Πόσα και πόσα παιδιά ονειρεύονταν ότι θα γίνουν ποδοσφαιριστές όταν θα μεγαλώσουν. Έβλεπαν στον ύπνο και τον ξύπνιο τους πως θα έρθει η στιγμή που θα αγωνιστούν δίπλα σε κάποιο ίνδαλμά τους. Ή ότι θα φορέσουν τη φανέλα της αγαπημένης τους ομάδας και θα την οδηγήσουν σε διακρίσεις.
Προφανώς η συντριπτική πλειοψηφία είτε έπαιξε σε χαμηλό επίπεδο είτε τα παράτησε λίγο πριν ή λίγο μετά το Λύκειο. Η συνέχεια γνωστή. Μια φορά την εβδομάδα 5×5 ή 8×8, γήπεδο ως φίλαθλοι πλέον ή «καναπεδάτοι» με πίτσες/σουβλάκια/μπίρες.
Κι όμως. Υπήρξε ένας Γάλλος που δεν τα παράτησε ποτέ. Ένα «ψώνιο» με το ποδόσφαιρο, ονόματι Γκρεγκουάρ Ακσελρόντ. Ένας απατεώνας, για την ακρίβεια. Μην θεωρήσετε ότι η στήλη έχει σκοπό να τον ηρωοποιήσει κιόλας. Αλλά αντικειμενικά η… καριέρα του θα μπορούσε να γίνει ταινία. Γιατί βιβλίο έχει ήδη γραφτεί (με τίτλο “Pro à tout prix”, αν ενδιαφέρεστε).
Γεννήθηκε στις 17/9/1982 στο Παρίσι. Μέλος μιας πλούσιας οικογένειας, η οποία όμως δεν έδινε ιδιαίτερη βαρύτητα στο χρήμα. Οι γονείς του τον φαντάζονταν διευθυντή κάποιας εταιρείας. Κυριλέ, με το κοστούμι του κ.λπ. κ.λπ.
Εκείνος, από την πλευρά του, ήθελε να γίνει επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Ακόμη κι αν δεν διέθετε ιδιαίτερο ταλέντο. Για την ακρίβεια, η λέξη «ιδιαίτερο» είναι η περιττή. «Και τι έγινε;», σκέφτηκε ουκ ολίγες φορές ο Γκρεγκουάρ.
Παρά το γεγονός ότι είχε τα πάντα, ο πιτσιρικάς δεν απολάμβανε τη ζωή του. Είχε βαρεθεί τους ίδιους του τους γονείς. Μοναδική του διέξοδος ήταν να κλωτσάει την μπάλα με τους φίλους του. Πού να φανταζόταν ότι αργότερα θα έπαιζε σε πέντε ηπείρους , 22 ομάδες και 19 χώρες, χωρίς καν να… κατέχει το τόπι!
«Αγωνιζόμουν στην επίθεση. Ήμουν κακός, ήμουν χοντρός, δεν διέθετα ποιότητα. Το μόνο που είχα ήταν η αγάπη για το παιχνίδι. Έπαιζα μόνος μου στον κήπο μερικές φορές από τις 17:00 έως τις 20:30. Βελτιώθηκα λίγο τεχνικά, αλλά δεν ήμουν καλός, δεν ήμουν καν μέτριος», έχει δηλώσει ο ένθερμος υποστηρικτής της Παρί Σεν Ζερμέν.
Πέραν της αγάπης προς το άθλημα, ίσως ο δεύτερος λόγος για όσα συνέβησαν στην πορεία, να ήταν μία έκδηλη επιθυμία του πατέρα του. «Δεν ήθελε να γίνω ποδοσφαιριστής, αλλά σκέφτηκα πως όταν γίνω 18, θα κάνω τα πάντα για το αντίθετο», έχει αποκαλύψει.
Πώς, όμως, κατάφερε να προβάλει τον εαυτό του, χωρίς να είναι ταλαντούχος; Ιδού τι έχει πει ο… αθεόφοβος:
«Ήμουν 17 και βρισκόμουν στο σχολικό οικοτροφείο. Ένα Σαββατοκύριακο πήγα στην αίθουσα υπολογιστών για να κάνω ένα αστείο με τους φίλους μου και να δημιουργήσω έναν ιστότοπο. Αντέγραψα ένα άρθρο του Νικολά Ανελκά από την “Équipe” που ανέφερε για το πώς τον θέλουν όλες οι κορυφαίες ομάδες. Άλλαξα το όνομα σε Ακσελρόντ, προκειμένου να φτιάξω ένα άρθρο που να αφορά εμένα. Ήταν τόσο επαγγελματικό, σε σημείο που οι φίλοι μου το πίστεψαν».
