«Εγώ έβαλα κανονικούς παίκτες κι εσείς φέρατε ένα… Φάντομ»: Η εξωφρενική απόκρουση Σαργκάνη που έκανε τους Δανούς να τραβάνε τα μαλλιά τους!

Η θρυλική βραδιά που άρχισε τις πτήσεις η… Air Sarganis!

Κάθε παιδί που παίζει μπάλα ονειρεύεται να γίνει ποδοσφαιριστής.

Κάθε ποδοσφαιριστής που ξεκινά την καριέρα του ονειρεύεται να παίξει στην εθνική.

Και κάθε ποδοσφαιριστής που έρχεται η στιγμή να κάνει το ντεμπούτο του το ονειρεύεται όπως αυτό του Νίκου Σαργκάνη με το εθνόσημο!

Το 1980 ο θρυλικός Έλληνας τερματοφύλακας είχε δώσει ήδη τα διαπιστευτήρια του.

Με τις φοβερές εμφανίσεις του είχε βοηθήσει την ταπεινή Καστοριά να κερδίσει το Κύπελλο και τις είχε εξαργυρώσει με μεταγραφή στον Ολυμπιακό.

Ωστόσο η βραδιά της απόλυτης καταξίωσης (αυτή που ξεκίνησε την εξέλιξή του από έναν ελπιδοφόρο γκολκίπερ σε μύθο) ήταν η 15η του Οκτώβρη στη Δανία!

Αν διαβάζαμε την πλοκή της συγκεκριμένης ιστορίας στις σελίδες του θρυλικού «τερματοφύλακα-γιατρού» θα χαμογελούσαμε.

Θα λέγαμε «αυτά γίνονται μόνο στα κόμικ».

Κι όμως, η πραγματικότητα (ή μάλλον η κλάση του Σαργκάνη) ξεπέρασε ακόμα και τις υπερβολές των κόμικ!

Ενόψει λοιπόν του φοβερά δύσκολου αγώνα με τη Δανία προέκυψε πρόβλημα κάτω από τα γκολπόστ.

Ο (βασικός τότε) Λευτέρης Πουπάκης τραυματίστηκε.

Και παρόλο που ο Αλκέτας Παναγούλιας κάλεσε εσπευσμένα τον έμπειρο Βασίλη Κωνσταντίνου, δεν δίστασε να δώσει την ευκαιρία στον… «ψάρακλα»:

«Κύριέ μου, δε σε φέραμε εδώ για τουρισμό, αλλά για να παίξεις. Ορίστε»…

Έχει εξηγήσει λοιπόν χαρακτηριστικά ο ίδιος ο Σαργκάνης:

«Όλοι περίμεναν πως θα χάναμε πολύ εύκολα. Όταν μπήκαμε στο γήπεδο μας έδειχναν με τα δύο χέρια τα γκολ που θα τρώγαμε».

Και όντως έτσι ήταν.

Η Δανία ήταν ομαδάρα, με αστέρια όπως οι Όλσεν, Λέρμπι, Σίμονσεν, Άρνεσεν και Έλκιερ.

Στον πάγκο είχε μια μεγάλη μορφή όπως ο Σεπ Πιόντεκ.

Θα υποδεχόταν, δε, την Ελλάδα στο κατάμεστο «Πάρκεν Στάντιον» και με πριμ νίκης από την ομοσπονδία που έφτανε τις 64.000 δραχμές τότε.

Κάπως έτσι περισσότεροι από 48.000 θεατές στριμώχτηκαν στις εξέδρες για να πανηγυρίσουν μια εύκολη και (γιατί όχι) ευρεία νίκη…

Μόνο που ο Σαργκάνης (αλλά και οι υπόλοιποι παιχταράδες που διέθετε τότε η Εθνική) είχαν διαφορετική άποψη…

Προειδοποίησε λοιπόν για τα ρολά που θα κατέβαζε με σωτήρια επέμβαση σε ανεπανάληπτο τετ-α-τετ με τον Άρνεσεν.

Ακολούθησε δοκάρι του Κωστίκου και ένα γκολ του Μαύρου που κανείς δεν κατάλαβε γιατί ακυρώθηκε ως οφσάιντ.

Κι όταν ο Κούης (με ένα ξερό σουτ από εκτέλεση φάουλ) έδωσε προβάδισμα στην Ελλάδα, είχε έρθει η στιγμή να μετατραπεί το ματς σε «one man show»!

Ο Σαργκάνης πεταγόταν παντού.

Απογειωνόταν στις γωνίες του.

Απέκρουε σουτ.

Καθάριζε με εξόδους ό,τι σέντρα περνούσε στην περιοχή του.

Φαινόταν σαν απροσπέλαστο οχυρό στην πολιορκία που έκαναν οι Δανοί!

Ώσπου τους ανάγκασε να παραμιλήσουν από την απελπισία:

Κεφαλιά-πάσα του Νίλσεν. 

Ο αμαρκάριστος Σίμονσεν σουτάρει ανενόχλητος στην κίνηση.

Η μπάλα πηγαίνει καρφί για το «Γ».

Αμ δε…

Σαν να είχε ελατήρια στα πόδια, ο Σαργκάνης εκτοξεύτηκε στον αέρα.

Και με μια επέμβαση που άγγιζε τα όρια του αδύνατου, απέκρουσε εντυπωσιακά!

Έχει εξιστορήσει χαρακτηριστικά ο ίδιος:

«Τη θυμάμαι πολύ καλά (σ.σ. την απόκρουση).

Ήταν μπαμ μπαμ. Αυτά δεν μπορείς τα εξηγήσεις με λόγια γιατί είναι φάσεις της στιγμής. Λειτούργησε κατά πολύ το ένστικτο.

Τελικά κερδίσαμε και στη συνέντευξη τύπου ο προπονητής της Δανίας είπε απευθυνόμενος προς τον Παναγούλια:

“Συγχαρητήρια για το αποτέλεσμα που φέρατε, αλλά δεν παίξαμε επί ίσοις όροις του παιχνίδι”.

“Γιατί;” τον ρώτησε ο Παναγούλιας.

“Γιατί εμείς παίζαμε με νορμάλ ανθρώπους κι εσύ έφερες ένα φάντομ”.

Ακόμα πιο περιγραφικά, εξάλλου, από τον Σεπ Πιόντεκ μίλησε για την εμφάνιση του Σαργκάνη η… μητέρα του.

Συζητώντας μαζί της μετά το ματς και ρωτώντας «πώς σου φάνηκα, μάνα», την άκουσε να του λέει:

«Έπιανες πουλιά στον αέρα, παιδί μου»!

Εξίσου κολακευτικά, όμως, ήταν και τα λόγια των ΜΜΕ:

Οι δανέζικες εφημερίδες αποθέωσαν τον Σαργκάνη περισσότερο και από τις ελληνικές.

Κυκλοφόρησαν με τίτλους όπως «Ο άνθρωπος με τα πέντε χέρια», «Ο τερματοφύλακας-σαρανταποδαρούσα» και «Ένας 100χειρας στην Κοπεγχάγη».

Και το προσωνύμιο «Φάντομ» που του απέδωσαν (μετά την περιβόητη ατάκα Πιόντεκ) θα τον συνόδευε πλέον ως το τέλος της σπουδαίας καριέρας του…