Σε μια από τις δηλώσεις που έχουν αφήσει εποχή στο ελληνικό ποδόσφαιρο ο Ηλίας Ατματσίδης είχε αρνηθεί τον τίτλο του «ήρωα».
Παρόλο που είχε πραγματοποιήσει την καλύτερη ίσως εμφάνιση Έλληνα τερματοφύλακα σε ντέρμπι (όταν κατέβασε ρολά στο 0-1 με τον Ολυμπιακό) δεν συμμερίστηκε τις υπερβολές των δημοσιογράφων.
Και κάνοντας επίδειξη σεμνότητας (όσο αντιφατικό κι αν μοιάζει αυτό) είχε απαντήσει:
«Οι ποδοσφαιριστές δεν είναι ήρωες.
Ήρωες είναι ο Παπαφλέσσας, ο Κολοκοτρώνης, αυτοί που πολεμούσαν για την Ελλάδα.
Εμείς δεν πολεμάμε για την Ελλάδα, εμείς παίζουμε ποδόσφαιρο».
Όσο κι αν το αρνείται όμως ο ίδιος, η αλήθεια είναι πως ισχύει.
Για την ΑΕΚ τουλάχιστον ο Ηλίας Ατματσίδης έχει αποδειχθεί πολλές φορές «ήρωας».
Και όχι μόνο με τα… χέρια!
Είναι πάμπολλοι λοιπόν οι λόγοι που ο θρυλικός γκολκίπερ λατρεύεται από τον κόσμο της «Ένωσης».
Όχι μόνο επειδή αποτέλεσε φύλακα-άγγελο της καλύτερης ενδεχομένως ομάδας που είδαν τα ελληνικά γήπεδα.
Επειδή πανηγύρισε μαζί της πρωτάθλημα και Κύπελλα.
Επειδή έκανε εμβληματικές αποκρούσεις, όπως η ανεπανάληπτη διπλή (σε πέναλτι και επαναφορά) απέναντι στον ΟΦΗ.
Ούτε επειδή αποτέλεσε πρωτοπόρο για την εποχή του ως ο πρώτος τερματοφύλακας που άρχισε να παίζει και μακριά από την εστία του…
Αλλά και για τον χαρακτήρα και την αγάπη του για την ΑΕΚ!
Χαρακτηριστικό παράδειγμα το ντροπιαστικό βράδυ του 6-1 από τον Ολυμπιακό.
Τότε που θα μπορούσε εύκολα να αποφύγει την καζούρα (με τα περιβόητα συνθήματα για το ρολόι).
Να ζητήσει να μείνει (όπως κι άλλοι βασικοί) εκτός ενδεκάδας στη ρεβάνς του αλήστου μνήμης ματς Κυπέλλου με τον Ποντίκη.
Ωστόσο δεν κώλωσε.
Και υπερασπίστηκε κανονικά την εστία μιας ομάδας που (τόσο αποδεκατισμένη και με τόσες αλλαγές) πήγαινε ως πρόβατο στη σφαγή.
Πέραν όμως της αυτοθυσίας του, ο Ατματσίδης αγαπήθηκε από τους ΑΕΚτζήδες και για τον τσαμπουκά του.
Το πάθος του, την ηγετική του φυσιογνωμία, την τόλμη να βγαίνει πάντα μπροστά στα δύσκολα.
Κάνοντας, όποτε χρειαζόταν, και πράγματα που δεν… προβλέπονταν από τον ρόλο του:
Όπως το να χτυπάει πέναλτι!
Στον τελικό Κυπέλλου λοιπόν του 1997 η ΑΕΚ υπερασπιζόταν το τρόπαιο που είχε κατακτήσει και την προηγούμενη χρονιά.
Έχοντας μείνει πίσω στο πρωτάθλημα από τον Ολυμπιακό, ήθελε να κλείσει τη σεζόν μ’ έναν τίτλο.
