Όταν το καλοκαίρι του 2015 o Γιούργκεν Κλοπ παρουσιάστηκε από τη Λίβερπουλ, αυτοανακηρύχθηκε αξέχαστα ως ο «Normal One», παραφράζοντας στον Ζοσέ Μουρίνιο και τη δική του «πρώτη» στην Τσέλσι. Βεβαίως, μπορεί εκείνη τη μέρα να έμοιαζαν όλα φυσιολογικά, τίποτα όμως… normal δεν συνέβη την ώρα του αποχωρισμού, εννιά χρόνια αργότερα, καθώς το «Άνφιλντ» επεφύλασσε ένα ανεπανάληπτο «αντίο» στον… εκλεκτό του.
Δεν ήταν βεβαίως τέτοιο ούτε το πέρα από κάθε τύπο καλωσόρισμα του διαδόχου από τον ίδιο τον Γερμανό τεχνικό. Σε μια επίδειξη ποδοσφαιρικού πολιτισμού, παιδείας και της κλάσης που τον διέπει, ο Κλοπ έβαλε όλο το «Άνφιλντ» να φωνάζει το όνομα του Άρνε Σλοτ, που ανακοινώθηκε ήδη από τη Λίβερπουλ και αναλαμβάνει τη βαριά κληρονομιά να βαδίσει στη σκιά του.
Οι συγκρίσεις είναι μοιραίες. Όταν η Λίβερπουλ επέλεξε τον Κλοπ για διάδοχο του Μπρένταν Ρότζερς, ο Γερμανός ήταν ένα από τα πιο hot ονόματα στο χώρο. Δύο σερί φορές πρωταθλητής με την Ντόρτμουντ, περιφρονώντας τον «δυνάστη» που λέγεται Μπάγερν και φιναλίστ του Τσάμπιονς Λιγκ το 2013, οπότε και απέκλεισε με «τεσσάρα» τη Ρεάλ του Μουρίνιο, η ομάδα που θα έκανε deal μαζί του γνώριζε ότι ψώνιζε από το πιο πάνω ράφι.
Τώρα όμως; «Who’s the hell is Arne Slot (?)», θα μπορούσαμε να φανταστούμε ότι ακούστηκε από τα χείλη κάποιων εκ των οπαδών της Λίβερπουλ, όταν έγινε γνωστή η συμφωνία μαζί του. Θα αντέξει το βάρος ενός τόσο μεγάλου club κάποιος που έχει προπονήσει μόνο σε έξι αγώνες Τσάμπιονς Λιγκ στην καριέρα του; Αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα για τον ίδιο και ο αστάθμητος παράγοντας για τη Λίβερπουλ. Διότι, κατά τα άλλα η διοίκηση των «Reds» δεν έχει την παραμικρή αμφιβολία ότι είναι ο σωστός διάδοχος. ωστόσο στράφηκε σε αυτόν για πολύ συγκεκριμένους λόγους. Δεν ήταν σε καμία περίπτωση μια λύσης ανάγκης, αλλά μία συνειδητή επιλογή, που βασίζεται στην αγωνιστική φιλοσοφία του Ολλανδού και στην προοπτική συνέχισης του έργου του προκατόχου του.
Βεβαίως, προς αποφυγή παρερμηνειών, το ότι ο Σλοτ έχει ισχνή εμπειρία Τσάμπιονς Λιγκ δεν σημαίνει ότι δεν είναι και ένας πολύ ικανός τεχνικός. Τη σεζόν 2019/20 η δική του Άλκμααρ ήταν στην κορυφή μαζί με τον Άγιαξ, όταν 8 αγωνιστικές πριν από το φινάλε της κανονικής περιόδου το πρωτάθλημα διακόπηκε λόγω των lockdown που προκάλεσε η επιδημία του covid. Ακολούθησε η Φέγενορντ και στην πρώτη σεζόν του εκεί η ομάδα του Ρότερνταμ κατέκτησε την τρίτη θέση στο πρωτάθλημα, φτάνοντας παράλληλα έως τον τελικό του Conference League (ήττα από Ρόμα). Την επόμενη σεζόν ήρθε η εκτόξευση. Με απολογισμό 25-7-2 η Φέγενορντ κατέκτησε εύκολα τον τίτλο, πρώτο από το 2017, ενώ στην Ευρώπη το γκολ του Πάολο Ντιμπάλα στο 89’ του αγώνα – ρεβάνς της Ρώμης τους στέρησε τη συμμετοχή στον τελικό του Europa League.
