«Κουλτούρα προπόνησης»: Το μυστικό στη συνταγή επιτυχίας της θαυματουργής Μπόντο Γκλιμτ

Το πρωτοποριακό σύστημα μιας ομάδας - μοντέλο

Το νορβηγικό ποδόσφαιρο σε συλλογικό επίπεδο ήταν για χρόνια ταυτισμένο στις συνειδήσεις μας με τη Ρόζενμποργκ (άντε και μια τζούρα από Μόλντε λόγω του 3-2 επί του Ολυμπιακού το 1999). Πρωταθλήτρια 13 σερί χρόνια η ομάδα του Τροντχάιμ (1992-2004), έφτασε τελικά το 2018 να έχει κατακτήσει τους 20 από τους 27 τελευταίους τίτλους. Η Μόλντε πήρε τρεις σε αυτό το διάστημα και άλλους δύο έκτοτε, αλλά η φάση τώρα είναι «δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα…».

Ο αχυρώνας ανήκει πια στην φοβερή και τρομερή Μπόντο Γκλιμτ, που φέτος πάει καρφί για το 4ο πρωτάθλημα της την τελευταία πενταετία και ενώ μέχρι το 2019 ήταν  μια μικρομεσαία επαρχιακή ομάδα με μόνο δύο κύπελλα στο παλμαρέ της. Μάλιστα από το 2006 έως το 2013 έπαιξε έξι χρόνια στη Β’ κατηγορία, ενώ έπεσε ξανά σε αυτήν το 2016. Επέστρεψε άμεσα στα σαλόνια και το 2018 έδωσε μάχη για την παραμονή στην κατηγορία, τερματίζοντας στο +3 από τον υποβιβασμό.

Αυτή η ομάδα είναι η ίδια που ευθύνεται πια για το απίθανο 6-1 επί της Ρόμα στον όμιλο του Conference League τη σεζόν 2021-22, για το συνολικό 5-1 επί της Σέλτικ στην ακόλουθη φάση των «32» και για το 3-2 επί της Πόρτο την Τετάρτη, στην πρεμιέρα των ομίλων του Europa League. Η Μπόντο Γκλιμτ, με χρηματιστηριακή αξία 8 φορές μικρότερη από τους «Δράκους» (περίπου 43 εκατ. ευρώ έναντι 335 εκατ.), επικράτησε 3-2 παίζοντας για 45 λεπτά με παίκτη λιγότερο και έχοντας 8 Νορβηγούς στη βασική ενδεκάδα, που είχε μέσο όρο ηλικίας λίγο πάνω από 24 χρόνια.

Η ομάδα του νορβηγικού βορρά έχασε τον Μάατα στο 51’ με δεύτερη κίτρινη για θέατρο και το σκορ στο 2-1. Στο 62’ όμως σκόραρε τρίτο γκολ και στο 76’ έχασε τεράστια ευκαιρία για το 4-1! Ακόμα μία αξέχαστη ευρωπαϊκή εμφάνιση από την ομάδα του Κίετιλ Κνούτσεν, η άφιξη του οποίου στο Μπόντο χώρισε την ιστορία του συλλόγου στο πριν και το μετά.

Ήταν το 2017 όταν ανέλαβε assistant coach στο πλευρό του Άασμουντ Μπιόρκαν. Μαζί ανέβασαν την ομάδα στη μεγάλη κατηγορία και μετά τον προβιβασμό ο Μπιόρκαν ανέλαβε αθλητικός διευθυντής και ο Κνούτσεν head coach. Τότε ξεκίνησαν οι αλλαγές στη λειτουργία του συλλόγου που τον οδήγησαν στην αγωνιστική εκτόξευση. Από διεκδικήτρια της παραμονής η Μπόντο μεταμορφώθηκε σε ένα χρόνο σε ανταγωνίστρια για τον τίτλο, τερματίζοντας το 2019 στη δεύτερη θέση. Και από εκεί σε απόλυτη κυρίαρχο, δημιουργώντας νέο ρεκόρ βαθμών (26-3-1 ο απολογισμός) και γκολ (103) στη σεζόν – «φαινόμενο» του 2020. Ούτε η παντοδύναμη στα χρόνια ακμής της Ρόζενμποργκ δεν είχε καταφέρει κάτι αντίστοιχο. Και αυτό δεν συνέβη με τη βοήθεια ενός εύρωστου μπάτζετ – από το 2016 έως το 2020 δαπανήθηκαν μόλις 1,1 εκατ. ευρώ για μεταγραφές (!) – αλλά εξαιτίας ενός καλοσχεδιασμένου πλάνου πνευματικής και σωματικής προετοιμασίας, που είχε ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση αγωνιστικής υπεροχής.

«Το πρώτο πράγμα είναι η κουλτούρα», έχει δηλώσει ο πρώην βοηθός του Κνούτσεν, Μόρτεν Κάλβενες. «Ταξίδεψα πολύ, παρακολούθησα προπονήσεις των Ακαδημιών, προπονήσεις της πρώτης ομάδας σε διαφορετικούς συλλόγους και το πιο σημαντικό πράγμα για μένα όταν ήρθα εδώ ήταν οι σταθερές ιδέες στις οποίες πιστεύεις απόλυτα».

Ο Κάλβεσεν ανέλαβε συνεργάτης του Κνούτσεν τον Ιανουάριο του 2019 (πλέον έχει το ίδιο πόστο στη γιαπωνέζικη Ουράβα Ρεντς) και ανέλαβε να εμφυσήσει στους πάντες αυτό που ο σύλλογος συνόψισε ως «κουλτούρα προπόνησης».

