«Η ανάβαση του θανάτου»: Η εξοντωτική μέθοδος του Λομπανόφσκι που έκανε τον Σεβτσένκο να μην κουράζεται ποτέ

Ο προπονητής - μύθος που γαλούχησε τρεις «Χρυσές Μπάλες»

Γεννημένος το 1939 στο Κίεβο, μεγάλωσε στη μεγάλη σοβιετική εποχή της επιστήμης. Ήταν έφηβος όταν η ΕΣΣΔ άνοιξε τον πρώτο της πυρηνικό σταθμό και έστειλε τον Sputnik στο διάστημα, ενώ το ίδιο το Κίεβο ήταν το κέντρο της σοβιετικής βιομηχανίας υπολογιστών. Το πρώτο κυβερνητικό ινστιτούτο στην ΕΣΣΔ εγκαινιάστηκε εκεί το 1957 και γρήγορα η ουκρανική πρωτεύουσα αναγνωρίστηκε ως παγκόσμιος ηγέτης στα αυτοματοποιημένα συστήματα ελέγχου, την τεχνητή νοημοσύνη και τη μαθηματική μοντελοποίηση. Το 1963 αναπτύχθηκε εκεί ένα πρώιμο πρωτότυπο του σύγχρονου υπολογιστή.

Για ένα πνεύμα ανήσυχο και έκθαμβο από τις νέες δυνατότητες που προσέφερε η τεχνολογία, το να βρίσκεται τότε στην καρδιά των εξελίξεων ήταν σημάδι για το ποια κατεύθυνση θα έπρεπε να πάρει. Ο Βαλερί Λομπανόφσκι όμως είχε μάθει από μικρός να κλωτσάει πολύ καλά την μπάλα. Τόσο καλά που σε ηλικία 18 ετών έφτασε στην πρώτη ομάδα της Ντιναμό Κιέβου και για τον σοβιετικό Τύπο προκαλούσε συγκρίσεις με τον σπουδαίο Βραζιλιάνο Ντιντί, που είχε λάμψει με τις εκτελέσεις του στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1958.

Ο Λομπανόφσκι ωστόσο σπούδασε παράλληλα μηχανικός θέρμανσης στο Πολυτεχνικό Ινστιτούτο του Κιέβου. Έβλεπε κατάφατσα τις δυνατότητες των υπολογιστών και τις πιθανές εφαρμογές τους σχεδόν σε όλους τους τομείς. Ο ίδιος οραματίστηκε την εφαρμογή τους και στο ποδόσφαιρο. Ναι, θα συνδύαζε αυτό που είχε αγαπήσει περισσότερο με την επιστήμη. Και κάπως έτσι σταμάτησε να παίζει ο ίδιος μπάλα από τα 29 του, για να γίνει μέντορας τριών γενεών ποδοσφαιριστών στην πρώην Σοβιετική Ένωση.

Η φιλοσοφία και οι προπονητικές μέθοδοί του αποτελούν από μόνες τους ένα μύθο για την πρώην ΕΣΣΔ και την Ουκρανία. Ο ίδιος, «εραστής» του total football, ο «Ρίνους Μίχελς της ανατολής» είπαν πολλοί, κατέκτησε οχτώ πρωταθλήματα ΕΣΣΔ και πέντε Ουκρανίας με την Ντιναμό Κιέβου, δύο Κύπελλα Κυπελλούχων (1975, 1986), ενώ ήταν εκείνος που παρουσίασε την καλύτερη «έκδοση» της Εθνικής Σοβιετικής Ένωσης. Στο Μουντιάλ του 1986 η πυραυλοκίνητη ΕΣΣΔ οργίασε στους ομίλους (9-1 τέρματα), αλλά δεχόμενη δύο γκολ οφσάιντ αποκλείστηκε από το Βέλγιο στο πρώτο νοκ-άουτ, ενώ στο Euro του 1988 το μοναδικό εμπόδιο που δεν κατάφερε να ξεπεράσει ήταν αυτό της Ολλανδίας στον τελικό. Παράλληλα ο Λομπανόφσκι «γαλούχησε» τρεις νικητές της «Χρυσής Μπάλας», τους Όλεγκ Μπλαχίν (1975), Ιγκόρ Μπελάνοφ (1986) και Αντρέι Σεφτσένκο (2004).