Παρόλο όμως που είχε απέναντί της έναν κακό Παναθηναϊκό (που λίγες μέρες νωρίτερα τον είχε καθαρίσει 3-0 στο πρωτάθλημα και εντέλει έμεινε εκτός Ευρώπης) το 0-0 παρέμεινε για 120 λεπτά.
Και όταν ο τελικός έφτασε στη «ρωσική ρουλέτα» (με τον Βαζέχα να αστοχεί και την ΑΕΚ να μένει ένα πέναλτι μακριά από την κατάκτηση του τροπαίου) ο Ατματσίδης το πήρε πάνω του.
Σε μια εποχή που δεν ήταν συνηθισμένο οι τερματοφύλακες να εκτελούν πέναλτι, έστησε εκείνος την μπάλα στη βούλα:
Για να σουτάρει με… θράσος στη συμβολή των δοκαριών και μέσα, πριν σκαρφαλώσει στα κάγκελα και πανηγυρίσει με τον κόσμο!
Ακόμα μεγαλύτερα «άντερα» όμως ήθελε αυτό που έκανε (με αντίστοιχο τρόπο) δυο χρόνια αργότερα.
Διότι αν το 11ο (τότε) Κύπελλο στην ιστορία της ΑΕΚ ήταν σημαντικό, η έξοδος στο Champions League τη σεζόν 1998-99 ήταν… ζωής ή θανάτου.
Εκτός του πρεστίζ (έπειτα από την απώλεια ενός ακόμα πρωταθλήματος από τον Ολυμπιακό) σήμαινε πολλά και για τα οικονομικά του συλλόγου.
Έπειτα λοιπόν από τη μνημειώδη απόδραση στο «θρίλερ» του Καυταντζογλείου (με το 3-2 επί του Ηρακλή χάρη σε χατ-τρικ του Μαλαδένη) η ΑΕΚ φιλοξενούσε τη SKODA Ξάνθη.
Με διαφορά τριών πόντων από τον Παναθηναϊκό και έχοντας να πάει την τελευταία αγωνιστική στο «Καραϊσκάκη», ήθελε μόνο τη νίκη για να εξασφαλίσει τη δεύτερη θέση.
Αν και αδιάφορη όμως η Ξάνθη, επιβεβαιώθηκε ο κανόνας πως η «Ένωση» πρέπει πάντοτε να… καρδιοχτυπήσει.
Παρόλο που προηγήθηκε με γκολ του Νικολαΐδη πριν το ημίχρονο, ισοφαρίστηκε από τον Μακρή στο 59’.
Ενώ λοιπόν το σύννεφο άγχους είχε αρχίσει ήδη να σχηματίζεται πάνω από το «Νίκος Γκούμας», ο Τόνι Σαβέβσκι έδωσε τη λύση.
Κέρδισε πέναλτι στο 66’ σε μαρκάρισμα του Ζωγραφάκη.
Υπήρχε όμως ένα… μικρό πρόβλημα:
Κανείς δεν φαινόταν διατεθειμένος ν’ αναλάβει την εκτέλεση από την οποία πιθανώς να εξαρτιόνταν εκατομμύρια.
Οπότε «μίλησε» πάλι ο Ατματσίδης!
Διέσχισε όλο το γήπεδο για να φτάσει στην αντίπαλη περιοχή.
Έστησε την μπάλα (που ζύγιζε 100 κιλά) στη βούλα.
Και μ’ ένα θυμωμένο, ξερό σουτ την έστειλε στο κέντρο της εστίας του Τσακωνάκη!
Είχε γίνει (ξανά) ο λυτρωτής για την ΑΕΚ.
Ε και;
Παρά την κρισιμότητα του επιτεύγματος, ενεργούσε και πάλι ως ήρωας που απαρνείται τον τίτλο του.
Επέστρεψε στην εστία του σαν να ‘χει κάνει το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο:
Με βλέμμα ατάραχο, αποθέωση από τις εξέδρες και… ΑΕΚτζήδικα καλτ ιαχές «μπράβο, Λιάκο» από τα μεγάφωνα!