«Έμπαινα στο γήπεδο, άκουγα τον κόσμο να φωνάζει και μονολογούσα: “Γαμώτο, πόσο υπέροχο!” Η πίεση χτυπούσε κόκκινο. Όλο αυτό με έκανε να θέλω να σκοτώσω τον αντίπαλο! Να θέλω να κερδίζω μπροστά στους οπαδούς των αντιπάλων μου! “Θα βάλω 30 πόντους στα γαμ…να μούτρα σας”.
Θα μπορούσαν να είναι ατάκες του Μάικλ Τζόρνταν. Κάποια από τις γνωστές εκρήξεις αυτοπεποίθησης του GOAT. Ανήκουν όμως σε άλλον. Και εξηγούν καλύτερα από κάθε άλλη εισαγωγή γιατί ο Τζο Αρλάουκας υπήρξε μια από τις πιο πολύ-συζητημένες παιχτάρες του μπάσκετ των 90s: Ως ο μόνος που μπόρεσε (με έμμεσο ή άμεσο τρόπο) να γίνει σημείο αναφοράς για Ολυμπιακούς, Παναθηναϊκούς και ΑΕΚτζήδες.
Συνθέτοντας ένα ιστορικό δίδυμο με τον Άρβιντας Σαμπόνις και υπό τις οδηγίες του Ζέλικο Ομπράντοβιτς, ο Αμερικανός φόργουορντ με τις λιθουανικές ρίζες (εξ ου και το επίθετο) αγαπήθηκε πριν καν έρθει στην Ελλάδα: Η εξαιρετική εμφάνισή του στον τελικό του Final Four της Σαραγόσα (16 πόντοι, 4 ριμπάουντ, 3 ασίστ, 2 κλεψίματα) και η καθοριστική συμβολή ώστε να πάρει η Ρεάλ και όχι ο Ολυμπιακός το τρόπαιο τον έκανε σύνθημα στα χείλη των οπαδών του «αιωνίου». Έστω κι αν τότε το όνομά του το λέγαμε λάθος (με ένα περιττό «σίγμα» ενδιάμεσα)!
Χαρακτηριστική είναι η εξιστόρηση του ίδιου σε συνέντευξή του: «Μετά την Σαραγόσα είχα πάει με την οικογένειά μου στη Disneyland στο Παρίσι για να διασκεδάσουν τα παιδιά. Τρεις μέρες εκεί υπήρχαν συνέχεια από πίσω μου πέντε νεαροί 18 ως 20 χρονών που με ακολουθούσαν διαρκώς και μου φώναζαν το σύνθημα με το όνομά μου (σ.σ. το ιστορικό “ΑρλάουΣκας, πόρομ, πορόμ, πομ, πέρομ, περόμ”). Κάποια στιγμή σταμάτησα να τους μιλήσω και μου αποκάλυψαν ότι είναι φίλαθλοι του Παναθηναϊκού και με λάτρευαν επειδή είχα κερδίσει τον Ολυμπιακό»!
Πέρα όμως από «εξολοθρευτής» των Πειραιωτών, ο Αρλάουκας κουβαλούσε ένα πολύ σημαντικότερο παράσημο: Ένα απίθανο ρεκόρ που συνοδεύτηκε με μια εκ των σπουδαιότερων μπασκετικών παραστάσεων σε ευρωπαϊκό γήπεδο. Τότε που στις 15 Φεβρουαρίου 1996 απέναντι στην Κίντερ Μπολόνια έσπασε τα κοντέρ: Και κάνοντας γιο-γιο τον πολύπειρο, Ορλάντο Γούλριτζ που είχε αναλάβει το μαρκάρισμά του, σταμάτησε στους 63 πόντους (με 11 ριμπάουντ, 2 ασίστ, 4 κλεψίματα, 24/28 δίποντα και 15/18 βολές).
Με όλο αυτό το background λοιπόν, όταν η ΑΕΚ τον απέκτησε στα 33 του ο κόσμος περίμενε έναν παικταρά που θα πάρει αμπάριζα. Όπως υποψίαζαν όμως οι γκριζαρισμένοι του κρόταφοι, δεν βρισκόταν πια στο ίδιο επίπεδο. Προφανώς και ξεχώριζε με την εμπειρία, το άψογο διάβασμα του παιχνιδιού και την κλασική του spin move, ωστόσο ήταν εμφανώς πιο βαρύς και χωρίς την εκρηκτικότητα που τον χαρακτήριζε.
Παρόλα αυτά αγαπήθηκε από τους φίλους της «Ένωσης». Προσέφερε κάποιες μεμονωμένες στιγμές μαγείας μαζί με άλλους παικταράδες που δεν έδωσαν τα αναμενόμενα (όπως οι Ρούμπεν Πάτερσον και Λόιντ Ντάνιελς). Και το 1999 έφτασε με τους «κιτρινόμαυρους» στον τελικό του Κυπέλλου Ελλάδας (σ.σ. ήττα 71-54 από τον ΠΑΟΚ), καταγράφοντας 14.0 πόντους και 6.7 ριμπάουντ εκείνη τη σεζόν.
Το κρίμα είναι πως το φινάλε του δεν ήταν αυτό που άρμοζε σε τέτοιο παικταρά. Διότι την επόμενη χρονιά μετακόμισε στον Άρη. Παρόλο που είχε μπει στα 35 του, εμφανίστηκε καλύτερος (έχοντας χάσει βάρος και ανεβάζοντας τα στατιστικά του). Ενδεικτικό είναι πως κατέγραψε 18 πόντους και 9 ριμπάουντ κατά μέσον όρο.
Σε συνέχεια ωστόσο μιας περίεργης παράδοσης παικτών του Άρη που βρέθηκαν ντοπαρισμένοι σε διάστημα 18 μηνών (Αγγελίδης, Μούουρσεπ, Μπουθ οι προηγούμενοι) εντοπίστηκε ναδρολόνη σε δείγμα του μετά από ματς με τη Νήαρ Ηστ. Έτσι, τα παιχνίδια των πλέι-οφ με τον Ολυμπιακό ήταν τα τελευταία της σπουδαίας καριέρας του. Επιβεβαιώνοντας όμως ΚΑΙ στο φινάλε πως αυτός ήταν ο αγαπημένος του αντίπαλος:
Διότι ο Άρης αποκλείστηκε, αλλά ο ίδιος έγραψε 26.5 πόντους, 9.5 ριμπάουντ, 3.5 ασίστ και 2.0 κλεψίματα κατά μέσον όρο στα ματς με τους Πειραιώτες…