Μόνο αυτός: Τα δύο «χτυπήματα» του Χατζηπαναγή που δείχνουν γιατί τον έλεγαν «Έλληνα Μαραντόνα» (Vid)

Ατόφια ποδοσφαιρική μαγεία…

Όταν ακούς μεγαλύτερους να μιλούν για παίκτες της εποχής τους είσαι πάντα επιφυλακτικός. Θεωρείς (και συχνότατα έχεις δίκιο) ότι υπερβάλλουν. Ότι η νοσταλγία μεγεθύνει τα πράγματα στο μυαλό τους και ότι βάζουν σάλτσα στις εξιστορήσεις τους. Αν υπάρχει όμως ένα παράδειγμα όπου ο ενθουσιασμός και οι συναρπαστικές διηγήσεις, όχι απλά δεν είναι υπερβολικά, αλλά ίσως είναι και… λίγα να περιγράψουν το μεγαλείο ενός ποδοσφαιριστή είναι πιθανότατα ο Βασίλης Χατζηπαναγής!

Είτε ως «Μαραντόνα των Βαλκανίων» (όπως είχε χαρακτηριστεί ήδη πριν έρθει από την Τασκένδη), είτε ως «Νουρέγιεφ» (όπως βαφτίστηκε στην Ελλάδα), ο θρυλικός «Βάσια» πέτυχε κάτι μοναδικό στην ιστορία: Υπήρξε τόσο οικουμενικός, τόσο κοινής αποδοχής, τόσο γοητευτικός στα μάτια ακόμα και των αντιπάλων, που κυριολεκτικά γέμιζε γήπεδα μόνος του. Πλήθη φιλάθλων ανεξαρτήτως ομάδας στριμώχνονταν στα εντός ή τα έκτος έδρας του Ηρακλή για να πάρουν μια… τζούρα από τη μαγεία του. Κι εκείνος ποτέ δεν τους άφηνε παραπονεμένους…

Διότι δεν πανηγύρισε ποτέ πρωτάθλημα. Δεν έπαιξε ποτέ σε κάποιον από τους «μεγάλους» (Ολυμπιακό, Παναθηναϊκό, ΑΕΚ), ούτε πήρε μεταγραφή σε κάποια από τις δεκάδες ομάδες του εξωτερικού (όπως οι  Άρσεναλ, Λάτσιο, Στουτγάρδη, Πόρτο) που τον ζήτησαν. Και εκτός του ότι δεν εξαργύρωσε (ούτε οικονομικά, ούτε από πλευράς τίτλων) την απίστευτη αξία του, έμεινε και με το παράπονο πώς (για γραφειοκρατικούς λόγους) δεν έπαιξε στην εθνική Ελλάδας.

Χάρισε όμως στιγμές ανεπανάληπτης ποδοσφαιρικής μαγείας. Έκανε να μοιάζουν αληθινές (και καθόλου υπερβολικές) οι ατάκες ότι «μπορεί να ντριμπλάρει σε τηλεφωνικό θάλαμο» ή ότι «ο μόνος τρόπος να τον σταματήσεις είναι να τον… κλειδώσεις στ’ αποδυτήρια». Σε κοτζάμ Μικτή Κόσμου κλήθηκε το 1984, μαζί με τον επίσης τεράστιο Θωμά Μαύρο και δίπλα σε μορφές όπως οι Φραντς Μπεκενμπάουερ, Μάριο Κέμπες, Πάολο Φούτρε, Πίτερ Σίλτον, Ούγκο Σάντσεζ και Κέβιν Κίγκαν.

Και φυσικά πρωταγωνίστησε σε σκηνικά που έχουν μείνει ανεξίτηλα στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου. Ενδεικτικό του… τρόμου που σκορπούσε στο πέρασμά του ο Χατζηπαναγής είναι ότι πολλοί σπουδαίοι αμυντικοί της εποχής έχουν παραδεχθεί πως απέφευγαν να τον μαρκάρουν για να μην εκτεθούν. Σύμφωνα, δε, μ’ έναν θρύλο, κάποτε πέρασε έναν αντίπαλο κι επειδή εκείνος κάτι του φώναξε, γύρισε πίσω για να τον… ξαναντριμπλάρει!

Και φυσικά υπάρχει το πιο εμβληματικό στιγμιότυπο της καριέρας του και το πιο χαρακτηριστικό του κινδύνου εξευτελισμού που διέτρεχε όποιος επεδίωκε να τον κόψει: Το χουνέρι στον Τάκη Στυλιανόπουλο. Τότε που μ’ ένα απίθανο ζογκλερικό (για το οποίο του ζήτησε… συγγνώμη έπειτα από χρόνια) τον έριξε στο τερέν και έγραψε ιστορία με την «ντρίμπλα του αιώνα»!

Ήταν τέτοια η κλάση και η τεχνική αρτιότητα του Χατζηπαναγή που απειλούσε από οπουδήποτε. Δεν υπήρχε σημείο του γηπέδου που να μπορούσες να φυλαχθείς. Στο κέντρο περνούσε 3-4 (με το σόλο να καταλήγει συνήθως σε σπατάλη έτοιμου γκολ από συμπαίκτη του). Στα άκρα ο εκάστοτε αντίπαλός του μπορούσε να πάθει… Στυλιανόπουλο. Στις εκτελέσεις φάουλ και πέναλτι ήταν αρτίστας. Ακόμα και από το σημαιάκι του κόρνερ ήταν κίνδυνος-θάνατος!

Σύμφωνα λοιπόν με διήγηση του επίσης θρυλικού Κώστα Νεστορίδη, όταν στο τέλος της καριέρας του πήγε να παίξει στην Αυστραλία οι αντίπαλες ομάδες του έκαναν… τείχος όταν χτυπούσε κόρνερ. Στην Ελλάδα όμως ούτε αυτό θα ήταν πιθανότατα αρκετό για να εμποδίσει τις «φαρμακερές» εκτελέσεις του Χατζηπαναγή.

Χαρακτηριστικό είναι ότι ο «Βάσια» πέτυχε συνολικά 8 γκολ από κόρνερ (5 στην Α’ Εθνική και άλλα 3 στην Παχτακόρ). Ότι μπορούσε από το πιο δύσκολο σημείο του γηπέδου να νικήσει τερματοφύλακες κλάσης, όπως οι Σαργκάνης και Κωνσταντίνου. Και ότι το συγκεκριμένο κατόρθωμα ήταν τόσο εύκολο για τον ίδιο, ώστε να εξηγεί απλοϊκά σε συνέντευξή του: «Έδινες ένα φάλτσο και τέρμα»…