Αν θυμάσαι αυτόν τον σπάνιο κανονισμό στο ποδόσφαιρο, τότε είσαι έτοιμος για κρίση μέσης ηλικίας

Μια «επανάσταση»… απελευθέρωσης από τη βαρεμάρα!

Ο ρόλος του τερματοφύλακα στο σύγχρονο ποδόσφαιρο έχει αναβαθμιστεί. Το νούμερο «1» δεν αρκεί πλέον να αποτρέπει τα γκολ, αλλά πρέπει και να συνεισφέρει στο να επιτευχθούν. Οι γκολκίπερ διαθέτουν τεχνική, μπορούν να παίξουν μακριά από το τέρμα, συμμετέχουν σχεδόν ισότιμα στο περιβόητο build up. Δεν ήταν όμως πάντοτε έτσι. Και για να φτάσουμε εδώ χρειάστηκε ίσως η πιο πετυχημένη αλλαγή κανονισμού που έγινε ποτέ στο άθλημα: O «back-pass rule»!

Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 ο τύπος κάτω από τα δοκάρια όχι μόνο δεν βοηθούσε στην εξέλιξη του παιχνιδιού, αλλά την καθυστερούσε κιόλας. Όχι επειδή το ήθελε, αλλά επειδή… μπορούσε: Είχε το δικαίωμα όποτε και αν του γυρνούσαν την μπάλα να την πιάσει με τα χέρια. Να την μπλοκάρει. Να την ξαναδώσει σε συμπαίκτη. Να του την ξαναγυρίσουν και να την ξαναμπλοκάρει! Ένας φαύλος κύκλος που (ειδικά σε περιπτώσεις όπου βόλευε το αποτέλεσμα) απογείωνε τη σκοπιμότητα. Και παράλληλα έκανε βαρετό και εκνευριστικό το παιχνίδι.

Το Μουντιάλ του 1990 λοιπόν λειτούργησε ως «καμπανάκι». Το γεγονός ότι σημειώθηκαν μόλις 2,21 γκολ ανά παιχνίδι (ο χαμηλότερος μέσος όρος σκοραρίσματος στην ιστορία των Παγκοσμίων Κυπέλλων) σκόρπισε προβληματισμό. Και φαινόμενα όπως αυτό του τερματοφύλακα της Ιρλανδίας, Πάντι Μπόνερ, να κρατάει την μπάλα στα χέρια του σε σύνολο έξι αγωνιστικών λεπτών «φώναζαν» ότι είναι αναγκαία η αλλαγή ειδικά σε αυτό το κομμάτι.

Εξάλλου ο Σεπ Μπλάτερ (ως γενικός γραμματέας της FIFA τότε) προωθούσε ήδη τροποποιήσεις. Μπορεί να υπήρξε τουλάχιστον αμφιλεγόμενη προσωπικότητα όσον αφορά στο πώς ενήργησε ως πρόεδρος, αλλά δρομολόγησε σημαντικές τροποποιήσεις στους κανονισμούς. Για παράδειγμα, το τάκλιν από πίσω: Επικαλούμενος τον Μάρκο Φαν Μπάστεν (ο οποίος είχε ταλαιπωρηθεί από πολλούς τραυματισμούς στον αχίλλειο εξαιτίας τέτοιων μαρκαρισμάτων) πρωτοστάτησε στην «ποινικοποίηση» του.

Πέρα απ’ αυτό όμως, τον ενοχλούσαν (όπως και όλους τους φιλάθλους) οι καθυστερήσεις. Στο καταλληλότερο timing λοιπόν ήρθε ένα… γράμμα που αποδείχθηκε κομβικό. Από τον Ντανιέλ Ζαντουπό: Ως πρώην διεθνής ποδοσφαιριστής και τότε επικεφαλής της γαλλικής Καέν, ο Ελβετός είχε… απηυδήσει με το ενοχλητικό θέαμα των τερματοφυλάκων να μπλοκάρουν συνεχώς την μπάλα (και μαζί την εξέλιξη του παιχνιδιού).

Σε συνεννόηση λοιπόν με τον στενό του φίλο και μέλος της τεχνικής επιτροπής της FIFA, Βάλτερ Γκαγκ εξέφρασε τους προβληματισμούς του απευθείας στην ομοσπονδία: Με επιστολή του στις 14 Δεκεμβρίου 1990, επικαλέστηκε έναν πάροχο στατιστικών της εποχής με την επωνυμία «Top Score». Και παρουσιάζοντας σοκαριστικά αποτελέσματα για το πόσο χρόνο κρατούσαν οι γκολκίπερ την μπάλα στα χέρια, πρότεινε λύσεις για την αντιμετώπιση της… μάστιγας.

