«Έσβησε» στα 44, μετά από μια παρτίδα τάβλι: Το άδοξο τέλος του Έλληνα «Μαύρου Πρίγκιπα» που χόρευε στα γήπεδα

«Παναγία μου, πώς θα τα βγάλω πέρα μαζί του;»

Σε μια άλλη χώρα, ενδεχομένως και σε μια άλλη εποχή, εκείνη η Παναχαϊκή των αρχών της δεκαετίας του ’70 θα σφράγιζε την παρουσία της με έναν τίτλο και σίγουρα ο μεγάλος ηγέτης της, ο Έλληνας «μαύρος πρίγκιπας», Κώστας Δαβουρλής θα την άφηνε μόνο για να παίξει σε κάποια πολύ μεγάλη ομάδα της Ευρώπης.

Οι νεότεροι θα δυσκολευτούν, ίσως, να αντιληφθούν πολλά από τα παρακάτω. Πλέον είναι απίθανο ένας ποδοσφαιριστής να πατήσει τα 20 χρόνια του και να μην βρίσκεται ήδη στο ρόστερ ενός «μεγάλου» συλλόγου. Πλέον είναι απίθανο ένας παίκτης να γνωρίσει τέτοια καθολική αναγνώριση ώστε αγωνιζόμενος σε ομάδα δεύτερης κατηγορίας να κληθεί στην εθνική και σίγουρα είναι τρομερά δύσκολο να εμφανιστεί ένα σπάνιο και ατόφιο ταλέντο, όπως του Δαβουρλή και να μην λύσει το οικονομικό πρόβλημα της ζωής του από την μπάλα.

Πριν από 50 και 60 χρόνια, βέβαια, μιλάγαμε για άλλες ιστορίες…

Η χρονιά-ορόσημο για τον πιτσιρικά που γεννήθηκε στην Αγυιά της Αχαΐας ήταν το 1964. Τότε ήταν που ο Σπύρος Βουλγαράκης είδε ένα μελαμψό χαμίνι να χαζεύει πολύ μεγαλύτερους σε ηλικία αντιπάλους αγωνιζόμενος ξυπόλητος στα χωμάτινα γήπεδα της περιοχής. Το ένα από τα 8 παιδιά της οικογένειας, ο Κώστας, έπαιζε για λογαριασμό του Πανιωνίου Πατρών και μόλις στα 16 χρόνια του κρίθηκε έτοιμος να αγωνιστεί με την φανέλα της Παναχαϊκής.

Ίσως, βέβαια, ακόμη και ο σκάουτερ που τον ανακάλυψε να μην πίστευε ότι αυτός ο ψιλόλιγνος, όχι ιδιαίτερα γρήγορος, αλλά με άφταστη τεχνική και έφεση στο γκολ μεσοεπιθετικός, θα έφτανε στο σημείο να μπει στο κλαμπ των μεγαλύτερων Ελλήνων ποδοσφαιριστών του 20ου αιώνα και το όνομά του θα στεκόταν με άνεση δίπλα σε εκείνα του Χατζηπαναγή, του Δομάζου, του Κούδα, του Παπαϊωάννου ή του Δεληκάρη.

Κάποιοι ίσως θεωρήσουν τέτοιες αναφορές υπερβολικές. Πιθανότατα να σταθούν σε νούμερα όπως το ένα πρωτάθλημα κι ένα Κύπελλο, μόλις, που κατέκτησε στην καριέρα του ή στις 11 συμμετοχές που είχε με την Εθνική ομάδα. Είπαμε, όμως, άλλοι καιροί… Πάντως για τον Μίλτον Βιέρα, τον διεθνή Ουρουγουανό αμυντικό χαφ που υπήρξε συμπαίκτης του στον Ολυμπιακό, ο Κώστας Δαβουρλής ήταν ο «Πελέ της Ευρώπης», με τον πρώην ποδοσφαιριστή να δηλώνει πολλάκις ότι αυτός ο τύπος θα μπορούσε να σταθεί σε οποιοδήποτε κλαμπ του πλανήτη.