Ήταν ένας από τους πρώτους που δούλεψε με αναλυτές, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν ηλεκτρονικούς υπολογιστές που επεξεργάζονταν δεδομένα που είχαν να κάνουν με τη φυσική κατάσταση και τις αγωνιστικές αδυναμίες των ποδοσφαιριστών. Μαζί με τον στατιστικολόγο και καθηγητή φυσικής αγωγής Ανατόλι Ζελέντσοφ, έφεραν επανάσταση στο ποδόσφαιρο εισάγοντας νέες ριζοσπαστικές μεθόδους προπόνησης.

Χρησιμοποιώντας ορολογία πληροφορικής, χαρακτήρισαν τον αγώνα «σύστημα», την ομάδα «υποσύστημα», τους παίκτες «στοιχειά του συνόλου» και τις συνεργασίες των παικτών «συνδέσεις». Με διάφορους πειραματισμούς, ασκήσεις επί χάρτου και στο γήπεδο κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι με σωστή προετοιμασία είναι εφικτό ακόμα και να μηδενίσεις τις αντεπιθέσεις του αντιπάλου. «Πρέπει πάντα να είμαστε ένα βήμα μπροστά και αν ο αντίπαλος καταφέρει και προσαρμοστεί στην τακτική μας οφείλουμε αμέσως να την αλλάξουμε. Γι’ αυτό και στη προπόνηση μας διδάσκουμε τόσους πολλούς αυτοματισμούς», έλεγε μεταξύ άλλων.

Το δίδυμο των Λομπανόφσκι – Ζελέντσοφ εισήγαγαν στο ποδόσφαιρο την λεπτομερή ανάλυση των παικτών της ομάδας τους, αποτυπώνοντας με στατιστικά στοιχεία τη δουλειά που κάνουν στο γήπεδο σε εννέα βασικές κατηγορίες, όπως αριθμό σπριντ, συμμετοχή στο παιχνίδι, ένταση, λάθη, κλπ. Την επόμενη μέρα των αγώνων αλλά και των προπονήσεων αυτά τα στατιστικά στοιχεία ήταν αναρτημένα στα αποδυτήρια, ώστε όλοι να μπορούν να δουν και να κρίνουν τις δικές τους επιδόσεις τους και των συμπαικτών τους.

Άλλη μία καινοτομία ήταν η χρήση μίας οθόνης κάτι σαν φώτο-πλέι που οι παίκτες έκαναν τεστ για την εξάσκηση της μνήμης τους. Περιλάμβανε εικόνες και σύμβολα των οποίων έπρεπε να απομνημονεύσουν τη θέση πριν αυτές εξαφανιστούν και αργότερα όταν εμφανιστούν στην κορυφή της οθόνης να τις ξαναβάλουν στην αρχική τους θέση. Αντίστοιχα και τεστ για την μέτρηση των αντανακλαστικών τους αντιδράσεων, όπου μία κουκίδα κινούταν με διάφορες ταχύτητες στην οθόνη και εκείνοι έπρεπε να πατήσουν το κουμπί όταν η κουκίδα βρισκόταν (για κάποια κλάσματα του δευτερολέπτου) σε μία συγκεκριμένη θέση.

Το κίνητρο για αυτά τα τεστ ήταν η βελτίωση της μνήμης και της ευφυΐας των παικτών, ώστε να μπορούν να απομνημονεύουν και να εκτελούν το πλήθος των συστημάτων και συνδυασμών του Λομπανόφσκι μέσα στο γήπεδο. Μάλιστα μετά από χρόνια χρήσης αυτών των μεθόδων εξήχθη ένα πραγματικά… μυστηριώδες για τον κοινό νου συμπέρασμα: μια ομάδα δεν μπορεί να χάσει ένα παιχνίδι αν τα λάθη της σε αυτό δεν ξεπερνούν το 18% του συνόλου των ενεργειών της.

Πέραν αυτών όμως, ο Λομπανόφσκι ήταν ιδιαίτερα σκληρός στις μεθόδους εκγύμνασης, αναζητώντας το τέλειο. Ήταν αδιαπραγμάτευτος στο τρίπτυχο «πειθαρχία, καλή εξωγηπεδική ζωή, και θυσία του εγώ», ενώ για να παίξεις στην ομάδα του, όταν επέστρεψε στο Κίεβο για την τρίτη θητεία του στην Ντιναμό (1997), έπρεπε κυριολεκτικά να… φτύσεις αίμα.

