Είναι άδικο για τον Ντένις Μπέργκαμπ να τον χαρακτηρίσεις απλά «ποδοσφαιριστή».
Είναι ελάχιστο για την κλάση του ακόμα και «παιχταρά» να τον πεις.
«Μάγος», «βιρτουόζος», «δαντελένιος»…
Ακόμα κι αυτοί οι πομπώδεις, φανταχτεροί τίτλοι (παρόλο που όλους τους δικαιολογούσε με την κλάση του) φαντάζουν φτωχοί για να τον περιγράψουν.
Αν υπάρχει λοιπόν μια λέξη που περισσότερο από κάθε άλλη πλησιάζει τον ορισμό του άλλοτε σταρ της Άρσεναλ είναι το «καλλιτέχνης».
Γιατί ο μόνος παίκτης που δεν θα θεωρούταν ιεροσυλία (μετά τον Γιόχαν Κρόιφ) να χαρακτηριστεί «Ιπτάμενος Ολλανδός» στην κυριολεξία δεν πετούσε.
Ήταν γνωστός ο φόβος του για τα αεροπλάνα.
Πετούσε όμως στο γήπεδο.
Κι αγωνιζόταν με τέτοιον τρόπο που σου έδινε την εντύπωση πώς δεν καταδεχόταν να κάνει τίποτα, ούτε μια ενέργεια που να μη… στάζει φινέτσα.
Αν υποτεθεί λοιπόν ότι ο Μπέργκαμπ υπήρξε ένας ζωγράφος του ποδοσφαίρου, το πιο γνωστό του έργο θα ήταν η γκολάρα απέναντι στην Αργεντινή:
Το εναέριο κοντρόλ-μαγνήτης, το άδειασμα στον μεγάλο Αγιάλα και το μαεστρικό πλασέ με το εξωτερικό φάλτσο…
Αν υποτεθεί πως ήταν μουσικός, η σπουδαιότερη συμφωνία του θα ήταν αυτή που έγραψε με συμμετοχή (άθελά του) και του Νίκου Νταμπίζα:
Τότε που συνεννοήθηκε με την μπάλα, έδωσε ραντεβού μαζί της πίσω από την πλάτη του και πριν καταλάβει τι είχε συμβεί, την είχε στείλει στα δίχτυα…
Το πιο αγαπημένο έργο του όμως (όπως συχνά συμβαίνει με τους καλλιτέχνες) θα ήταν πιθανότατα κάποιο υποτιμημένο.
Μια έμπνευση που δεν αναδείχθηκε ποτέ όσο πίστευε ότι της άξιζε.
Μια δημιουργία που ούτε ο ίδιος δεν μπορούσε να συλλάβει πώς την κατάφερε:
Όπως το περίφημο γκολ απέναντι στη Σάντερλαντ το 1997!
Εκείνο το χειμωνιάτικο απόγευμα λοιπόν (στις 15 Ιανουαρίου) οι «κανονιέρηδες» έδιναν ένα τυπικό ματς για τον τρίτο γύρο του Κυπέλλου Αγγλίας.
Μετά από ένα στείρο πρώτο ημίχρονο στο «Roker Park», είχαν μείνει στο 0-0.
Ώσπου λίγα δευτερόλεπτα μετά την έναρξη του β’ μέρους, ο μαέστρος Μπέργκαμπ πήρε την… μπακέτα του.
Όλα ξεκίνησαν από ένα πλάγιο του Νάιτζελ Γούιντερμπερν στ’ αριστερά.
Ο Ολλανδός άλλαξε την μπάλα με τους Πατρίκ Βιεϊρά και Πολ Μέρσον.
Αρχικά φάνηκε να χάνει το κοντρόλ, αλλά ανέκτησε τον έλεγχο σαν άρχοντας.
Και κάπου εκεί άρχισε η παράσταση:
Ντρίμπλα-ρουλέτα για να ξεφορτωθεί τον πρώτο αντίπαλο που είχε το θράσος να σκεφτεί ότι θα του αποσπάσει την μπάλα…
Συναίσθηση ότι ο επόμενος αντίπαλος (φοβισμένος για το τι μπορεί να του συμβεί) του άφησε χώρο.
Ήταν τα κλάσματα δευτερολέπτου που χρειαζόταν για να υλοποιήσει τη διεστραμμένη του σκέψη:
Έφερε την μπάλα στο δεξί.
Τη ζύγισε.
Έγειρε το σώμα στο πλάι για να της δώσει την τροχιά που θέλει.
Και αφού μέτρησε την εστία και τη θέση του γκολκίπερ Λιονέλ Πέρες, το μεγάλο φινάλε:
Τσιμπητό, φαλτσαριστό πλασέ που έμοιαζε βγαλμένο από σελίδα κόμικ.
Διαταγή στην μπάλα να πάρει καμπύλη.
Με τον τερματοφύλακα να πέφτει απλά για τη… φωτογραφία και το τόπι να καταλήγει με ατελείωτη γλύκα στο παραθυράκι του.
Dennis Bergkamp left speechless by his own goal ? pic.twitter.com/GdawMXLyv0
— Former Footballers (@FinishedPlayers) March 25, 2024
Ήταν ένα μικρό έργο τέχνης.
Μια έμπνευση με όλα τα στοιχεία που χαρακτήριζαν τις γκολάρες του Μπέργκαμπ:
Κλασάτη πρώτη επαφή.
Χάιδεμα της μπάλας.
Το κλασικό του «τσίμπημα» στο πλασέ.
Η στόχευση στο «Γ».
Και πάνω απ’ όλα ο μαγικός τρόπος που τα έκανε όλα αυτά να μοιάζουν εύκολα…
Ενδεικτικές της παράκρουσης που προκάλεσε το «παστέλι» ήταν οι αντιδράσεις των άλλων παικτών της Άρσεναλ.
Διότι δεν ήταν σπάνιο ακόμα και οι ίδιοι του οι συμπαίκτες (εκτός από τους αντιπάλους και τους φιλάθλους) να… καραφλιάζουν με κάποια έμπνευσή του.
Με αυτό το γκολ ωστόσο έχασε τη μιλιά του και ο ίδιος!
Ο πανηγυρισμός του ήταν σαν να ‘μεινε κι εκείνος άφωνος από τη δημιουργία του.
Ακόμα πιο χαρακτηριστική ωστόσο του θαυμασμού που προκάλεσε αυτό το κομψοτέχνημα ήταν η δήλωση του αντίπαλου τεχνικού, Πίτερ Ριντ:
«Άρχισα να χειροκροτώ κι εγώ ο ίδιος, ώσπου συνειδητοποίησα ότι είμαι ο… προπονητής της Σάντερλαντ»!