Η μπάλα περνάει, ο παίκτης όχι: Ο «Τοίχος» του ΠΑΟΚ που άφηνε γραμμές στο χορτάρι και φόβο στις καρδιές των αντιπάλων

Δεν τον ήθελες με τίποτα απέναντί σου…

Ένα από τα δημοφιλέστερα λαϊκά τραγούδια της δεκαετίας του ’70 προέτρεπε: «Λεβεντόπαιδο Αρίστο, μπες στο μαγαζί και κλεισ’ το»! Πέρα όμως από μπουζούκια, πίστες και νυχτερινά κέντρα, θα μπορούσε να το τραγουδά εκείνη την εποχή και η… Τούμπα. Για χάρη μιας από τις ηρωικότερες και πιο πληθωρικές παρουσίες που φόρεσαν ποτέ τη φανέλα του ΠΑΟΚ: Τον θρυλικό Αριστοτέλη Φουντουκίδη!

Αν και έμεινε στην ιστορία ως Αρίσταρχος, ο εμβληματικός στόπερ καθόλου δεν ενοχλήθηκε που του άλλαζαν το όνομα. Εξάλλου άκουγε και σε παρατσούκλια ενδεικτικά της σωματικής του διάπλασης και του τρόπου παιχνιδιού του, όπως ο «τοίχος»! Γιατί όντως, με προσπάθεια να περάσεις από τοίχο έμοιαζε η μονομαχία κάθε επιθετικού με τον επιβλητικό και ψυχωμένο σέντερ-μπακ.

Και να φανταστείς κανείς ότι ξεκίνησε την καριέρα του ως σέντερ-φορ. Σε αυτή τη θέση (και μάλιστα στο γήπεδο της Τούμπας) έκανε ντεμπούτο στην Α’ Εθνική: Σε ηλικία μόλις 18 χρονών με τη φανέλα του Απόλλωνα Καλαμαριάς. Όταν όμως το 1966 μετακινήθηκε στον «δικέφαλο του Βορρά» (έχοντας περάσει πρώτα από τη ΜΕΝΤ) είχε αρχίσει ήδη να μετατρέπεται σε έναν μεγάλο μπελά για τους αντιπάλους.

«Δύο πεντακοσάρικα κόστισε η μεταγραφή μου και μου τα είχε βάλει στην τσέπη χωρίς να το θέλω ο τότε ταμίας του ΠΑΟΚ, Αρθούρος Μαρδικιάν», είχε αποκαλύψει χαρακτηριστικά ο ίδιος για το… deal που έκλεισε ο αείμνηστος, Γιώργος Παντελάκης, σε συνεργασία με τον τότε προπονητή, Νίκο Πάγκαλο. Ποιος να το ‘λεγε τότε ότι μ’ ένα χιλιάρικο οι Θεσσαλονικείς αγόρασαν ένα «διαμάντι» (τόσο από αγωνιστικής άποψης, όσο και από πλευράς χαρακτήρα). Έναν ηγέτη που θα γινόταν 5ος σε συμμετοχές στην ιστορία του συλλόγου (με 336) και θα σήκωνε ένα πρωτάθλημα και δυο Κύπελλα.

Και έναν «βράχο» (όπως τον είχε βαφτίσει η κερκίδα στην περιβόητη διασκευή του κομματιού «ντιρλαντά»), πάνω στον οποίο συχνότατα συντρίβονταν οι αντίπαλοι. Όσοι τελοσπάντων είχαν το… θράσος να τον πλησιάσουν. Γιατί, εκτός των άλλων, τον Φουντουκίδη συνόδευε η φήμη πως πριν ξεκινήσει ο αγώνας τραβούσε μια γραμμή στο κέντρο του γηπέδου. Και με μια ποντιακή φράση που δεν χρειάζεται μετάφραση, ξεκαθάριζε: «Όποιος πέραν απ’ αδακές θα κόφτω τα ποδάρια ‘νατ»!

Βέβαια, αντίθετα με ό,τι μπορεί να συμπέραινε κανείς από το στιλ του, ο Φουντουκίδης ήταν ψυχούλα. Ή μάλλον ψυχάρα, όπως τον έχουν στο μυαλό τους οι οπαδοί του ΠΑΟΚ που τον έζησαν. Διότι συνέχισε να υπηρετεί την ομάδα και αφότου κρέμασε τα παπούτσια του. Την οδήγησε εκείνος ως προπονητής στον τελικό του Κυπέλλου το 1981 έπειτα από τον σοκαριστικό θάνατο του Γκιούλα Λόραντ στον πάγκο λίγες μέρες νωρίτερα. Και παρέμενε ενεργός οπαδός μέχρι τις 7 Ιουλίου 2007, όταν «έφυγε» και ο ίδιος σε ηλικία 65 ετών από καρδιακό επεισόδιο.

Εξάλλου, εκείνο που περιγράφει γλαφυρά το δέσιμο του Φουντουκίδη με τον ΠΑΟΚ και πόσο πιστός υπήρξε στην ομάδα που τον ανέδειξε και μεγαλούργησε μαζί της είναι ότι δεν σκέφτηκε ποτέ να την εγκαταλείψει. Ακόμα και την εποχή που «γυάλιζε» σε ανταγωνιστές και προσέλκυε προσφορές ανώτερες σε οικονομικό επίπεδο, δεν μπήκε στον πειρασμό να φύγει. Και ενδεικτική της αφοσίωσής του είναι η αποκάλυψη που έχει κάνει ο γιος του, Σωτήρης, σε συνέντευξή του στο ραδιόφωνο Metropolis:

«Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, που δείχνει την αγάπη που είχε ο πατέρας μου για τον ΠΑΟΚ, είναι όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και του έγιναν προτάσεις καλύτερες από ομάδες των Αθηνών. Τότε είπε “στον ΠΑΟΚ έγινα διάσημος, στον ΠΑΟΚ θα τελειώσω την καριέρα μου”. Ήταν ένας αγνός στρατιώτης της ομάδας. Τον είχαν πλησιάσει ο Παναθηναϊκός και η ΑΕΚ, αλλά προτίμησε με το 1/3 των χρημάτων να μείνει στον ΠΑΟΚ».