Η εικόνα ενός τσιρότου δύσκολα μπορεί να σου φέρει ευχάριστες αναμνήσεις.
Πιθανότατα θα σου θυμίσει κάποιο βαθύ κόψιμο.
Κάποιο σκίσιμο στο γόνατο την εποχή που τα «τρώγαμε» στις αλάνες.
Μια πληγή από… στραβοτιμονιά πάνω στο ξύρισμα.
Γενικά κάποιον τραυματισμό και όχι κάτι ευχάριστο.
Κι όμως…
Αν είσαι πραγματικός μύστης της παλιάς καλής Α1, ένα τσιρότο μπορεί να σου φέρει και κάτι ευχάριστο στο μυαλό:
Την τρελή (όνομα και πράμα) παιχτάρα που λέγεται Ντέρικ Τσίβους!
Αν και στέριωσε λιγότερα από δυο χρόνια στην Ελλάδα, ο θρυλικός «Mr Band-Aid» πρόλαβε να γράψει ιστορία (εντός κι εκτός παρκέ).
Κι έχοντας σοβαρότατο ανταγωνισμό από ιδιόρρυθμους συμπατριώτες του που κατά καιρούς βρέθηκαν στα μέρη μας, έβαλε υποψηφιότητα για τον τίτλο του «πιο… ζουρλού απ’ τους ζουρλούς»!
Με τεράστιο ταλέντο και φοβερή έφεση στο σκοράρισμα, ο Τσίβους συνδύασε μπάσκετ και σπουδές δημοσιογραφίας (!)
Έγραψε τέτοια ιστορία στο Πανεπιστήμιο του Μιζούρι, ώστε εκείνο απέσυρε προς τιμήν του τη φανέλα με το «3» το 2019.
Αφού επιλέχθηκε λοιπόν στο Νο 16 του ντραφτ (τρίτο καλύτερο που έχει έρθει στην Ελλάδα μετά το Νο 7 του Ρόι Τάρπλεϊ και το Νο 14 του Γουόλτερ Μπέρι) στάθηκε αξιοπρεπέστατα στο ΝΒΑ με τις φανέλες των Ρόκετς και Καβαλίερς.
Κι αφού πέρασε δυο χρόνια από το CBA και περιπλανήθηκε σε Φιλιππίνες και Ισπανία, ο δρόμος του τον έβγαλε το 1993 στην Ελλάδα.
Για την ακρίβεια ο προπονητής της Δάφνης, Σάκης Λάιος, τον έβαλε σ’ αυτόν τον δρόμο, εντοπίζοντας έναν φόργουορντ με εντυπωσιακό ταλέντο και σωματικά προσόντα να κάνει όργια στη δεύτερη κατηγορία με τη Μαγιόρκα.
Μόνο που εδώ δεν έκανε αίσθηση μόνο για τις επιδόσεις του μέσα στο γήπεδο.
Αλλά και για τα απίθανα καμώματά του, που δεν είχαν προηγούμενο (και κάποια εξ αυτών παραμένουν αμίμητα ακόμη και σήμερα).
Όταν το έπαιρνε σοβαρά λοιπόν, ο Τσίβους σχεδόν δεν είχε αντίπαλο.
Ενδεικτικά είναι τα νούμερα της παρθενικής σεζόν του στην Α1, όπου έγραψε 596 πόντους και υπήρξε 5ος σκόρερ του πρωταθλήματος (πίσω από ονόματα όπως οι Μπέρι, Τέρνερ, Γκάλης και Ουίγκινς).
Άλλωστε μόνος σχεδόν κατάφερε να σώσει τη Δάφνη στην τελική ισοβαθμία με τον Παπάγο.
Μόνο που όλα αυτά πήγαιναν… πακέτο με έναν χαρακτήρα που η λέξη «ιδιόρρυθμος» φαντάζει πολύ φτωχή για να τον περιγράψει.
Χαρακτηριστική είναι η ατάκα του Σάκη Λάιου, που είχε πει ότι «αν καταφέρεις να συμβιώσεις με τον Τσίβους, τότε μπορείς να συνυπάρξεις και με τους εξωγήινους».
