Στη σημερινή εποχή είναι αδύνατο να πουλήσεις μεταγραφικό παραμύθι. Είναι τόσο μεγάλη η πρόσβαση στην πληροφορία και τόσο εύκολο να μάθεις ή να δεις από μόνος σου έναν παίκτη που δύσκολα πιάνεσαι κορόιδο. Πριν την έκρηξη του ίντερνετ όμως (τότε που βασική πηγή ενημέρωσης ήταν οι εφημερίδες) το… παπατζιλίκι πήγαινε σύννεφο.
Παλικάρια που δεν μπορούσαν να κοντρολάρουν ούτε μπάλα της NIVEA παρουσιάστηκαν ως «μάγοι». Επιθετικοί που σκόραραν με συχνότητα επισκέψεων δυσκοίλιου στην τουαλέτα πλασαρίστηκαν ως «φονιάδες». Αντλώντας έμπνευση από το ζωικό βασίλειο, οι τίτλοι μιλούσαν για «τσακάλια», «ελάφια», «σκύλους» και «αίλουρους». Μέχρι και CD με γκολάρες κυκλοφορούσαν (όπως της αλησμόνητης «κόμπρας» Φέλιξ Μπόρχα) που κατέληξαν εντέλει… σουβέρ.
Στην πλούσια… ντουλάπα λοιπόν του ελληνικού ποδοσφαίρου φιγουράρουν άπειροι παίκτες που χαρακτηρίστηκαν «παλτά». Που ήρθαν με θόρυβο, φανφάρες και προσδοκίες, αλλά έφυγαν… νύχτα και χωρίς να έχουν ακουμπήσει. Που το όνομά τους θα έμενε (υποτίθεται) στην ιστορία, αλλά κατέληξε ν’ αποτελεί λύση σε κουίζ για μυημένους ή υπερβολικά μερακλήδες ποδοσφαιρόφιλους: Όπως αυτό του Άντριου Βλάχου!
Παρά το κάζο με τον επίσης αλησμόνητο Τζέισον Πόλακ, ο Παναθηναϊκός απευθύνθηκε ξανά στις αρχές της δεκαετίας του ’90 στην αγορά της Αυστραλίας. Δικαιώθηκε με τις επιλογές του «κανγκουρό» Κρις Καλαντζή (που έπαιξε έπειτα και στον Ολυμπιακό) και του χρήσιμου Λούη Χριστοδούλου. Ο επόμενος ομογενής ωστόσο που θα ερχόταν για λογαριασμό του δεν δικαίωσε ακριβώς τον ντόρο που έγινε γύρω από το όνομά του.
Όταν έφτασε το 1998 από τη Μελβούρνη ο νεαρός επιθετικός έγινε ο τέταρτος Βλάχος που θα φορούσε τη φανέλα με το «τριφύλλι» (μετά τους Χρύσανθο, Γιώργο και Βαγγέλη). Ότι θα τη φορούσε ωστόσο αποδείχθηκε σχήμα λόγου. Διότι δεν πρόλαβε καν να την ιδρώσει! Τι κι αν οι συστάσεις που τον συνόδευαν λοιπόν, ήταν εξαιρετικές; Τι κι αν εφημερίδα που απευθυνόταν στους φίλους του Παναθηναϊκού τον παρουσίασε ως «κράμα Γ.Χ. Γεωργιάδη-Ντέμη Νικολαΐδη»; Τελικά το κράμα αποδείχθηκε… κλάμα!
Ο Άντριου αγωνίστηκε μόλις σε δυο ματς: Στις 3 Μαρτίου 1999 μπήκε αλλαγή στο 89’ ενός αγώνα με τον Πανιώνιο στη Νέα Σμύρνη, αντικαθιστώντας τον Γιώργο Καραγκούνη (κι ενώ η νίκη 2-0 είχε εξασφαλιστεί με γκολ των Βαζέχα και Λαγωνικάκη). Και την τελευταία αγωνιστική (όταν ο Παναθηναϊκός νίκησε 1-0 τη Βέροια με σκόρερ τον Λυμπερόπουλο) αντικατέστησε τον Κώστα Κιάσσο στο 58’.
Με λιγότερη λοιπόν από μισή ώρα αγώνα στο βιογραφικό του (συγκεκριμένα 26 λεπτά) μετακόμισε ως δανεικός την επόμενη σεζόν στον Άγιο Νικόλαο. Έπαιξε σε 8 αγώνες (βρίσκοντας μάλιστα δίχτυα σε ματς με την Αναγέννηση Καρδίτσας). Και τον Γενάρη του 2000 αποδεσμεύτηκε για να επιστρέψει στην Αυστραλία. Παρόλα αυτά η συνέχεια της καριέρας του υπήρξε αξιοπρεπής.
Έπαιξε μια σεζόν στην Ελλάς Μελβούρνης (την πιο ιστορική ομάδα της ελληνικής ομογένειας), φτάνοντας στον τελικό του εθνικού πρωταθλήματος της Αυστραλίας. Και αφότου πέρασε για μια διετία από τη Νέα Ζηλανδία, τόλμησε ξανά την επιστροφή στην Ευρώπη: Γράφοντας δυο γεμάτες σεζόν στη Σερκλ Μπριζ, με 54 συμμετοχές, 6 γκολ και 5 ασίστ. Όχι ακριβώς αριθμοί για… κράμα Γ.Χ. Γεωργιάδη-Ντέμη Νικολαΐδη, αλλά αν μη τι άλλο απόδειξη πως ο Άντριου ήταν τίμιος.
Άλλωστε κατέγραψε συνολικά 300 αγώνες πρωταθλήματος. Υπήρξε τόσο καψούρης με την μπάλα που από το 2008 συνέχισε την καριέρα του ως παίκτης-προπονητής στη Χιουμ Σίτι (Hume City FC). Μπορεί λοιπόν κάποιοι κακεντρεχείς να ισχυριστούν ότι στο ψάρεμα και στο γκολφ (που έχει δηλώσει ως χόμπι του) τα κατάφερνε καλύτερα απ’ όσο στη μπάλα.
Για τον τίτλο όμως του μεγαλύτερου «παλτού» που έφερε ποτέ ο Παναθηναϊκός από την Αυστραλία θ’ αποκτούσε μετέπειτα έναν ισχυρότατο ανταγωνιστή: Τον Μπρούνο Φορναρόλι! Αυτή όμως είναι μια άλλη (επίσης αξέχαστη) μεταγραφική ιστορία…