Δεν είναι σπάνιο ένας παίκτης να μην έχει την εξέλιξη που αναμενόταν. Είναι αμέτρητα (και παγκοσμίως) τα παραδείγματα «διαδόχων» που πέρασαν κάτω από τον πήχη των προσδοκιών: Για πόσους αντι-Μαραντόνα, αντί-Μέσι και αντι-Κριστιάνο Ρονάλντο δεν έχουμε διαβάσει κατά καιρούς. Και πόσες περιπτώσεις «what if» (που λένε και στα χωριά μας) δεν έχουμε συναντήσει και στα δικά μας τα μέρη: Όπως ο αξέχαστος Χάρης Παππάς…
Στη συζήτηση για ποδοσφαιριστές που είχαν προσόντα -αλλά όχι και την καριέρα που φαινόταν αρχικά– το όνομα του «σφαιράτου» βραχύσωμου εξτρέμ είναι από τα πρώτα που έρχονται στο μυαλό. Όχι μόνο επειδή έμοιαζε πυραυλοκίνητος και έγινε «μήλο της έριδος» για τους μεγάλους. Αλλά κι επειδή παρουσιάστηκε (όπως συχνά συνέβαινε στον υπερβολικό Τύπο της εποχής) ως ο παιχταράς που θα σάρωνε δίπλα στον Ριβάλντο.
Έχοντας ξεκινήσει από τον Πανσερραϊκό και κάνοντας το «μπαμ» στον Απόλλωνα Καλαμαριάς, ο Παππάς δεν φαινόταν καθόλου ότι ως τα 18 του δεν είχε ασχοληθεί καθόλου με το ποδόσφαιρο! Αντιθέτως, φαινόταν και… παρα-φαινόταν ότι υπήρξε αθλητής του στίβου (με έκτη θέση μάλιστα σε σκυταλοδρομία Παγκόσμιου Πρωταθλήματος): Έκανε τα 100 μέτρα σε χρόνους κάτω από 10.80. Και με όπλο αυτή την απίστευτη ταχύτητα, έμοιαζε άπιαστος από αντίπαλους μπακ και στόπερ.
Κάπως έτσι εξελίχθηκε σε ατραξιόν της Σούπερ Λίγκας. Με τη φανέλα των Πόντιων έγραψε 104 συμμετοχές και 25 γκολ (εκ των οποίων κάποια εντυπωσιακά). Αν και μπήκε επίσης λοιπόν στο μάτι Παναθηναϊκού και ΑΕΚ, αποκτήθηκε από τον Ολυμπιακό. Και ως επιλογή του Ντούσαν Μπάγεβιτς, ανακοινώθηκε μια μέρα αφότου εκείνος… αντικαταστάθηκε στον πάγκο των «ερυθρόλευκων» από τον Τροντ Σόλιντ.
Αφότου έμεινε όμως έναν ακόμη χρόνο ως δανεικός στη Θεσσαλονίκη, όταν επέστρεψε βρήκε ένα βουνό μπροστά του. Στις θέσεις που αγωνιζόταν υπήρχαν παίκτες όπως οι Ριβάλντο, Τζόρτζεβιτς, Καστίγιο και Οκκάς. Έγινε εμφανής, δε, σε αυτό το επίπεδο η έλλειψη τακτικού υπόβαθρου και η αδυναμία προσαρμογής σε υψηλότερες απαιτήσεις: Όπως συχνά επιβεβαιώνεται από παίκτες που μετακινούνται από μια μικρή ομάδα σε μια μεγαλύτερη, επιβεβαιώθηκε και στην δική του περίπτωση ότι «άλλο Καλαμαριά, άλλο Ολυμπιακός».
Δεδομένων όλων αυτών δεν είναι περίεργο που έκανε μόλις 20 συμμετοχές (οι μισές ως αλλαγή) και πρόλαβε να σημειώσει 5 γκολ. Ούτε πώς το καλοκαίρι του 2007 έφυγε ως ελεύθερος (αφού πρώτα είχε αρνηθεί να δοθεί δανεικός). Το αξιοσημείωτο είναι ότι βρέθηκε κι άλλη μεγάλη ομάδα να του δώσει μια δεύτερη ευκαιρία: Το ίδιο καλοκαίρι λοιπόν που ο Ριβάλντο πήγαινε στην ΑΕΚ τα κιτρινόμαυρα φορούσε και ο (ιδιαίτερα αγαπητός παρεμπιπτόντως στον Βραζιλιάνο) Παππάς.
Ούτε εκεί όμως θα εξελισσόταν σε παίκτη που θα έκανε διαφορά: Έχοντας ξανά ποιοτικούς παίκτες μπροστά του (όπως οι Σέζαρ, Μαντούκα) βρήκε ελάχιστο χρόνο συμμετοχής. Και αφού περιορίστηκε σε 13 μόλις συμμετοχές, είχε να θυμάται και με μελαγχολία το ένα από τα δυο μόλις γκολ που πέτυχε. Αποκαλύπτοντας χαρακτηριστικά σε συνέντευξή του στο gazzetta για εκείνο το 1-1 με την Έλφσμποργκ στη Δανία:
«Πριν μπω σε εκείνο το παιχνίδι ο Φερέρ μου είχε πει κάποια πράγματα που δεν λέγονται σε ποδοσφαιριστή που θέλεις να σε βοηθήσει. Γι’ αυτό και είχα ξεσπάσει στο γκολ. Είχε πει πράγματα που δεν λέγονται, απλά. Χάναμε 1-0 και αποφάσισε να με βάλει. Με ειρωνεύτηκε τη στιγμή που με έβαζε. Μου είπε ότι αν δεν πάω καλά, δεν πρόκειται να ξαναπαίξω ούτε δευτερόλεπτο μαζί του. Αυτό δεν λέγεται σε έναν ποδοσφαιριστή που θέλεις να σε βοηθήσει».
Ακόμα πιο ενδεικτικό όμως της ιδιοσυγκρασίας που δεν τον βοήθησε να εξελιχθεί ως ποδοσφαιριστής (της έλλειψης τσαμπουκά, όπως ομολογούσε ο ίδιος) είναι ένα άλλο απόσπασμα εκείνης της συνέντευξης. Εκεί όπου αναφέρθηκε στη μοναδική αποβολή της καριέρας του (όταν πια είχε μετακινηθεί ως επιλογή του Έβαλντ Λίνεν στη Μόναχο 1860). Και μ’ έναν συνδυασμό χιούμορ και αυτοκριτικής, εξήγησε:
«Μια φορά έπαιξα με πάθος και δέχτηκα κόκκινη κάρτα»!