Φέτος η Φέγενορντ ήταν στο ίδιο επίπεδο με πέρσι, μάλιστα τερμάτισε με δύο βαθμούς παραπάνω, αλλά η Αϊντχόφεν ήταν ακαταμάχητη, χάνοντας μόνο 11 βαθμούς σε όλη τη σεζόν και έχοντας τέρματα 111-21! Κατέκτησε ωστόσο το κύπελλο (αποκλείοντας μεταξύ άλλων την PSV), έμεινε αήττητη από το Δεκέμβρη (22-6-0 το σερί της σε όλες τις διοργανώσεις), διέλυσε με 4-0 και 6-0 τον αιώνιο εχθρό Άγιαξ, αλλά… ξέχασε να πάρει εκδίκηση από τη Ρόμα. Οι «τζαλορόσι» εξελίχθηκαν στον «κρυπτονίτη» της, αφού για τρίτη διαδοχική χρονιά τερμάτισαν το ευρωπαϊκό όνειρό της, αυτή τη φορά στα πλέι-οφ του Conference League, μέσω της διαδικασίας των πέναλτι.
Βεβαίως, η Λίβερπουλ είχε δει προ πολλού ό,τι χρειαζόταν για να καταλήξει στην περίπτωση του. Λάτρης της αξίας των data και της ανάλυσης δεδομένων, ο διευθυντής έρευνας του συλλόγου, Γουίλιαμ Σπίρμαν σκάναραν μία-μία τις επιλογές μαζί με τον διευθυντή ποδοσφαίρου Μάικλ Έντουαρντς. Όλοι οι δρόμοι οδηγούσαν στο… «Ντε Κάιπ» του Ρότερνταμ, καθώς το αγωνιστικό στιλ της Φέγενορντ είναι ό,τι πιο κοντινό υπάρχει σε αυτό της Λίβερπουλ επί Κλοπ.
Η Μάντσεστερ Σίτι και η Άρσεναλ προσπαθούν να ελαχιστοποιούν όσο το δυνατόν περισσότερο το ρίσκο στα παιχνίδια τους. Τι σημαίνει αυτό; Επιδιώκουν να μονοπωλούν την κατοχή της μπάλας και να χρησιμοποιούν περισσότερο παραδοσιακούς αμυντικούς απ’ ότι συνέβαινε πριν από 5 ή 10 χρόνια. Επιπλέον, οι αμυντικοί δεν προωθούνται τόσο συχνά απ’ ότι συνέβαινε στο πρόσφατο παρελθόν. Γενικώς, η προσέγγιση είναι συντηρητική όταν έχουν την μπάλα στα πόδια τους, έστω και αν φαίνεται ότι συμβαίνει το αντίθετο. Θέλουν τον έλεγχο, να έχει ο αντίπαλος όσο το δυνατόν λιγότερο την μπάλα στα πόδια. Αυτό οδηγεί σε μεγάλα ποσοστά κατοχής μπάλας και λίγες εναλλαγές κατοχών.
Με το gegenpressing του Κλοπ συμβαίνει το αντίθετο. Η ιδέα είναι ότι ο καλύτερος τρόπος για την επιτυχία είναι το ρίσκο – να είσαι ΟΚ. με την εναλλαγή κατοχών και με τη δημιουργία κενών χώρων στο γήπεδο, προς αξιοποίηση και για τον αντίπαλο. Αυτό στηρίζεται στην εξής υπόθεση: είμαι καλύτερος ατομικά και τακτικά από τον αντίπαλο και δημιουργώντας ένα χάος στο τερέν οι παίκτες μου θα έχουν πολλές ευκαιρίες να επιτεθούν στον ανοιχτό χώρο. Η έκθεση στο ρίσκο είναι δεδομένη, αφού ανεβάζοντας πολλούς παίκτες ψηλά εντοπίζει και ο αντίπαλος πιο εύκολα αδυναμίες στην άμυνα, αλλά αυτό ακριβώς είναι το ζητούμενο, το εκατέρωθεν run ‘n gun.
Η Φέγενορντ του Σλοτ ήταν αυτής της λογικής. Στα παιχνίδια της Λίβερπουλ υπάρχουν 94 εναλλαγές κατοχών κατά μέσο όρο, σε αυτά της Φέγενορντ 96. Οι αντίπαλοι της Λίβερπουλ ολοκληρώνουν το 77% των μεταβιβάσεων, αυτοί της Φέγενορντ το 74%. Η μέση απόσταση στις πάσες των παικτών της Λίβερπουλ είναι 17,1 μέτρα, ενώ της Φέγενορντ 17,2. Οι ομοιότητες είναι εκεί, κρυφές μα και… εξόφθαλμες σε όποιον ψάξει να τις βρει. Και οι Σπίρμαν, Έντουαρντς αυτό ακριβώς έκαναν. Έψαξαν με τη σχολαστικότητα κάθε εργασιομανούς τεχνοκράτη, θέτοντας ως απόλυτη προτεραιότητα να διατηρηθεί αναλλοίωτος ο χαρακτήρας της ομάδας στην μετά Κλοπ εποχή.
Αν ο Άρνε Σλοτ έχει την προσωπικότητα να το συνδυάσει αυτό και με επιτυχίες, ίσως σε λίγο καιρό η ανάμνηση του Γερμανού να μην προκαλεί – όπως πολλοί ήδη προδικάζουν – μελαγχολία στο «Άνφιλντ».