Μία από τις βασικές ασκήσεις τότε στις προπονήσεις ήταν η λεγόμενη «ανάβαση του θανάτου», το τρέξιμο σε μια ανηφόρα η οποία είχε μεγάλη κλίση (έφτανε έως το 18%) και επαναλαμβανόταν συνεχώς. Αν δεν έκανες εμετό, ήσουν βασικός. Αν έκανες, πάγκο ή εξέδρα!

«Ο Σεφτσένκο δεν έκανε ποτέ εμετό», έχει δηλώσει ο Μπίλι Κοστακούρτα, συμπαίκτης του Ουκρανού επιθετικού στη Μίλαν από το 1999 έως το 2006. Ο Ιταλός αμυντικός είναι ένας από τους λίγους «δυτικούς» που έχουν εκφράσει τόσο εμφατικά το θαυμασμό του στις προπονητικές μεθόδους του θρυλικού Ουκρανού κόουτς. Θεωρώντας ότι είχαν κομβικό ρόλο στην ανάδειξη του «Σέβα» σε εκ των κορυφαίων επιθετικών του κόσμου. «Θυμάμαι την πρώτη εβδομάδα προπονήσεων του Αντρέι στη Μίλαν. Έπειτα από 2,5 ώρες προπόνησης, εξαντλημένοι όλοι, πηγαίναμε στα αποδυτήρια. Αυτός με πλησίασε και με τα ελάχιστα ιταλικά που ήξερε με ρώτησε: “Μπίλι, συγγνώμη, πότε αρχίζει η προπόνηση;”. Νόμιζα ότι μου έκανε πλάκα, αλλά όταν μετά τον είδα να προπονείται μόνος του κατάλαβα ότι μιλούσε σοβαρά…».

Αν και αρχικά διέρρευσε ως αστικός μύθος, είναι πραγματικότητα – και επιβεβαιώθηκε σε αυτή τη συνέντευξη του Κοστακούρτα – ότι όταν ο Σεφτσένκο τέθηκε υπό τις οδηγίες του Λομπανόφσκι κάπνιζε ένα πακέτο τσιγάρα την ημέρα. «Πιτσιρικά, άκουσέ με καλά. Από σήμερα δεν θα καπνίσεις ούτε μισό», του είπε μια μέρα ο προπονητής του και αν… ήθελε ας παράκουγε. «Από τότε αντικατέστησε τα τσιγάρα με γκολ», προσθέτει ο Κοστακούρτα. «Για τον Σέβα ήταν σίγουρα ο πιο σημαντικός δάσκαλος, ο δεύτερος πατέρας του. Όταν κατακτήσαμε το Champions League το 2003, πέταξε κατευθείαν στο Κίεβο για να αφήσει το μετάλλιό του στον τάφο του Λομπανόφσκι…»

Η Ντιναμό Κιέβου του Λομπανόφσκι και του Σεφτσένκο διέλυσε με συνολικό σκορ 7-0 στα δύο παιχνίδια των ομίλων τη σεζόν 1997-98 την Μπαρτσελόνα (ο Σέβα είχε κάνει χατ-τρικ στο ιστορικό 4-0 στο «Καμπ Νόου»), ενώ την επόμενη χρονιά απέκλεισε τη Ρεάλ στα προημιτελικά και ακολούθως είδε την Μπάγερν να της παίρνει την μπουκιά από το στόμα και να την αφήνει εκτός τελικού, μετατρέποντας το 3-1 σε 3-3 (με γκολ στο 78′ και το 88′). Φυσικά αν εκείνη η Ντιναμό μπορούσε να έχει και ξένους στο ρόστερ, πιθανότατα ούτε τα… βουντού του σερ Άλεξ στον τελικό της Βαρκελώνης θα μπορούσαν να τη σταματήσουν.

Κατά δήλωση Σεφτσένκο, το Τσάμπιονς Λιγκ ήταν η αγαπημένη διοργάνωση του Λομπανόφσκι, το τρόπαιο που πολύ θα ήθελε να είχε κατακτήσει. Όταν ο Σεφτσένκο εκτελούσε το τελευταίο πέναλτι στον τελικό του 2003 με τη Γιουβέντους, είχε φανταστεί ήδη το κύπελλο πλάι στον τάφο του αγαπημένου του δασκάλου…