Στην ιστορία του επαγγελματικού ποδοσφαίρου, ο Έλληνας με το μεγαλύτερο impact είναι ο Δημήτρης Σαραβάκος. Έκανε χιλιάδες παιδάκια να υποστηρίξουν τον Παναθηναϊκό. Για την ακρίβεια πολλά εξ αυτών, όταν τα ρωτούσαν «τι ομάδα είσαι;», απαντούσαν «Σαραβάκος!»
Υπήρξαν πολλοί ακόμη θρύλοι από το 1979 κι έπειτα. Ο φαντεζί Βασίλης Χατζηπαναγής, ο σκόρερ των σκόρερ Θωμάς Μαύρος, ο αγαπημένος της «ερυθρόλευκης» εξέδρας Νίκος Αναστόπουλος, ο Ντέμης Νικολαΐδης, η φουρνιά του 2004 κ.λπ. Ο «μικρός» ήταν λίγο πιο… μεγάλος.
Πρόκειται για τον ποδοσφαιριστή με τη μεγαλύτερη συμβολή στη «χρυσή» δεκαετία 1984-1994. Εποχές που ο Παναθηναϊκός έφτανε μέχρι τους «4» και τους «8» του Κυπέλλου Πρωταθλητριών ή προκρινόταν στα προημιτελικά του Κυπέλλου UEFA. Εποχές που απέκλειε ομάδες όπως η Γιουβέντους, η Φέγενορντ ή η Γκέτεμποργκ, κατακτούσε/διεκδικούσε τίτλους και μοίραζε «τεσσάρες» στον Ολυμπιακό.
Ο Σαραβάκος αποτελούσε τον βασικότερο εκφραστή όλων των παραπάνω. Παράλληλα συμμετείχε στη φουρνιά της Εθνικής που διεκδίκησε το εισιτήριο για το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1988 και συνέβαλε στην παρθενική πρόκριση σε Παγκόσμιο Κύπελλο (ΗΠΑ 1994). Κατέκτησε μόλις 3 πρωταθλήματα Ελλάδας. Τα τελευταία 30 χρόνια υπήρξαν αρκετοί που πήραν περισσότερα. Παίκτες που δεν έφταναν ούτε στο ένα του δάχτυλο. Σαν αυτό που είχε σπάσει παραμονές ενός αγώνα με τη Γιουβέντους το 1992.
Πόση ανακούφιση θα πρέπει να αισθάνθηκαν οι «μπιανκονέρι» εκείνο το φθινόπωρο. Πέντε χρόνια νωρίτερα, ο «Μητσάρας» τους είχε «τρελάνει» με το αριστουργηματικό μονοκόμματο βολέ που κατέληξε στο δεξί παραθυράκι του Στέφανο Τακόνι. Το αξέχαστο ματς που ο Παναθηναϊκός απέκτησε προβάδισμα πρόκρισης επί του θρυλικού αντιπάλου χάρη στο 1-0 του ΟΑΚΑ. Και, βέβαια, η ρεβάνς του Τορίνου όπου ο «μικρός» άνοιξε το σκορ και ο Χρήστος Δημόπουλος «βομβάρδισε» τα ιταλικά δίχτυα με σκαστό σουτ από πλάγια θέση, προτού έρθει η μεγάλη πρόκριση με γλυκιά ήττα (3-2).
“E’ un grandissimo giocatore”, δηλαδή «είναι ένας σπουδαίος παίκτης», είχε δηλώσει με θαυμασμό ο Αντόνιο Καμπρίνι, έπειτα από τον ατυχή επαναληπτικό για την ομάδα του. Με εκείνον ζήτησε να ανταλλάξει εμφανίσεις ο Σαραβάκος. Ακόμα θυμούνται οι τότε ποδοσφαιριστές του «τριφυλλιού» πόσο ιπποτική συμπεριφορά είχε επιδείξει ο Ιταλός legend. Τους περίμενε έναν-έναν για να τους δώσει το χέρι του μετά τη λήξη. Κι όταν αντίκρισε το Νο. 7, δεν ξέχασε την επιθυμία του για τη φανέλα.