Γιατί πιθανότατα κανένας… εξωγήινος δεν θα σκεφτόταν να φορά τσιρότα σε όλο του το σώμα (χέρια, πόδια, ακόμα και στο πρόσωπο), όχι επειδή χτυπούσε, αλλά για λόγους στιλ.
Να κουρεύει τους συμπαίκτες του στ’ αποδυτήρια, επειδή (εκτός των άλλων) είχε περάσει και από σχολή κομμωτικής.
Να παίρνει παραμάσχαλα το πρωινό του επειδή ξύπνησε αργά, να μασουλάει μέσα στο ταξί που καλούσε για να μην αργήσει στην προπόνηση και να εμφανίζεται με τους… δίσκους στο παρκέ.
Να εκσφενδονίζει μπολ με κορν φλέικς στον προπονητή του (επειδή τόλμησε να του κάνει παρατήρηση), να του ζητά συγγνώμη επειδή ξέσπασε λόγω προσωπικών προβλημάτων κι εκείνος να διαπιστώνει «είναι καλό παιδί κατά βάθος».
Να φορά διαφορετικού χρώματος κάλτσες, να κυκλοφορεί με σκισμένα τζιν (σε μια εποχή που αυτό θεωρούταν extreme) και να εμφανίζεται με αυτό το λουκ σε απολογία του στον αθλητικό δικαστή.
Να κάνει γκριμάτσες στους αντιπάλους του στην άμυνα για να τους εκνευρίσει ή να τους κάνει να γελάσουν και να χάσουν την αυτοσυγκέντρωσή τους.
Να κάνει νοήματα στην κοπέλα του Τοντ Μίτσελ σ’ ένα ντέρμπι με τον Παπάγο κι εκείνος να εξηγεί έπειτα «α, το κάνει συχνά για να υπενθυμίσει στη Λίζα ότι είναι εργένης, δεν ξέρει να μαγειρεύει και θα έρθει σπίτι μας το βράδυ να φάει».
Να βγαίνει από το γήπεδο εν ώρα αγώνα και να παίρνει μια πορτοκαλάδα από ένα παιδάκι στις εξέδρες επειδή… διψούσε.
Να κάνει φοβερό ανάποδο κάρφωμα στην προπόνηση, να πηγαίνει απευθείας στον πάγκο και όταν τον ρωτά ο προπονητής γιατί έφυγε ν’ απαντά:
«Aυτό ήταν το καλύτερο που μπορούσα να κάνω. Δεν έχει κάτι παραπάνω να δώσω, οπότε δεν είχε νόημα να συνεχίσω».
Να κάθεται στο μπαλκόνι του συμπαίκτη του, Γκάρι Πλάμερ και να πετά κουτάκια από μπύρες, αναψυκτικά και χυμούς στα αυτοκίνητα που βρίσκονταν από κάτω.
Να κάνει πέντε παιδιά με πέντε διαφορετικές γυναίκες, χωρίς να παντρεύεται εντέλει καμία.
Να τρακάρει μετωπικά με ταξί μαζί με τους Μπέρι και Ρέλφορντ, να γλιτώνει με διάστρεμμα (και να γίνεται αυτό η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι για τη διοίκηση της Δάφνης, η οποία χωρίς αυτόν… υποβιβάστηκε).
Και πόσα άλλα ανδραγαθήματα που θα μπορούσαν να προστεθούν σε όλα τα παραπάνω που έχει εξιστορήσει γλαφυρότατα ο Βασίλης Σκουντής…
Αν και κανένας άλλος εκτός από τον ίδιο τον τρελο-Τσίβους δεν θα μπορούσε να περιγράψει την κοσμοθεωρία του.
Με μια εξήγηση αφοπλιστικά απλοϊκή και ειλικρινή:
«Στο γήπεδο νιώθω διασκεδαστής και σόουμαν. Παίζω επαγγελματικό μπάσκετ επειδή πληρώνομαι.
Αν θέλω να παίξω κανονικό μπάσκετ, το δικό μου μπάσκετ, τότε μαζεύω τα παιδιά της γειτονιάς, περιμένω να νυχτώσει, πηγαίνουμε σ’ ένα ανοιχτό γήπεδο και… του δίνω και καταλαβαίνει»!