσσάρα, ένα καθοριστικό διπλό κι έναν κερδισμένο τελικό με αριθμητικό μειονέκτημα από το 6’.
Μεγαλύτερο βάθος
Σε ποδοσφαιρικές μορφές και προσωπικότητες υπερτερούσε η ΑΕΚ του ’96. Δεν βγαίνουν κάθε μέρα (και ακόμα σπανιότερα συνυπάρχουν στην ίδια ομάδα) παιχταράδες όπως οι Ατματσίδης, Μανωλάς, Μπορμπόκης, Κασάπης, Σαμπανάτζοβιτς, Κετσπάγια, Σαβέβσκι, Τσιάρτας, Κωστής και Μπατίστα. Σε επίπεδο ρόστερ όμως και συγκεκριμένα βάθους του ρόστερ (κάτι που έπαιξε κομβικό ρόλο στα επιτεύγματα της φετινής ΑΕΚ) η σύγχρονη έκδοση είναι ανώτερη.
Στην ΑΕΚ του Μπάγεβιτς έλειπε ο Ατματσίδης και έμπαινε ο Βασίλης Καραγιάννης (πνίγοντας μάλιστα «κουνέλι» με τον Ολυμπιακό). Έλειπε ο Μανωλάς και έμπαινε ο τίμιος ρεπατζής Κούτουλας. Εναλλακτική λύση στο κέντρο ήταν το πολύ-εργαλείο (αλλά όχι αντίστοιχης κλάσης) Χρήστος Μαλαδένης. Και στην επίθεση ερχόταν από τον πάγκο ο εμβληματικός (μα πολύ λιγότερο παραγωγικός πλέον) Βασίλης Δημητριάδης.
Απεναντίας φέτος έλειπε ο Αθανασιάδης και ο Στάνκοβιτς αποδεικνυόταν καθοριστικός για την κατάκτηση του ενός από τους δυο τίτλους. Απουσίαζε ο Ρότα και τον άλλαζε ο παγκόσμιος πρωταθλητής Σιντιμπέ. Τραυματιζόταν ο Μοχαμάντι και ο Χατζισαφί έκανε εμφανίσεις για ανανέωση συμβολαίου. Έβγαινε (ή άλλαζε θέση) ο παιχταράς Πινέδα και δεν άφηνε να φανεί το κενό ο Μάνταλος.
Ο Άμραμπατ έκανε… νταηλίκι τον εαυτό του βασικό, ο Πάολο Φερνάντες ερχόταν ως αλλαγή για να κλειδώσει με εμβληματική ντρίμπλα το Κύπελλο και φυσικά ο Τσούμπερ μετατρεπόταν από έναν απαξιωμένο, αγχωμένο αναπληρωματικό σε παίκτη-κλειδί για την κατάκτηση του νταμπλ.
Πρωτάθλημα με μεγαλύτερο ανταγωνισμό
Αναμφίβολα η ΑΕΚ του 1996 είχε σπουδαίο αντίπαλο στη διεκδίκηση του τίτλου. Κονταροχτυπήθηκε με μια ομάδα που έφτασε στα ημιτελικά του Champions League, με σπουδαίους παίκτες και εμπειρία στον πρωταθλητισμό. Ήταν όμως… ένας αντίπαλος. Διότι οι υπόλοιποι ήταν ένα κλικ κάτω και απόντες από τη μάχη (τουλάχιστον ως το τέλος): Ο Ολυμπιακός με τα σύνδρομα της τότε εποχής και για 9 χρόνια χωρίς πρωτάθλημα και ο ΠΑΟΚ σε κατάσταση (αγωνιστικά και διοικητικά) που δεν του επέτρεπε να λογίζεται ως ανταγωνιστής.
