Με τα «αν» δεν γίνεται ποτέ δουλειά.
Η υπόθεση (όσο βάσιμη κι αν είναι) θα ‘ναι πάντοτε υπόθεση.
Και τίποτα δεν εγγυάται ότι θα γινόταν τελικά πραγματικότητα.
Όπως και να το κάνουμε όμως, υπάρχουν περιπτώσεις που το μυαλό κινείται… αυτόματα.
Και κρίνοντας εκ των υστέρων, αναρωτιέται:
«Τι θα γινόταν αν…»
Μια σκέψη που στο μυαλό κάθε Ολυμπιακού άνω των 35 έχει γίνει για χάρη του Έλμερ Μπένετ!
Πίσω στο καλοκαίρι του 1997 ο Ντέιβιντ Ρίβερς ήταν το απόλυτο ερυθρόλευκο ίνδαλμα:
Έδειχνε βγαλμένος από video game.
Έπαιζε μπάσκετ σαν να προέρχεται από το… 2020.
Έκανε όργια στα παρκέ (με 17.2 πόντους, 3.4 ριμπάουντ, 3.4 ασίστ, 2 κλεψίματα κατά μέσον όρο).
Και αναμφίβολα ήταν ο θεμέλιος λίθος του ιστορικού triple crown (με κατάκτηση πρωταθλήματος, Κυπέλλου και Ευρωλίγκας).
Όταν ήρθε λοιπόν η στιγμή ν’ ανανεώσει το συμβόλαιό του, θέλησε όλα αυτά να τα εξαργυρώσει.
Με δεδομένο το ενδιαφέρον πάμπολλων ευρωπαϊκών ομάδων (αλλά και των ανταγωνιστών Παναθηναϊκού, ΑΕΚ) κοστολόγησε υψηλά τις υπηρεσίες του.
Πόσω μάλλον από τη στιγμή που ο νεοαφιχθείς Αρτούρας Καρνισόβας θα έπαιρνε ένα συμβόλαιο πολύ μεγαλύτερο από ‘κείνο που είχε ο ίδιος μέχρι πρότινος.
Όπως και να ‘χει, το σίριαλ (όπως και αυτά των Σιγάλα, Παπανικολάου που επίσης αποχώρησαν) δεν είχε happy end για τον Ολυμπιακό.
Έπειτα από το άδοξο τέλος των διαπραγματεύσεων και την αποχώρηση του Ρίβερς για την Τιμσίστεμ Μπολόνια, ο Ντούσαν Ίβκοβιτς ήταν αντιμέτωπος με τον μεγαλύτερο γρίφο του ρόστερ.
Την πρόκληση ν’ αντικαταστήσει επάξια τον καλύτερο και πιο επιδραστικό του παίκτη.
Κατέληξε λοιπόν ότι ο «αντι-Ρίβερς» μπορούσε να γίνει ο 27χρονος (τότε) Μπένετ.
Εξάλλου είχαν πανομοιότυπα αγωνιστικά χαρακτηριστικά:
Ταχύτητα, ικανότητα στο σκοράρισμα, έφεση στα κλεψίματα.
Συν ότι ο Μπένετ ήταν πέντε χρόνια νεότερος.
Όντως οι πρώτες εντυπώσεις από τον Μπένετ δικαίωναν την αισιοδοξία ότι μπορεί να «γεμίσει τα παπούτσια» του Ρίβερς.
Ήταν εξαιρετικός στην προετοιμασία και στα φιλικά του Ολυμπιακού στην Ιταλία.
Ώσπου μια προπόνηση στη Φολγκάρια τα έφερε όλα τούμπα:
Ο Καρνισόβας χτύπησε άθελά του τον Αμερικανό με τον αγκώνα.
Οι εξετάσεις μετά την επιστροφή από την Ιταλία έδειξαν αυχενική δισκοκήλη.
Και το διάστημα του 1,5 μήνα που χρειαζόταν για την αποθεραπεία δημιουργούσε προβληματισμό για το τι πρέπει να κάνει ο Ολυμπιακός.
Χαρακτηριστικός ήταν ο τίτλος της εποχής (που συνέδεε τον τραυματισμό με το μέλλον του παίκτη), σύμφωνα με τον οποίο «το κολάρο σφίγγει τον Μπένετ».
Παρόλο λοιπόν που ο Ίβκοβιτς τον πίστευε πολύ, συμφώνησε ότι προτιμότερο θα ήταν να αποδεσμευτεί.
Ενέκρινε την αντικατάστασή του από τον Μάικλ Χόκινς.
Και (χωρίς να το γνωρίζει τότε) υπέγραψε μια απόφαση, την οποία θα μετάνιωνε για τα καλά.
Όχι μόνο επειδή ο Χόκινς δεν αποδείχθηκε τίποτα σπουδαίο (και φυσικά απέτυχε να αντικαταστήσει επάξια τον Ρίβερς).
Αλλά και επειδή η μετέπειτα πορεία του Μπένετ ήταν εντυπωσιακή:
Μετά την αποθεραπεία του, μετακόμισε στην Ταού (μαζί με Σκόλα, Νοτσιόνι, Μασιγιάουσκας, Τομάσεβιτς).
Πανηγύρισε πρωτάθλημα και Κύπελλα (με τον ίδιο ν’ αναδεικνύεται MVP).
Έφτασε στον τελικό της Ευρωλίγκας (αποκλείοντας ενδιάμεσα τον Ολυμπιακό με 2-0 νίκες και τον ίδιο να σκοράρει συνολικά 42 πόντους στα ματς).
Σήκωσε δεύτερο πρωτάθλημα με τη Ρεάλ και ευρωπαϊκό (Eurocup) με την Μπανταλόνα.
Γενικά στα 12 χρόνια που αγωνίστηκε στην Ισπανία καθιερώθηκε ως ένας από τους καλύτερους γκαρντ της Ευρώπης.
Εύλογα λοιπόν οι Πειραιώτες το μετάνιωσαν που δεν τον περίμεναν.
Ο Ίβκοβιτς ομολόγησε έπειτα από χρόνια ότι «αν έμενε αυτός, θα παίρναμε back to back Ευρωλίγκες».
Και το όνομα του Έλμερ Μπένετ έγινε ένα τεράστιο… «γαμώτο» στην ιστορία του μπασκετικού Ολυμπιακού.