Ενδεικτικό είναι ότι αναφέρθηκε στην ίδια του την ομάδα, γράφοντας χαρακτηριστικά: «Ο δικός μας τερματοφύλακας είναι ένας πρωταθλητής των καθυστερήσεων. Στην πρεμιέρα του πρωταθλήματος με τη Ναντ κράτησε την μπάλα για 403 δευτερόλεπτα, έχοντας μόνος του το 42% του χρόνου κατοχής της ομάδας».

Γι’ αυτόν τον λόγο λοιπόν παρουσίασε ως επιβεβλημένη μια τροποποίηση του κανονισμού. Πρότεινε, δε, κι άλλες μεθόδους για περιορισμό των καθυστερήσεων που θεσπίστηκαν μετέπειτα, όπως το να υπάρχουν μπάλες περιμετρικά του γηπέδου ή να περιοριστεί ο χρόνος που μπορεί να κρατήσει την μπάλα ο τερματοφύλακας στα χέρια.

Η συγκεκριμένη επιστολή έφτασε στα χέρια του Μπλάτερ πριν από συνεδρίαση της «Task Force 2000»: Μιας επιτροπής με πρόεδρο τον πρώην επικεφαλής της UEFA, Λέναρντ Γιόχανσον και μέλη σπουδαίες ποδοσφαιρικές προσωπικότητες, όπως οι Γιόχαν Κρόιφ, Μισέλ Πλατινί, Μπόμπι Τσάρλτον και Κάρλος Αλμπέρτο Παρέιρα. Ήταν που ήταν λοιπόν υπέρμαχος του περιορισμού των καθυστερήσεων, έγινε ακόμα πιο παραστατικός για να δείξει πόσο αναγκαία ήταν η αλλαγή του κανονισμού:

Σηκώθηκε κατά τη διάρκεια του μίτινγκ, υποδύθηκε τον… τερματοφύλακα, και κάνοντας ότι πιάνει και αφήνει συνεχώς την μπάλα, δικαιολόγησε τα στατιστικά που παρουσίασε για το πόσο χαλούσε το παιχνίδι: «Πρέπει να κάνουμε κάτι για να περιορίσουμε τη σπατάλη χρόνου», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Κάπως έτσι, αποφασίστηκε να γίνει μια δοκιμή στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα U-17 του 1991 στην Ιταλία. Και αφότου πέρασε από την IFAB (International Football Association Board) θεσπίστηκε επίσημα το 1992 ο κανονισμός που ισχύει μέχρι σήμερα:

O τερματοφύλακας δεν μπορούσε πλέον να πιάσει την μπάλα αφότου του είχε δοθεί σκόπιμα από συμπαίκτη ή έπειτα από εκτέλεση πλαγίου άουτ. Τoυ επιτρεπόταν, μονάχα αν του τη γυρίσει ο συμπαίκτης με οποιοδήποτε άλλο μέρος του σώματος εκτός από τα πόδια. Σε διαφορετική περίπτωση καταλογιζόταν έμμεσο φάουλ υπέρ της αντίπαλης ομάδας.

Στην αρχή λοιπόν οι γκολκίπερ μπερδεύονταν. Είτε έπιαναν ασυναίσθητα (και από συνήθεια) την μπάλα, είτε θόλωναν και υπέπιπταν σε γκάφες. Ήταν τέτοια η πιθανότητα λάθους, που οι προπονητές προετοίμαζαν τις ομάδες τους και για εκτελέσεις εμμέσων. Αυξήθηκαν, δε, τα πλάγια άουτ, αφού οι τερματοφύλακες (προκειμένου να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο και να ξεφορτωθούν την ευθύνη) πέταγαν το τόπι στην εξέδρα.

Σταδιακά όμως αφομοίωσαν την τροποποίηση του κανονισμού. Μετά τον χρόνο που πάντοτε χρειάζεται σε μια δραστική αλλαγή, άρχισαν να συμφιλιώνονται μαζί της. Με το άθλημα λοιπόν να ωφελείται (αφού έγινε πιο γρήγορο και ενδιαφέρον) αναγκάστηκαν και οι ίδιοι να γίνουν καλύτεροι με τα πόδια. Σε τέτοιο βαθμό που σήμερα η θέση τους να μη θεωρείται μονάχα σαν του τελευταίου αμυντικού, αλλά και σαν του πρώτου επιτιθέμενου