Εύλογα λοιπόν η ζυγαριά και απ’ αυτή την άποψη γέρνει προς το μέρος της φετινής ΑΕΚ: Διεκδίκησε (και εντέλει κατέκτησε) το πιο συναρπαστικό πρωτάθλημα όλων των εποχών. Έναν τίτλο που τουλάχιστον ως τις αρχές των πλέι-οφ είχε τέσσερις «μνηστήρες»: Τον Παναθηναϊκό με στρωμένη ομάδα και ίδιο προπονητή, τον Ολυμπιακό με τεράστια λάθη στον σχεδιασμό, αλλά σπουδαίες μονάδες και know how ως διεκδικητής και τον ΠΑΟΚ με ικανότατο προπονητή και καλούς νέους παίκτες (που λίγο πριν το τέλος της κούρσας λύγισαν από το άγχος).
Πιο καυτή έδρα
Οι αριθμητικές επιδόσεις της τότε ΑΕΚ λένε ότι ήταν ισχυρότερη εντός έδρας. Σε 17 παιχνίδια έγραψε 16 νίκες και μια ισοπαλία. Και όντως η Νέα Φιλαδέλφεια πολλαπλασίαζε και τότε τη δύναμη της ομάδας. Όπως και να ‘χει όμως (και απ’ όποια πλευρά κι αν το πιάσεις) το αγαπημένο «Νίκος Γκούμας» δεν μπορεί να συγκριθεί με την OPAP Arena. Η είσοδος στο νέο γήπεδο όχι απλά ενίσχυσε, αλλά εκτόξευσε τη φετινή ΑΕΚ. Η καυτή ατμόσφαιρά του απέδειξε ότι δεν ήταν τελικά και τόσο αβάσιμη η προσδοκία πως πολλοί αντίπαλοι θα χάνουν από τη… Δεκελείας.
Παρά τη «μουτζούρα» λοιπόν της τριάρας από τον Ολυμπιακό (που κι αυτή υπήρξε προϊόν μαγικής εικόνας) η επιστροφή στη φυσική έδρα υπήρξε κομβικός παράγοντας στην επιτυχία. Είχε πολύ μεγαλύτερη συμβολή απ’ όσο το παλιό γήπεδο στο να κερδηθούν δύσκολα ματς. Και η πίεση που δημιουργούσε στον φιλοξενούμενους «κούμπωνε» τόσο ιδανικά με το επιθετικό στιλ της ομάδας του Αλμέιδα, που έκανε πολλούς αγώνες (ακόμα και ντέρμπι) να μοιάζουν… λιοντάρια-χριστιανοί.
Καλύτερο κλίμα
Αυτή είναι πιθανότατα η μεγαλύτερη διαφορά των δυο ομάδων. Το στοιχείο που αποτέλεσε το μεγάλο όπλο της μιας ήταν αντίστοιχα η «αχίλλειος πτέρνα» της άλλης. Δυσκολότερος αντίπαλος ίσως και από τον Παναθηναϊκό εκείνης της εποχής υπήρξε το κλίμα στο εσωτερικό της ομάδας: Ο Μπάγεβιτς δεν ήθελε να βλέπει τον Τροχανά, εκείνος ήθελε να έχει λόγο στα αγωνιστικά, ο Μανωλάς έκανε έκρηξη on camera σε μια επίσκεψη της ομάδας σε… θέατρο και (το κυριότερο) είχε αρχίσει ήδη ν’ ακούγεται ότι ο τότε «πρίγκιπας» είχε υπογράψει στον Ολυμπιακό.
Η επιβεβαίωση εκ των υστέρων ότι η σχετική συμφωνία είχε γίνει από τον Φλεβάρη, ο αναβρασμός (που εντεινόταν από δηλώσεις του τύπου «αν πάρουμε το Κύπελλο θα μείνω») και η αβεβαιότητα του μένει-φεύγει, η οποία κράτησε ως το τέλος, έπαιξε τον δικό της μεγάλο ρόλο στην απώλεια του στόχου.
Αντιθέτως, το οικογενειακό κλίμα, οι άψογες σχέσεις των παικτών, η απόλυτη συσπείρωση των πάντων στον σύλλογο γύρω από τον Αλμέιδα και γενικότερα η υγεία που απέπνεε σε κάθε επίπεδο η φετινή ΑΕΚ υπήρξε καθοριστική για να σαρώσει τους τίτλους και (το κυριότερο) να την «καψουρευτεί» ξανά έπειτα από χρόνια ο κόσμος της.