Χάθηκε πηγαίνοντας στην τουαλέτα του «Μεάτσα» και έμεινε… 11 χρόνια στο Μιλάνο: Ο οπαδός της Βασιλείας που προτίμησε να ζήσει άστεγος!

Άλλοι πάνε για τσιγάρα, αυτός πήγε… γήπεδο και δεν ξαναγύρισε!

Σε μια οπαδική εκδρομή πολλά πράγματα μπορούν να πάνε στραβά:

Να χάσει η ομάδα σου.

Να μη σου φτάσουν τα λεφτά.

Να μπλέξεις (ηθελημένα ή μη) σε επεισόδια.

Ειδικά αν μιλάμε για Ελλάδα, είναι πολύ πιθανό να σου συμβούν όλα αυτά μαζί.

Αυτό που συνέβη όμως κάποτε στον Rolf Bantle έγραψε αν μη τι άλλο ιστορία.

Γιατί έχει ξαναγίνει να πάει κάποιος για τσιγάρα και να μην ξαναγυρίσει ποτέ.

Να πάει όμως στο γήπεδο και να κάνει…. 11 χρόνια να επιστρέψει είναι κάτι που δεν το συναντάς συχνά.

Σε ηλικία 60 ετών λοιπόν αυτός ο μικρός (ή μάλλον μεγάλος) ήρωας δεν ήταν ακριβώς ευχαριστημένος από τη ζωή του.

Εξαρτημένος για χρόνια από το αλκοόλ φιλοξενούταν στην ελβετική πόλη Dietisberg:

Ένα μικρό «χωριό» που προσέφερε στέγη και φροντίδα σε άνδρες που είχαν χάσει τον δρόμο τους.

Κάτι σαν μια δεύτερη ευκαιρία…

Μόνο που ο Bantle (μαθημένος αλλιώς) δυσκολευόταν να συμφιλιωθεί με την ιδέα πώς επιτρεπόταν να βγει από τις εγκαταστάσεις μόνο τα Σ/Κ.

Όταν λοιπόν διοργανώθηκε μια εκδρομή του ιδρύματος στην Ιταλία για το εκτός έδρας παιχνίδι της Βασιλείας με την Ίντερ πέταξε από τη χαρά του.

Και αμέσως μετά πέταξε και για το Μιλάνο, ώστε να παρακολουθήσει μαζί με τους υπόλοιπους το ματς για τα προκριματικά του Champions League του 2004.

Η εξέλιξη του αγώνα ωστόσο (με την ελβετική ομάδα να χάνει 4-1) δεν ήταν το χειρότερο που θα μπορούσε να συμβεί εκείνο το βράδυ.

Γιατί πηγαίνοντας λίγο πριν τη λήξη στην τουαλέτα χάθηκε στους διαδρόμους του «Μεάτσα».

Άρχισε να ψάχνει μάταια τους συντρόφους του στις εξέδρες.

Όταν μπόρεσε, δε, να βγει εκτός σταδίου έγινε ακόμα πιο απελπιστική η προσπάθεια να βρει το λεωφορείο που τους μετέφερε.

Ήταν η στιγμή που έπρεπε ν’ αντιμετωπίσει τη σκληρή πραγματικότητα:

«Ξαφνικά ήμουν μόνος μου σ’ έναν ξένο τόπο.

Είχα περίπου 20 ευρώ στην τσέπη μου, αλλά όχι τηλέφωνο, οπότε περιπλανήθηκα στο Μιλάνο», έχει εξιστορήσει χαρακτηριστικά ο ίδιος.

Αυτή όμως ήταν μονάχα η αρχή της περιπέτειας του.

Διότι οι λίγες ώρες περιπλάνησης στην πόλη έγιναν μέρες.

Οι μέρες έγιναν βδομάδες.

Και ελλείψει άλλης επιλογής, ο Bantle είχε αρχίσει ήδη να ζει ως άστεγος.

