Ήταν Δεκέμβριος του 2019, σε έναν αγώνα κυπέλλου με την Παναχαϊκή στο ΟΑΚΑ, όταν εμφανίστηκε ο πιο made by Greece Παναθηναϊκός επί ημερών νόμου Μποσμάν. Από τους 14 που αγωνίστηκαν εκείνο το απόγευμα οι 11 ήταν Έλληνες, εννιά εκ των οποίων στη βασική ενδεκάδα. Τρεις παίκτες από την Ακαδημία του συλλόγου είχαν κάνει ντεμπούτο. Ο Γιώργος Βαγιαννίδης ως αλλαγή, ο Δημήτρης Σερπέζης ως αμυντικός χαφ και ο Βασίλης Ζαγαρίτης στο αριστερό άκρο της άμυνας.
O Ζαγαρίτης ήταν τότε 18 ετών και τέσσερις μήνες αργότερα θα έκανε ντεμπούτο και στο πρωτάθλημα, απέναντι στο Βόλο. Χρησιμοποιήθηκε και σε έξι ματς των πλέι-οφ, βασικός στα τέσσερα τελευταία με ΠΑΟΚ, ΑΕΚ, Άρη και ΟΦΗ. Από τους τρεις που πήραν το βάπτισμα του πυρός σε εκείνο το ματς κυπέλλου, ήταν αυτός που έκανε το step up την επόμενη σεζόν υπό τις οδηγίες του Λάζλο Μπόλονι.
Ο Ρουμάνος τεχνικός τον καθιέρωσε στην πρώτη ομάδα και όλοι έκαναν λόγο για έναν κοντρολαρισμένο, τεχνικά και τακτικά επαρκή, ακραίο αμυντικό με μεγάλα περιθώρια εξέλιξης. Το ελληνικό ποδόσφαιρο (και όχι μόνο) δεν βρίθει κιόλας από αριστερά πόδια – αλφάδια, όπως φάνηκε να διαθέτει ο μικρός. Από τον Οκτώβριο μέχρι τον Ιανουάριο ο Ζαγαρίτης είχε πάρει σπίτι του τη φανέλα του βασικού, παίζοντας σε 11 ματς πρωταθλήματος στην αρχική σύνθεση και μόνο σε ένα ως αλλαγή.
Ωστόσο το αδιέξοδο στις διαπραγματεύσεις για την ανανέωση του συμβολαίου του ήρθε να βάλει πρόωρους τίτλους τέλους στη συνεργασία των δύο πλευρών. Είχε προκύψει χάσμα στο οικονομικό.
Ο Παναθηναϊκός έδινε για τρία χρόνια κάτι παραπάνω από 200.000 ευρώ, περίπου όσα χρήματα ζητούσε ο μάνατζερ του παίκτη για ένα έτος. Ο Ζαγαρίτης έπαιζε στην πρώτη ομάδα, αλλά είχε ξεμείνει με το πρώτο συμβόλαιό του, ύψους μόλις 10.000 ευρώ ετησίως! Η διοίκηση των «πράσινων» θεώρησε υπερβολή τον εικοσαπλασιασμό στις απολαβές και αίφνης ο Ζαγαρίτης τέθηκε σε «πάγο». Βρέθηκε από την πρώτη ομάδα να προπονείται μόνος του και χωρίς καμία προοπτική να παίξει ξανά έως το καλοκαίρι, που τελείωσε το συμβόλαιο του.
Έτσι λοιπόν, η πρόταση της Πάρμα τον Ιανουάριο του 2021 ήρθε κουτί για όλες τις πλευρές. Ο Παναθηναϊκός πήρε 380.000 ευρώ για την αποδέσμευση του και ο παίκτης τα χρήματα που θεωρούσε ότι αξίζει και μάλιστα σε μια ομάδα της Serie A. Βεβαίως ο δρόμος στην Ιταλία μόνο στρωμένος με ροδοπέταλα δεν ήταν. Ο Ζαγαρίτης συνάντησε πολύ σκληρό ανταγωνισμό για τη θέση του, παίζοντας μόλις πέντε φορές ως αλλαγή και συνολικά 60 λεπτά στο δεύτερο μισό της σεζόν 2020/21.
Η Πάρμα υποβιβάστηκε, αλλά και τα κακοτράχαλα λημέρια της Serie B δεν είναι πιο φιλόξενα. Ίσως όμως στο τέλος της μέρας να άξιζε τον κόπο μόνο και μόνο γιατί γνώρισε και έπαιξε μαζί με έναν ζωντανό – τότε – θρύλο του παγκόσμιου ποδοσφαίρου. «Είχα συνηθίσει, να βλέπω τον Μπουφόν μόνο στο PlayStation, και ξαφνικά είμασταν συμπαίκτες!», είχε πει χαρακτηριστικά όταν το καλοκαίρι του 2021 ο Μπουφόν μεταγράφηκε στην Πάρμα.
Εν τέλει ο Έλληνας αμυντικός δεν καθιερώθηκε ποτέ στο σύλλογο από την Εμιλιάνα-Ρομάνα. Έπαιξε άλλες τρεις σεζόν, κάνοντας συνολικά μόλις 28 συμμετοχές, τη μεγάλη πλειονότητα αυτών ως εφεδρικός. Το καλοκαίρι που μας πέρασε άλλαξε τελείως περιβάλλον, πηγαίνοντας ως ελεύθερος στην ολλανδική Αλμέρε. Παρουσιάστηκε μάλιστα από το σύλλογο… σπάζοντας πιάτα σε μια ελληνική ταβέρνα. Έχει παίξει βασικός και στα οχτώ ματς της πρώτης κατηγορίας του ολλανδικού πρωταθλήματος, με την Αλμέρε να είναι πάντως προτελευταία έχοντας τέρματα 2-19.
«Σαν να γύρισε η σελίδα στην Ολλανδία, έγινα βασικός, απέκτησα μια άλλη αυτοπεποίθηση, μια άλλη σιγουριά. Αισθάνθηκα πιο σημαντικός, άλλωστε αυτός ήταν και ο σκοπός της μεταγραφής μου», είπε πρόσφατα σε συνέντευξή του. Στα 23 του ο τέσσερις φορές διεθνής με τη Νέων και 11 με την Ελπίδων μόνο ξοφλημένος δεν (αισθάνεται ότι) είναι. Μάλλον εμπνέεται πια από παραδείγματα τύπου Κώστα Τσιμίκα και Λάζαρου Ρότα – αμφότεροι έκαναν “αγροτικό” σε μικρότερες ομάδες στο εξωτερικό προτού έρθει η εκτόξευση για τον πρώτο και η καθιέρωση για τον δεύτερο – έχοντας κάνει τατουάζ στο κορμί του τη φράση «πίστη».