Οι μεταγραφές στο ποδόσφαιρο είναι (και θα ‘ναι πάντοτε) ανεξάντλητη πηγή ιστοριών.
Είναι τέτοια η εξάρτηση των φιλάθλων και τόσο μεγάλη η ανάγκη των προέδρων να κάνουν το κομμάτι τους, που μπορούν να γίνουν τρελά πράγματα για να πραγματοποιηθούν.
Να επιστρατευτεί κάθε πιθανός και απίθανος τρόπος για να ντυθεί ο παιχταράς με τα χρώματα της ομάδας.
Και εκτός του οικονομικού (που συχνά φτάνει σε νούμερα που προκαλούν ζαλάδες) να πέσουν κι άλλα ευφάνταστα δέλεαρ στα πόδια του πολυπόθητου στόχου.
Όπως αυτό που σκέφτηκε κάποτε ο Βιτόριο Τσέκι Γκόρι για να φέρει τον Μάρσιο Σάντος στη Φιορεντίνα!
Έχοντας λάμψει λοιπόν στην πατρίδα του με την Μποταφόγκο, ο νεαρός τότε αμυντικός είχε κάνει από νωρίς το μεγάλο βήμα για την Ευρώπη.
Από το 1992, σε ηλικία 23 ετών, φόρεσε τη φανέλα της Μπορντό.
Και εκμεταλλευόμενος μια φοβερά ευνοϊκή συγκυρία (που κάποιος αθυρόστομος θα την έλεγε και κωλοφαρδία) έκανε το «μπαμ» με την εθνική Βραζιλίας.
Παρόλο που δεν βρισκόταν καν στη λίστα για το Μουντιάλ, «φτιάχτηκε» από τον ταυτόχρονο τραυματισμό τριών παικτών (των Μόουζερ, Ρικάρντο Γκόμες και Ρικάρντο Ρότσα).
Όχι μόνο πήγε λοιπόν στις ΗΠΑ, αλλά έγινε βασικός στο πλευρό του μεγάλου Αλνταΐρ.
Έκανε 7 συμμετοχές (πετυχαίνοντας μάλιστα κι ένα γκολ στο παιχνίδι των ομίλων με το Καμερούν).
Και μπορεί να ήταν ο μόνος που αστόχησε στη διαδικασία των πέναλτι του τελικού με την Ιταλία (για την ακρίβεια απέκρουσε ο Παλιούκα), αλλά λατρεύτηκε ως ένας από τους ήρωες της κατάκτησης του τροπαίου μετά από 24 ολόκληρα χρόνια.
Μετά απ’ αυτό το «μπαμ», όπως είναι λογικό, μπήκε στο μάτι αρκετών μεγαλύτερων ομάδων.
Προσέλκυσε το ενδιαφέρον της σπουδαίας τότε Φιορεντίνα του Κλαούντιο Ρανιέρι και του Γκαμπριέλ Μπατιστούτα.
Δυνατά όμως στο παιχνίδι της απόκτησής του είχε μπει και η Τότεναμ:
Με μεγάλο από τότε τον πειρασμό για κάθε ποδοσφαιριστή να δοκιμάσει την τύχη του στην Premier League.
Έχοντας χάσει ήδη λοιπόν τον πρώτο τους στόχο (τον μεγάλο Λιλιάν Τουράμ), οι «βιόλα» δεν είχαν περιθώριο για άλλο μεταγραφικό ναυάγιο.
Έπρεπε πάση θυσία να φέρουν στη Φλωρεντία τον Σάντος για να δέσουν την άμυνά τους.
Ήταν η στιγμή του μεταγραφικού «πόκερ» όπου ο Τσέκι Γκόρι θα έπαιζε το… δυνατό του χαρτί!
Πριν ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις (που κράτησαν πάνω από 5,5 ώρες) ο πρόεδρος της Φιορεντίνα είχε ενημερωθεί για μια μεγάλη αδυναμία του Μάρσιο Σάντος.
Διότι ο Βραζιλιάνος είχε μια μεγάλη και αθεράπευτη καψούρα!
Όπως συνέβη με κάθε νεαρό (και όχι μόνο) της εποχής, είχε πάθει παράκρουση παρακολουθώντας το «Βασικό Ένστικτο» σε ένα σινεμά του Μπορντό.
Και στην περίφημη σκηνή με το σταύρωμα των ποδιών για να ξελογιαστεί ο ντετέκτιβ Μάικλ Ντάγκλας κατά τη διάρκεια της ανάκρισης, είχε υποσχεθεί στον εαυτό του:
«Μια μέρα θα συναντήσω τη Σάρον Στόουν»!
Ως ιδιοκτήτης λοιπόν εταιρείας κινηματογραφικών παραγωγών, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το συγκεκριμένο ατού.
Και ως πρόεδρος παλαιάς κοπής (που είχε στο ενεργητικό του ξυλοδαρμό διαιτητών σε αγώνα φιλανθρωπικού χαρακτήρα και ήταν ικανός να κάνει οτιδήποτε για να πετύχει τον σκοπό του) δεν το σκέφτηκε καθόλου.
Αντί να προτείνει στον Σάντος μπόνους συμμετοχών, επίτευξης στόχων και άλλες τέτοιες ανοησίες, στόχευσε απευθείας στο αδύναμο σημείο του.
Προχωρώντας στην εξής δελεαστική υπόσχεση:
«Αν σκοράρεις 7 γκολ, θα σου κανονίσω δείπνο με τη Σάρον Στόουν»!
Η συγκεκριμένη προοπτική (φέρεται να) ήταν καθοριστική για τον Βραζιλιάνο.
Τον έκανε να ξεχάσει τα περισσότερα λεφτά της Τότεναμ και την προοπτική να παίξει στην Αγγλία.
Δυστυχώς όμως οι επιδόσεις του δεν τον βοήθησαν να εκπληρώσει έναν από τους πιο… kinky όρους συμβολαίου όλων των εποχών.
Διότι στη μια μόλις σεζόν που έπαιξε στη Φιορεντίνα δεν προσέφερε τα αναμενόμενα.
Πέτυχε μόλις δυο γκολ με τη φανέλα της.
Δεν έπιασε το πολυπόθητο άθροισμα ούτε με τα… αυτογκόλ (αφού σκόραρε άλλα δυο).
Κι έμεινε με το απωθημένο να δει (έστω και για δείπνο) τη Σάρον να κάθεται σταυροπόδι απέναντί του…