Εκείνος, όμως, πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του στην Παναχαϊκή, φροντίζοντας να την οδηγήσει από τα «νταμάρια» της β’ κατηγορίας μέχρι και την Ευρώπη. Την τριετία 1966-1969 θα αναδειχθεί δύο φορές πρώτος σκόρερ με 39 και 34 γκολ, αντίστοιχα και θα πανηγυρίσει μαζί με όλη την Αχαΐα την άνοδο. Στηριζόμενος σε συμπαίκτες όπως ο Ρήγας, ο Μιχαλόπουλος, ο Στραβοπόδης, ο Λεβεντάκος αλλά και ο (αδίκως παραγκωνισμένος από την ιστορία) Καπανδρίτης φρόντισε να «ψηλώσει» κι άλλο την ομάδα και να την κάνει την πρώτη από την επαρχία που αγωνίστηκε ποτέ στην Ευρώπη, ενώ «ανάγκασε» το τιμ των ομοσπονδιακών τεχνικών να τον καλέσει στην Εθνική και να τον κάνει τον πρώτο που φορούσε το εθνόσημο ενώ αγωνιζόταν σε ομάδα χαμηλότερης κατηγορίας.

Αναμφισβήτητα στην ιστορία έμεινε εκείνη η κατάκτηση της 4ης θέσης το 1973 που χάρισε το εισιτήριο για το UEFA και τα 4 ματς που ακολούθησαν (νίκες 2-1 και 1-0 με την αυστριακή Γκράτσερ και ήττα 7-0 και ισοπαλία 1-1 με την ολλανδική Τβέντε), όμως ήταν και άλλα τα παιχνίδια που γιγάντωσαν τον προσωπικό θρύλο του, αλλά κι εκείνον των Πατρινών.

Αναμφισβήτητα ξεχωρίζουν οι δύο μοναδικές παραστάσεις απέναντι στους δικέφαλος νότου και βορρά. Οι παλιοί θα θυμούνται για πάντα την «επίσκεψη» της ΑΕΚ στην Πάτρα για το Κύπελλο το 1969, με την Ένωση να είναι τότε η εστεμμένη πρωταθλήτρια της περασμένης σεζόν, αλλά να υποκλίνεται στο μεγαλείο του. Χατ-τρικ ο Δαβουρλής, 4-2 το τελικό σκορ, πρόκριση στα ημιτελικά και 15.000 θεατές όρθιοι και στριμωγμένοι να παραληρούν…

Το δεύτερο τέτοιο ματς πιθανότατα να άλλαξε ακόμα και την ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου… Το ημερολόγιο έγραφε 22 Απριλίου 1973 όταν ο ΠΑΟΚ υποδέχθηκε την Παναχαϊκή στην Τούμπα για την 28η αγωνιστική όντας ισόβαθμος με τον Ολυμπιακό στην κορυφή. Έξι στροφές πριν το τέλος ο δικέφαλος του βορρά έμοιαζε πιο έτοιμος από ποτέ για το παρθενικό πρωτάθλημά του και ο κόσμος περίμενε ακόμη μία νίκη που θα έφερνε πιο κοντά το όνειρο. Όπως, όμως, συνέβη και με την ΑΕΚ, ο Δαβουρλής και η… συμμορία του είχαν άλλη γνώμη. Ξανά, λοιπόν, χατ-τρικ ο «μαύρος πρίγκιπας», 3-5 (!) το τελικό σκορ και όλη η ουσία της σημασίας του αποτελέσματος περιγράφεται από τα λόγια του ίδιου του Γιώργου Κούδα. «Τραγωδία, κατήφεια, οδύνη. Όσοι δεν βρέθηκαν στο γήπεδο και μάθαιναν τα νέα είτε από το ραδιόφωνο είτε από τα αποτελέσματα στα πρακτορεία ΠΡΟΠΟ, ρωτούσαν και ξαναρωτούσαν: ‘’Σίγουρα δεν είναι φάρσα;’’ Τόσο απίθανο τους φαινόταν το τελικό αποτέλεσμα».