Τα αθλητικά ρεπορτάζ των δύο χωρών αφιέρωσαν αρκετές αράδες για το… φλερτ ανάμεσα στον «Μητσάρα» και τη Γιουβέντους. Τελικά ο Έλληνας υπερπαίκτης δεν φόρεσε ποτέ τα χρώματα της φανέλας που πήρε από τον Καμπρίνι. Υπήρξε μόνο φιλολογικό ενδιαφέρον; Έγινε κάτι που δεν έμαθε η κοινή γνώμη;
«Επίσημα, δεν ήρθε ποτέ πρόταση για μένα από το εξωτερικό. Τότε δεν ήταν απωθημένο. Ο Παναθηναϊκός είχε τόσο συχνή παρουσία στην Ευρώπη που δεν μου έλειπε. Αν έπαιζα τώρα, τότε ναι θα μου έλειπε», είχε πει ο ίδιος σε συνέντευξή του στη Nova το 2017.
Ο Σαραβάκος άφησε το «τριφύλλι» μόνο όταν παραγκωνίστηκε από τον Ίβιτσα Όσιμ τη σεζόν 1993-94. Μέχρι την τελευταία στιγμή περίμενε πρόταση ανανέωσης. Δεν ήρθε ποτέ, επομένως αποφάσισε να πάει στην τρεις φορές πρωταθλήτρια ΑΕΚ του Ντούσαν Μπάγεβιτς, προσδίδοντας λίγη από την «πράσινη» ευρωπαϊκή αύρα στα αλησμόνητα παιχνίδια με τη Ρέιντζερς, τον Άγιαξ, τη Μίλαν και τη Ζάλτσμπουργκ.
Μερικά χρόνια νωρίτερα, λίγο έλειψε να μεταπηδήσει σε έναν άλλο μεγάλο αντίπαλο κατά… Πειραιά μεριά, καθώς ο Παναθηναϊκός δεν του προσέφερε ούτε τα μισά από το μυθικό ποσό που του έτεινε ο Γιώργος Κοσκωτάς.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Αυτός ήταν ο MVP των «πρασίνων» στον πλέον παρασκηνιακό τελικό Κυπέλλου της ιστορίας, εκείνον κόντρα στους «ερυθρόλευκους» το 1988. Ο ισχυρός άνδρας του Ολυμπιακού έγινε… ανίσχυρος. Ομοίως και η ομάδα του Πειραιά επί σειρά ετών. Ο Σαραβάκος, αντίθετα, παρατασσόταν στη σέντρα του σταδίου «Φόξμπορο» απέναντι στον αείμνηστο Ντιέγκο Μαραντόνα ως αρχηγός της Εθνικής στο πρώτο της παιχνίδι σε τελική φάση Παγκοσμίου Κυπέλλου.
Για χρόνια ο Παναθηναϊκός και το πιο special No. 7 της ιστορίας του ακολουθούσαν χωριστούς δρόμους. Πιο χωριστούς κι από την μπάλα με το τέρμα στο πολυσυζητημένο πέναλτι του τελικού Κυπέλλου του 1995. Όταν πριν από την εκτέλεση οι οπαδοί του «τριφυλλιού» φώναξαν «Μητσάρα βαζέλα, πέτα τη φανέλα» κι ο τότε άσος των «κιτρινόμαυρων» πέταξε, όχι τη φανέλα, αλλά την μπάλα στην εξέδρα.
Ώσπου, μες στο κατακαλόκαιρο του 2006, σχεδόν γέμισε το ΟΑΚΑ για χάρη του «μικρού», 45άρη πλέον, στο πλαίσιο του φιλικού αγώνα κόντρα στη Σαραγόσα. Από εκείνη τη βράβευση άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για την επιστροφή του στο κλαμπ που δοξάστηκε όσο ελάχιστοι. Η «πράσινη» σημαία, τούτη που μάγεψε κοτζάμ Γιουβέντους, στον ιστό της. Αυτή τη φορά για πάντα.