Πριν από κάθε μεγάλη διοργάνωση της Εθνικής μπάσκετ το βασικό ζήτημα είναι ένα. Το κυρίαρχο θέμα συζήτησης (με κάποιες μικρές παραλλαγές) είναι συγκεκριμένο:
«Θα πάρει την ομάδα στις πλάτες του ο Γιάννης;».
«Θα δούμε τον Γιάννη του ΝΒΑ να τους περνάει από πάνω;».
«Θα καταφέρει, όπως και με τους Μπακς, να οδηγήσει την ομάδα σε έναν τίτλο ή ένα μετάλλιο;»
Ίσως βαρύ φορτίο, ίσως πιεστικό, αλλά και λογικό: Όταν μιλάμε για έναν από τους καλύτερους παίκτες σε ολόκληρο τον κόσμο (σε συνδυασμό με τη διαχρονική τάση να υπερβάλλουμε στη χώρα μας και να βρίσκουμε πανεύκολα τα πράγματα όταν είναι να τα κάνουν οι… άλλοι) δεν είναι περίεργο οι ελπίδες να βασίζονται κατά κύριο λόγο στον «Greek Freak».

Μόνο που αποδείχθηκε στις αποτυχίες των περασμένων ετών (αλλά και στην επιτυχία της πρόκρισης ως πρώτη από τη φάση των ομίλων του τωρινού Ευρωμπάσκετ) πως το θέμα δεν είναι μόνο τι θα κάνει ο Αντετοκούνμπο. Το θέμα είναι τι θα κάνουν και οι υπόλοιποι:
Και κυρίως το πόσο θα ανταποκριθούν όταν ο Γιάννης θα «τρώει ξύλο», θα είναι κλεισμένος από τρεις ή στην τελική θα είναι σε μέτρια βραδιά ή κάτω από τα συνηθισμένα του στάνταρ.
Γιατί προφανώς στη μέρα του ο Αντετοκούνμπο είναι ασταμάτητος. Αν πάρει τα βήματα, το πιθανότερο είναι ότι θα καρφώσει και τον αντίπαλό του μαζί με την μπάλα. Το κλειδί όμως για να εκμεταλλευτείς στο 100% έναν τέτοιο παίκτη (και να αλλάξεις επίπεδο ως ομάδα) είναι ν’ αξιοποιήσεις τις ευκαιρίες που παράγει για το supporting cast.
Και σε αυτό το πλαίσιο (αποδείχθηκε ότι) δεν μπορεί να υπάρχει κανένα δίλημμα του τύπου, ας πούμε, «Ντόρσεϊ ή Γουόκαπ».

Ο πλέι-μέικερ του Ολυμπιακού είναι πολύτιμος παίκτης. Αθλητικός, «σκυλί» στην άμυνα, ικανός στη δημιουργία, αλλά με ένα κραυγαλέο μειονέκτημα (που έχουν πληρώσει αρκετές φορές και οι Πειραιώτες): Το μακρινό σουτ. Αυτό ακριβώς δηλαδή που χρειάζεται η Εθνική από τους παίκτες που πλαισιώνουν τον Γιάννη. Και αυτό ακριβώς που είναι το μεγάλο ατού του Ντόρσεϊ.
Η φοβερή εμφάνιση του Ελληνο-Αμερικανού με την Ισπανία επιβεβαίωσε πώς ταιριάζει «γάντι» σε αυτή την Εθνική. Δεν είναι ότι μόνο ότι πέτυχε 22 πόντους (συν 5 ριμπάουντ και 4 ασίστ), αλλά κυρίως το πώς τους πέτυχε: Με συνολικά 6 τρίποντα, τα οποία προήλθαν είτε από ασίστ του Γιάννη, είτε από άψογο passing game, αποτέλεσμα των χώρων που άνοιξε ο « Greek Freak».
Δεν είναι περίεργο που αγωνίστηκε περισσότερο από κάθε άλλον (ακόμα και από τον ίδιο τον Γιάννη), ούτε πως τα δικά του σουτ (αλλά και του Παπανικολάου) ήταν εκείνα που κατά βάση… ξόρκισαν τον δαίμονα της «φούρια ρόχα».

Άλλωστε δεν είναι μόνο το συγκεκριμένο ματς, αλλά συνολικά η παρουσία του ως τώρα στο τουρνουά που δείχνει πόσο άψογα κουμπώνει σε αυτό το σύνολο: Τελείωσε τη φάση των ομίλων καταγράφοντας κατά μέσον όρο 14,8 πόντους, με ποσοστό 48,6% στο τρίποντο (συν 3,8 ριμπάουντ και 2,8 ασίστ).
Την ικανότητά του, δε, να… τραβάει το κάρο όταν εκείνο κολλήσει στη λάσπη την έδειξε πριν καν ξεκινήσει το Ευρωμπάσκετ. Όταν ο Γιώργος Μπαρτζώκας (αναγκαστικά σε μεγάλο βαθμό λόγω τραυματισμών) τον χρησιμοποίησε παραπάνω στους τελικούς με τον Παναθηναϊκό:
Και ο Ντόρσεϊ όχι μόνο αποδείχθηκε X Factor στην κατάκτηση του πρωταθλήματος, αλλά δικαιολόγησε την ένσταση πολλών ότι θα μπορούσε να δώσει λύσεις (που τελικά δεν βρέθηκαν ποτέ) και στον ημιτελικό του Final-4 με τη Μονακό.
Έχοντας δώσει ήδη λοιπόν τα διαπιστευτήρια του και με την ομάδα του, αλλά και στο φετινό Ευρωμπάσκετ, δεν είναι καθόλου υπερβολή να το πεις: Ο Ντόρσεϊ θ’ αποτελέσει βαρόμετρο στην προσπάθεια για την υπέρβαση και ένα μετάλλιο. Κι αν ο Γιάννης είναι υποψήφιος για MVP, εκείνος μπορεί να γίνει υποψήφιος για το… Όσκαρ Β’ Ανδρικού ρόλου που τόσο πολύ χρειάζεται η Εθνική.