Ήταν η ένταση και η συγκέντρωση των παικτών στις προπονήσεις που βελτίωσε τις ικανότητές τους και εν τέλει την απόδοση τους, ανεβάζοντας το αγωνιστικό ταβάνι της ομάδας. «Ανεβάσαμε τον πήχη της δομής, της πειθαρχίας, της συνέπειας, των πάντων», έχει πει ο Κάλβενες. Στα εσωτερικά προπονητικά διπλά, αμέσως, όταν η μπάλα περνάει την πλάγια ή την τελική γραμμή οι παίκτες έχουν στη διάθεση τους μόνο τέσσερα δευτερόλεπτα για να δώσουν συνέχεια. Ο διαιτητής ξεκινάει την αντίστροφη μέτρηση από το τέσσερα. Δεν υπάρχει περιθώριο για ξεκούραση όταν η μπάλα είναι εκτός παιχνιδιού. Αν η αντίστροφή μέτρηση τελειώσει και η ομάδα που είχε κερδίσει το πλάγιο άουτ ή το κόρνερ δεν κάνει την επαναφορά, η κατοχή πηγαίνει στην αντίπαλο. Οι πάντες είναι σε εγρήγορση για όσο διαρκεί η προπόνηση. Υπάρχουν προκαθορισμένα διαλείμματα και όταν ο χρόνος τρέχει η ένταση είναι στο max.

Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.

Αυτή η «κουλτούρα προπόνησης» είχε ως αποτέλεσμα να βελτιώσει τη φυσική κατάσταση των παικτών. Κάτι που καθρεφτίζεται στο επίπεδο του πρέσινγκ που εφαρμόζει – το χαρακτηριστικό γνώρισμα της ομάδας. Πρεσάρει ψηλά στο γήπεδο και μπορεί να το κάνει καλά για πολύ ώρα. Εκτός από τη διατήρηση των υψηλών επιπέδων της φυσικής τους κατάστασης, ο σκοπός πίσω από αυτό το μοντέλο προπόνησης είναι να εμπεδωθεί τόσο πολύ στη νοοτροπία των παικτών η αξία της προσπάθειας στα όρια ώστε να καταστεί ενστικτώδης.

Οι προπονήσεις υψηλής έντασης μοιάζουν με τις ασταμάτητες ασκήσεις του Μαρσέλο Μπιέλσα στη Λιντς, γνωστές ως «Murderball». Είναι η βάση για το επιθετικό και απαιτητικό είδος άμυνας που εφαρμόζει η Μπόντο. Οι προπονητές έβαλαν στόχο να δημιουργήσουν κάτι συναρπαστικό και η ανταπόκριση υπερέβη τις προσδοκίες – πολλές φορές οι παίκτες των “κίτρινων” λένε ότι ορισμένες προπονήσεις έχουν μεγαλύτερη αξία και είναι πιο διασκεδαστικές από κάποιους αγώνες.

Η σχολαστικότητα και η στοχοπροσήλωση διακρίνουν το σύλλογο και στο ζήτημα της επιλογής παικτών. Τα βασικά κριτήρια είναι δύο: το πρώτο η καταλληλότητά τους στο σύστημα της ομάδας και στην εκπαιδευτική κουλτούρα. Θα βρεθεί ο ρόλος που ταιριάζει στον παίκτη ώστε να ενσωματωθεί πλήρως στο σύστημα και την τακτική και να προσφέρει όσα μπορεί; Και το δεύτερο κριτήριο είναι να διαθέτει ο παίκτης κάποιο ιδιαίτερο προσόν – έναν X factor – που προτού το διαγνώσουν μεγαλύτεροι σύλλογοι θα κληθεί η Μπόντο να αναπτύξει. Κάθε παίκτης που αποκτά η ομάδα έχει ένα τέτοιο στοιχείο. Για παράδειγμα, ο Όλα Σολμπάκεν, που το 2023 μεταγράφηκε στη Ρόμα και πέρσι έπαιξε δανεικός στον Ολυμπιακό, αποκτήθηκε λόγω της μεγάλης ταχύτητάς του, διότι η Μπόντο βασίζει το παιχνίδι της στους γρήγορους εξτρέμ. Ενώ ο αριστερός μπακ Φρέντρικ Μπιόρκαν, που πέρασε από Χέρτα και Φέγενορντ αλλά επέστρεψε στο στάδιο «Aspmyra», έχει ως ιδιαίτερο στοιχείο το ότι είναι πολύ καλός με την μπάλα στα πόδια.

Η μετεωρική άνοδος της Μπόντο Γκλιμτ, που πλέον είναι υπολογίσιμο μέγεθος και στην Ευρώπη, μόνο τυχαία δεν προκλήθηκε. Είναι το απόλυτο παράδειγμα για το πώς χωρίς δαπάνες και φανφάρες – την τελευταία εξαετία τα μεταγραφικά έξοδα είναι λιγότερα από 30 εκατ. ευρώ και τα έσοδα περίπου 75 εκατ. ενώ οι εκτός Σκανδιναβίας παίκτες στο ρόστερ μόλις τέσσερις (!) – μπορεί ένας σύλλογος να αναπτυχθεί χρησιμοποιώντας ένα δικό του μονοπάτι.

Απαιτείται βέβαια έμπνευση, ένα καλομελετημένο σχέδιο και προσήλωση πάνω σε αυτό. Ίσως και ένα σλόγκαν, όπως το «κουλτούρα προπόνησης» της Μπόντο…