Έναν χρόνο αργότερα, ο νεαρός έστειλε μια επιστολή σε πάρα πολλούς αγγλικούς συλλόγους, ζητώντας να περάσει δοκιμαστικά. Η Σουίντον ήταν εκείνη που «ψήθηκε». Ο Γκρεγκουάρ θα έπρεπε μέσα σε μία, το πολύ δύο ημέρες, να πείσει για την αγωνιστική του αξία (που δεν είχε).
«Δεν ήξερα τι να περιμένω. Κατά τη διάρκεια των δοκιμαστικών, προπονήθηκα με επαγγελματίες παίκτες, δεν ήμουν καθόλου σε φόρμα. Ο προπονητής με έβγαλε μετά από 15 λεπτά, αφού προηγουμένως δέχθηκα την μπάλα στο πρόσωπο, έπειτα από ένα σουτ. Όλοι χασκογέλασαν», έχει τονίσει.
Από τους παίκτες που πέρασαν δοκιμαστικά, οι 11 κλήθηκαν εκ νέου την επόμενη ημέρα. Προφανώς ο Γκρεγκουάρ δεν άκουσε το όνομά του, αλλά δεν το έβαλε κάτω. Όταν τον ξαναείδαν από την ομάδα και τον ρώτησαν γιατί βρίσκεται εκεί, τους απάντησε: «A, συγγνώμη, τα αγγλικά μου δεν είναι καλά. Έχω αλλάξει τρένο και ξενοδοχείο για να είμαι εδώ». Με τα ψέματα κέρδισε μια ακόμη προπόνηση, όμως, δεν συγκίνησε κανέναν.
Ο πατέρας του είχε αρχίσει να εκνευρίζεται. Το τελεσίγραφο εστάλη. Αν επέλεγε το ποδόσφαιρο, θα έπρεπε να το υποστηρίξει χωρίς οικονομική υποστήριξη. «Θέλω να έχω το όνειρό μου, δεν με νοιάζει, θα κάνω τη ζωή μου», ήταν η απάντηση του Γάλλου. Μωρέ, σαν να μας γίνεται μια στάλα συμπαθής τελικά…
Για τους επόμενους 12 μήνες, ο Γκρεγκουάρ διέμενε σε ένα μικρό διαμέρισμα στο Παρίσι, ενώ παράλληλα έπιασε δουλειά στα Mc Donald’s και έπαιζε σε ερασιτεχνικό επίπεδο στην περιοχή.
Δεν σταμάτησε να στέλνει επιστολές σε συλλόγους, ώσπου κατάφερε να αγωνιστεί μετ’ αποδοχών στο Βέλγιο και στην ουαλική Κόμπραν Τάουν, ενισχύοντας το βιογραφικό του.
Ποια ήταν η συνέχεια; Τι έχει πει ο ίδιος;
«Το 2006 παρακολουθούσα το τηλεοπτικό κανάλι France 3 και ενημερώθηκα ότι η Παρί Σεν Ζερμέν έψαχνε παίκτες ερασιτεχνικού επιπέδου, οπότε ήρθα σε επαφή μαζί τους. Προπονήθηκα με την τρίτη ομάδα για μια εβδομάδα και, μάλιστα, ήταν ευχαριστημένοι.
Είχα έναν τραυματισμό που με κράτησε εκτός για μερικές εβδομάδες, αλλά όταν επέστρεψα, μου είπαν ότι δεν με χρειάζονταν, γιατί στο μεταξύ είχαν βρει άλλον παίκτη για να πάρει τη θέση μου. Έγινα ράκος ψυχολογικά».
Εντούτοις, ο νεαρός συνέχισε να παίζει στην πέμπτη ομάδα, θεωρώντας ότι η οποιαδήποτε τριβή με την Παρί ενδεχομένως θα τον βοηθούσε στο μέλλον.
Έπειτα από κάποιο διάστημα, ο Ακσελρόντ πήρε την απόφαση να κάνει το μακρινό ταξίδι για την Αργεντινή. Η Τίγκρες τον κάλεσε για δοκιμαστικά και εκείνος φόρεσε τη φανέλα της δεύτερης ομάδας. Ο Γάλλος απέσπασε ωραίες εμπειρίες, ενώ, κατά τη σύντομη θητεία του, ξεχώρισε το πάθος των οπαδών.
Τότε ήρθε η κορυφαία στιγμή της… καριέρας του. Ή, πιο σωστά, παραλίγο να έρθει. Ο ατζέντης του Γκρεγκουάρ τον ρώτησε αν θα ήθελε να επιστρέψει στην Ευρώπη για λογαριασμό μιας ομάδας που θα συμμετείχε στο Champions League!