Εγκαταστάθηκε στην περιοχή Μπάτζιο, όπου ζούσαν κυρίως φοιτητές και κοιμόταν σε δρόμους και παγκάκια.

Αντίθετα όμως με ό,τι θα πίστευε κανείς, ο ίδιος δεν φαινόταν να βρίσκει τόσο άσχημη εξέλιξη αυτό που του συνέβη!

 

Με τα λίγα ιταλικά που είχε μάθει από συναδέλφους σε οικοδομές και κέτερινγκ, απέκτησε σχέσεις με τους ανθρώπους της γειτονιάς.

Κι εκείνοι, όσο περνούσε από το χέρι τους, τον πρόσεχαν σαν δικό τους άνθρωπο.

Τον φώναζαν «Ρούντι» (από το «Ροντόλφο»), του προσέφεραν φαγητό, τσιγάρα και sleeping bag.

Όσο για την προσωπική του υγιεινή, έκανε μπάνιο σε μια δημόσια εγκατάσταση, ενώ μπορούσε να επισκέπτεται και τη βιβλιοθήκη για να ψυχαγωγείται.

«Σύντομα μου έγινε ξεκάθαρο ότι δεν υπήρχε λόγος να γυρίσω πίσω. Απολάμβανα την ελευθερία μου στο Μιλάνο», ομολόγησε χαρακτηριστικά σε συνέντευξή του το 2015.

Χωρίς οικογένεια λοιπόν (αφού δεν είχε παντρευτεί και οι ανάδοχοι γονείς που τον είχαν μεγαλώσει είχαν πεθάνει), οι μόνοι που μπορούσαν να τον αναζητήσουν ήταν οι άνθρωποι του Dietisberg.

Δήλωσαν την εξαφάνισή του μετά το παιχνίδι και έκαναν ενέργειες για να τον βρουν, ωστόσο το 2011 η υπόθεσή του έκλεισε.

Και ο Bantle από αγνοούμενος άρχισε πλέον να θεωρείται νεκρός!

Έτσι συνέχισε να ζει (όπως ζούσε) στο Μιλάνο.

Έφτασε τα 11 χρόνια άστεγος (υπογραμμίζοντας ωστόσο ότι σε όλο αυτό το διάστημα δεν τον άφησαν ποτέ να νιώσει ότι πεινάει).

Και ποιος ξέρει, ίσως να ήταν ακόμα εκεί, αν δεν προέκυπτε ένα απρόοπτο:

Έπεσε, έσπασε το πόδι του και όταν μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο ανακαλύφθηκε ότι δεν είχε ασφάλιση.

Κάπως έτσι κινήθηκαν οι διαδικασίες, υπήρξε επικοινωνία με το ελβετικό προξενείο και έγιναν όλες οι απαραίτητες ενέργειες για να γυρίσει πίσω.

Εκεί διαπίστωσε ότι (αντίθετα με αυτό που πίστευε ο ίδιος) είχε λείψει στους παλιούς του γνώριμους.

Όταν επισκέφθηκε λίγους μήνες αργότερα το Dietisberg οι φίλοι του τον υποδέχθηκαν με χαρά και οι αρμόδιοι (που ένιωθαν υπεύθυνοι για την εξαφάνισή του) τον αγκάλιασαν με ανακούφιση.

Έχοντας μετακομίσει λοιπόν σ’ έναν οίκο ευγηρίας (όπου το κράτος του χορηγεί κάθε μήνα 100 φράγκα για να τα χρησιμοποιεί όπως θέλει) δήλωνε χαρούμενος το 2015.

Και αφού παραδέχθηκε ότι επενδύει το επίδομα για ν’ αγοράζει μερικά κουτάκια μπύρα την ημέρα, απαντούσε για την περιπέτεια του:

«Έντεκα χρόνια στους δρόμους του Μιλάνου ήταν αρκετά. Με φροντίζουν καλά εδώ»…