Είναι τόσο κοντά οι αναμετρήσεις των προκριματικών του EuroBasket 2025 με εκείνες της EuroLeague. Οι συγκρίσεις δεν γίνεται να αποφευχθούν. Το ένα βράδυ παίζει ο Παναθηναϊκός, το άλλο ο Ολυμπιακός, το τρίτο η Εθνική Ελλάδας και πάει λέγοντας. Μία διαδικασία που υποβαθμίζει τα αντιπροσωπευτικά συγκροτήματα.
Αρκετοί παίκτες top επιπέδου δεν παίρνουν μέρος στα «παράθυρα», με αποτέλεσμα, επί παραδείγματι η Γερμανία να βρίσκεται κοντά στον αποκλεισμό. Η πρωταθλήτρια κόσμου, σε περίπτωση που δεν το θυμάστε. Επίσης, καταγράφονται παράδοξα όπως η παραγωγικότητα του Τόκο Σενγκέλια, ο οποίος σε διάστημα τεσσάρων ημερών έβαλε 72 πόντους (23 στο Βίρτους-Φενέρμπαχτσε, 24 στο Φινλανδία-Γεωργία, 25 στο Γεωργία-Φινλανδία). Σε τέσσερις ημέρες έπαιξε 33:20, 34:23 και 35:07 ένας άνθρωπος 33 ετών και 206 εκατοστών.
Άλλη ιστορία αυτά. Ή μήπως όχι; Μήπως ο σκοπός αγιάζει τα μέσα; Πώς, όμως, συνδυάζονται τα παραπάνω με το μπάσκετ που αλλάζει και που η Εθνική Ελλάδας καλείται να ακολουθήσει;
Το εφετινό παράδειγμα της Παρί είναι το πλέον ενδεικτικό. Ρυθμός, τρέξιμο, σουτ ακόμη και σε μη ευνοϊκές συνθήκες. Σύγχρονος προπονητής θεωρείται εκείνος που δεν βάζει… χαλινάρι στους παίκτες του. Αυτή είναι η βάση. Οι αγωνιζόμενοι προσφέρουν το θέαμα. Από εκεί και πέρα, οι δύο πλευρές καλούνται να βρουν το σωστό timing, εν ώρα αγώνα, για το εκάστοτε play.
Ο Παναθηναϊκός, ο Ολυμπιακός, η Μπάγερν ανήκουν σε εκείνους που είτε πιάνουν είτε προσεγγίζουν το νόημα. Οι πρωταθλητές Ευρώπης, ειδικά, διαθέτουν μία αξιοζήλευτη τετράδα «κοντών» που στη μέρα τους δεν έχουν αντίπαλο. Πέρυσι, οι Κώστας Σλούκας, Κέντρικ Ναν και Τζέριαν Γκραντ έκαναν τη διαφορά. Με έναν ψηλό. Τον Ματίας Λεσόρ.
Πολλοί ειδικοί λένε ή γράφουν ότι οι δύο «αιώνιοι» έχουν τα κορυφαία ρόστερ της EuroLeague. Ποιος μπορεί να τους το αντικρούσει αυτό με επιχειρήματα; Ας πούμε, για την οικονομία της κουβέντας, ότι απλά αποτελούν θιασώτες του σύγχρονου μπάσκετ.
Δυστυχώς δεν γίνεται να ειπωθεί το ίδιο για την Εθνική και το πιο «σκεπτόμενο» στυλ παιχνιδιού. Όσες «ελληνοποιήσεις» κι αν γίνουν, η νοοτροπία θα πρέπει να αλλάξει. Από τα νεότερα ηλικιακά στρώματα. Πόσους «χεράδες» έχει η ομάδα του Βασίλη Σπανούλη; Τον Βασίλη Τολιόπουλο στην καλή του μέρα, άντε και τον Νίκο Ρογκαβόπουλο.
Όταν είχε έρθει ο μέγας Ρικ Πιτίνο στην Ελλάδα για να αναλάβει τον Παναθηναϊκό, είχε πιάσει τον Γιώργο Παπαγιάννη και τον Ιωάννη Παπαπέτρου. “Fundamentals”, τους έλεγε. Τον κοιτούσαν καλά-καλά. Αυτά μίστερ δεν γίνονται εύκολα μετά από κάποια ηλικία. Ή δεν γίνονται καθόλου.
Το πρόβλημα είναι ότι οι περισσότεροι προπονητές, ορμώμενοι φυσικά και από τα «θέλω» παραγόντων/οπαδών, δεν έχουν ως προτεραιότητα το θέαμα, αλλά τη νίκη. Εστιάζουν στην τακτική, βάζουν «κόφτη» στα σουτ και οι παίκτες δεν χαίρονται το παιχνίδι.
Η ρίζα, φυσικά, προέρχεται από τις μικρές ηλικίες. Παλιά οι πιτσιρικάδες έβγαιναν στις αλάνες και δούλευαν τα ατομικά χαρακτηριστικά τους. Τώρα, με τόσο βεβαρημένο πρόγραμμα, η πλειοψηφία των παιδιών δεν προλαβαίνει να ασχοληθεί περαιτέρω. Σχολείο, φροντιστήριο, ξένες γλώσσες, άλλες δραστηριότητες… Κάποια στιγμή «μπουκώνουν» και είτε κάνουν μόνο τα βασικά είτε παρατούν τελείως το σπορ.
Με τούτα και με ‘κείνα, οι Έλληνες φτάνουν σε επαγγελματικό επίπεδο, χωρίς να έχουν δουλέψει όσο θα έπρεπε το σουτ, την ντρίμπλα και την πάσα. Τακτική, συστήματα, τακτική, συστήματα… Σαν την ποδοσφαιρική Μπαρτσελόνα του Πεπ Γκουαρδιόλα με το περίφημο tiki-taka ένα πράμα. Οι έφηβοι θα πρέπει να πατούν παρκέ για τη χαρά του παιχνιδιού. Και σιγά-σιγά να εντάσσονται όλα τα υπόλοιπα στη φιλοσοφία τους.
Δεν ανακαλύφθηκε η Αμερική. Το μπάσκετ είναι ένα άθλημα. Πρώτα-πρώτα πρέπει οι συμμετέχοντες να το απολαμβάνουν. Οι σκοπιμότητες να εντάσσονται, αφότου έχουν μπει οι βάσεις. Με αυτόν τον τρόπο θα αναδειχθούν τα fundamentals, που έλεγε κι ο Πιτίνο.
Όταν γίνουν τα παραπάνω, η Εθνική θα έχει αυξήσει τις πιθανότητες να αποκτήσει στο μέλλον καλούς σουτέρ, άρα και σκόρερ. Τότε, μάλιστα, να γίνει συζήτηση για διακρίσεις και τίτλους. Κι όχι μόνο για τη συμμετοχή ή όχι του Γιάννη Αντετοκούνμπο εν όψει των μεγάλων διοργανώσεων.