«Ο ατζέντης μου με έστειλε στη Βουλγαρία, προκειμένου να δοκιμαστώ στην ΤΣΣΚΑ Σόφιας. Έδωσα το «παρών» σε ένα προπονητικό καμπ με την ομάδα στη Βιέννη και μετά από τρεις ημέρες του είπαν ότι θέλουν να μου προσφέρουν τριετές συμβόλαιο, έναντι 15.000 τον μήνα. Φυσικά απάντησα καταφατικά.
Την επόμενη μέρα εκπρόσωποι του συλλόγου ήρθαν στο δωμάτιό μου και με τράβηξαν φωτογραφία με τη φανέλα της ΤΣΣΚΑ. Προοριζόταν για την ιστοσελίδα και το άρθρο που είχε τίτλο: ‘Η ΤΣΣΚΑ υπογράφει τον Ακσελρόντ’. Σε λίγες ώρες θα έπεφταν οι υπογραφές και ένα όνειρο θα γινόταν πραγματικότητα!
Όσο, όμως, ο Γάλλος βρισκόταν σε πελάγη ευτυχίας και μετρούσε αντίστροφα, το ίδιο βράδυ ένας οπαδός της ΤΣΣΚΑ ενημερωνόταν από ιστότοπο υποστηρικτών της Παρί ότι ουδέποτε είχε φορέσει τη φανέλα της αγαπημένης τους ομάδας κάποιος παίκτης με το όνομα Ακσελρόντ.
Αμέσως μετά ο ίδιος οπαδός… κελάηδησε σε έναν Βούλγαρο δημοσιογράφο τι είχε μάθει. «Όταν ξύπνησα το επόμενο πρωί, είδα το πρόσωπό μου στην εφημερίδα, αλλά δεν κατάλαβα τι έγραφε. Όταν έφτασα για να υπογράψω το συμβόλαιο, δεν μου μίλησε. Μου είπαν ‘Γκρεγκ, το ταξί σου σε περιμένει, επιστρέφεις στο Παρίσι’. Ήμουν τόσο απογοητευμένος», έχει πει.
Ένα μεγάλο όνειρο γκρεμίστηκε εξαιτίας ενός… περίεργου Βούλγαρου. Ο Ακσελρόντ, πάντως, δεν το έβαλε ούτε τότε κάτω. Ακολούθησαν δοκιμαστικά σε Ελλάδα (!) και Κουβέιτ, προτού υπογράψει επαγγελματικό συμβόλαιο στον Καναδά (το ένα και μοναδικό του) για χάρη των Μισισάουγκα Ιγκλς.
Πώς ολοκληρώθηκε η… καριέρα του στα 28; Προφανώς με περίεργο τρόπο, όπως όλα όσα διαβάσατε.
Περνούσε δοκιμαστικά στην κινεζική Χενάν, όταν σε ένα γεύμα τού σέρβιραν ρύζι με σκυλίσιο κρέας, χωρίς να το γνωρίζει.
«Πήγα στο δωμάτιό μου και ήμουν άρρωστος για τρεις ημέρες. Δεν μπορούσα ούτε να πιω. Την τέταρτη μέρα, έκανα τη δοκιμή μου και μετά από μία ώρα με ενημέρωσαν ότι δεν είμαι αρκετά καλός. Δεν είχα ενέργεια. Τελικά είπα στον εαυτό μου ότι πλέον δεν θέλω να γίνω ποδοσφαιριστής», έχει τονίσει.
Βέβαια, επειδή το χούι φεύγει τελευταίο, ο Ακσελρόντ άγγιζε τα 40 και έπαιζε για το κέφι του στην Ατλέτικ Αμέρικα της Ανδόρα. Επί της ουσίας, δεν εγκατέλειψε ποτέ τον χώρο του ποδοσφαίρου, διότι πλέον βγάζει το ψωμί του ως μάνατζερ. Αυτό που δεν είχε αλλάξει, τουλάχιστον μέχρι πριν από μια διετία, ήταν η σχέση με τον πατέρα του. Είκοσι χρόνια είχαν να μιλήσουν, αλλά δεν υπάρχει νεότερη ενημέρωση.
Το σίγουρο είναι ότι ο Γάλλος έχει συμμετάσχει σε σειρές και ταινίες. Απόλυτα φυσιολογικό. Εξάλλου αν το καλοσκεφτεί κανείς, ένας ηθοποιός ήταν πάντα. Στην υποκριτική, το ταλέντο του ήταν αναμφίβολα μεγαλύτερο.