Το καλοκαίρι του 1974 ο Νίκος Γουλανδρής καταθέτει μια πρόταση την οποία η διοίκηση της Παναχαϊκής είναι αδύνατο να αρνηθεί, παρά τις τεράστιες αντιδράσεις του κόσμου. Σχεδόν 10.000.000 δραχμές για να ντύσει στα ερυθρόλευκα του Ολυμπιακού τον απόλυτο παιχταρά που μπορούσε να σκοράρει με τα δύο πόδια, ήταν μαέστρος στις εκτελέσεις φάουλ και κάθε φορά που βρισκόταν με μέτωπο προς την εστία προκαλούσε δέος. Ενδεικτική είναι η περιγραφή του Στάθη Χάιτα: «Ο Δαβουρλής ήταν παίκτης καλλιτέχνης. Ήταν δεξιοτέχνης, είχε φοβερά πόδια, είχε ντρίπλα, ένας παίκτης που όταν έπαιρνε την μπάλα έλεγες: ‘’Παναγία μου, πώς θα τα βγάλω πέρα μαζί του’’;». Την ίδια ώρα ο Μίμης Δομάζος είναι επίσης αποκαλυπτικός. «Θυμάμαι ότι για να τον σταματήσουμε του κάναμε μόνο φάουλ. Όταν έπαιρνε την μπάλα και ήταν πρόσωπο με αυτή, δεν σταματιόταν», είχε πει.

Στον Ολυμπιακό έμεινε μόνο μια τριετία, έχοντας την χαρά να κατακτήσει πρωτάθλημα και Κύπελλο. Μάλιστα ο δεύερος τίτλος ήρθε σε τελικό απέναντι στον Παναθηναϊκό που κρίθηκε στο δικό του μοναδικό γκολ! Όπως συμβαίνει συχνά σε τέτοιες περιπτώσεις, αυτό το βήμα ήρθε μάλλον αργά στην καριέρα του καθώς ο Δαβουρλής που κουβαλούσε ακόμη την ανόθευτη τρέλα που είχε όταν ακόμα έπαιζε ξυπόλητος ήταν αδύνατο να μπει σε καλούπια.

Ειδικά την περίοδο που την τεχνική ηγεσία των Πειραιωτών είχε αναλάβει ο φλεγματικός Βικ Μπακιγχαμ ήρθε σε ρήξη μαζί του με αποτέλεσμα να του γίνει ακόμη και διακοπή συμβολαίου, πριν τελικά επιστρέψει στην βάση του, την λατρεμένη του Παναχαϊκή.

Αντί επιλόγου, κλείνουμε με μια διήγηση του δικηγόρου Κώστα Σταμπολίτη που ζούσε κοντά στο γήπεδο της ομάδας κι έγινε μάρτυρας ενός περιστατικού που δείχνει την σχέση του «Πελέ της Ευρώπης» με την μπάλα αλλά και τον τόπο του. Λέει λοιπόν για ένα περιστατικό όπου ο Δαβουρλής βρέθηκε εκεί ενώ ετοιμαζόταν να παίξουν δίτερμα οι πιτσιρικάδες της ομάδας.

Αφού χαιρέτησε εγκάρδια τον δάσκαλό του και άνθρωπο που τον ανακάλυψε, Σπύρο Βουλγαράκη, ξεφορτώθηκε τα σανδάλια του μένοντας ξυπόλυτος όπως του άρεσε, έμεινε ημίγυμνος βγάζοντας το μακό μπλουζάκι του και αγωνίστηκε με τα παιδιά που είχαν μια σπάνια ευκαιρία να γίνουν για λίγο συμπαίκτες ή αντίπαλοι με έναν εκ των κορυφαίων ποδοσφαιριστών όλων των εποχών για το ελληνικό ποδόσφαιρο.

Αυτός ήταν ο Κώστας Δαβουρλής. Ένας αυθεντικός παιχταράς που έμεινε προσιτός μέχρι το τέλος. Άλλωστε μάλλον δεν είναι τυχαίο ότι έφυγε από την ζωή μετά από μια παρτίδα τάβλι στις 23 Μαΐου 1992, σε ηλικία μόλις 44 ετών, βυθίζοντας στην οδύνη όλους εκείνους που τον γνώρισαν.