Την έσερνα, σχεδόν βίαια, από το χέρι, φωνάζοντάς της να περπατήσει πιο γρήγορα. Αν το καλοσκεφτείτε, ήταν δικό της λάθος: ο παπάς είχε πει ξεκάθαρα «Μαζί στην υγεία και στις αρρώστιες»- δεν το είχε πει;
Ας πρόσεχε: το ήξερε ότι είμαι άρρωστος με το μπάσκετ, παρ’ ολ’ αυτά όταν της έκανα πρόταση γάμου δεν της πέρασε στιγμή από το μυαλό να μιμηθεί τον Μεταξά. Είπε με τη μία «ΝΑΙ».
Να ’μαστε, λοιπόν, στο υπόγειο του πατρικού μου, η Επιστήμη (η σύζυγός μου) κι εγώ. Να βλέπουμε παλιά DVD με παιχνίδια της Μπαρτσελόνα, της Μακάμπι, της Λιθουανίας, του Παναθηναϊκού, με τα μάτια μας καρφωμένα στον πιο ταλαντούχο τύπο εντός των 4 γραμμών. Θα ήθελα να σας μιλήσω εκτενώς για τα κατορθώματά του, όμως θα ξέρετε φαντάζομαι πως τα ωραία πράγματα δεν αντέχουν την περιγραφή. Πόσω μάλλον τα ανθρωπίνως θεϊκά.
Έπειτα, σειρά είχαν τα ματς της Μπαρτσελόνα την τελευταία τριετία. Το σορτσάκι και η φανέλα είχαν αντικατασταθεί από κοστούμι, αλλά ο πρωταγωνιστής δεν άλλαζε: ήταν και πάλι εκείνος. Εν αντιθέσει, όμως, με το ατέρμονο κοντσέρτο ομορφιάς όταν ήταν παίκτης, τώρα που έγινε προπονητής το μενού είχε αποκλειστικά και μόνο δυσειδή στιγμιότυπα πορτοκαλί αποχρώσεων που έβλαπταν σοβαρά την όραση.
Για να καταλάβει κανείς το αποκρουστικό του θεάματος, αρκεί ν’ αναλογιστεί πως αν υπήρχε τρόπος να «μεταδίδονται» οι αγώνες μέσω κώδικα Μπράιγ είναι σχεδόν βέβαιο πως οι περισσότεροι θα επέλεγαν να γίνουν Τζέιμι Λάνιστερ παρά να συνεχίσουν να διαβάζουν.
Έδειξα στη γυναίκα μου τις δύο αντικρουόμενες μπασκετικές εικόνες: το αλαβάστρινο κάλλος όταν έπαιζε, την αναντίρρητη κακομορφία όταν κοούτσαρε. Την ρώτησα αν είχε κάποια εξήγηση γι’ αυτή τη μεταστροφή και η αντίδρασή της ήταν η απολύτως αναμενόμενη: η Επιστήμη είχε σηκώσει τα χέρια ψηλά.
Και πώς να τα κρατήσει κάτω; Ο Σαρούνας Γιασικεβίτσιους υπήρξε ένα αλέγρο point guard που λάτρευε τον αιφνιδιασμό, τις περίτεχνες ασίστ, διέθετε αίμα πιο κρύο κι από το χιούμορ του Μάρκου Σεφερλή, ήταν σουτέρ ολκής από μέση και μακρινή απόσταση και η καλλιτεχνική του φύση δε χωρούσε σε καλούπια, με αποτέλεσμα πολλές φορές να γράφει, διακριτικά, τις οδηγίες των προπονητών του εκεί που δεν πιάνει διακριτική μελάνη.
Στον αντίποδα, ο Λιθουανός είναι ένας coach που πνίγει τη δημιουργικότητα μέχρι να πει κανείς “Fast break”, θέλει να έχει τυραννικό έλεγχο πάνω στους παίκτες του, διαθέτει μηδενική φαντασία μα καλπάζοντα αυταρχισμό, που μετατρέπει το set παιχνίδι σε shit παιχνίδι.
Οι εκκωφαντικών διαστάσεων αποτυχίες του στην τριετία του στην Βαρκελώνη κραυγάζουν από μόνες τους: παρά το γεγονός πως είχε στα χέρια του μπάτζετ που κάνει την περιουσία του Έλον Μασκ να μοιάζει με 5ευρω, η Μπάρτσα σε τρία συνεχή F4 έφυγε με σκυμμένο το κεφάλι, με την 4η θέση φέτος στο Κάουνας να επιτάσσει, σχεδόν, την απομάκρυνση του Γιασικεβίτσιους από την ομάδα.
Κρίμα: ο Σάρας προαλειφόταν για τον επόμενο «όμορφο» κυρίαρχο προπονητή της Ευρώπης, όμως αντ’ αυτού συνεθλίβη κάτω από έναν τόνο αβάσταχτης ασχήμιας.
Κρίμα, γιατί τον αγωνιστικό κόσμο δεν τον σώζουν οι αδιάλλακτες γραβάτες στην άκρη ενός πάγκου, μα οι καλλιτέχνες των παρκέ.
Αν δεν πιστεύετε εμάς, στρέψτε τα μάτια στην οθόνη.
Πατάω το play.
Και το νο13 παίζει και πάλι μπάσκετ.